τελωνειακός

From LSJ
Revision as of 11:45, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νόμων ἔχεσθαι (Νόμοις ἕπεσθαι) πάντα δεῖ τὸν σώφρονα → Legibus haerere sapiens debet firmiter → Dem Klugen ist Gesetzestreue stete Pflicht

Menander, Monostichoi, 380

Greek Monolingual

και τελωνιακός, -ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τελωνείο
2. φρ. α) «τελωνειακή αρχή» ή «τελωνειακές αρχές» — το τελωνείο
β) «τελωνειακή υπηρεσία» — το τελωνείο
γ) «τελωνειακή ένωση»
(οικον.-διεθν. δίκ.) συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων χωρών, με την οποία αυτές αναλαμβάνουν να καταργήσουν τους μεταξύ τους τελωνειακούς φραγμούς και να εφαρμόσουν απέναντι σε τρίτες χώρες κοινό δασμολόγιο που θα επιβαρύνει ομοιόμορφα τα εισαγόμενα στον χώρο της τελωνειακής ένωσης προϊόντα, ανεξάρτητα από το σημείο εισόδου τους
δ) «τελωνειακές παραβάσεις» — καταστρατήγηση της κειμένης δασμολογικής και λοιπής σχετικής νομοθεσίας
ε) «τελωνειακή σύμβαση» — τελωνειακή συνεργασία
στ) «τελωνειακή αναγνώριση» — τελωνειακή πράξη με την οποία μεταβιβάζεται η κυριότητα ενός αποταμιευθέντος εμπορεύματος από τον αποταμιευτή σε άλλο πρόσωπο
ζ) «τελωνειακή ανακωχή» — η τελωνειακή συνεργασία
η) «τελωνειακή αστυνομία»
(νομ.) το σύνολο τών δημόσιων υπηρεσιών που είναι αρμόδιες για τη δίωξη της λαθρεμπορίας και γενικά για τον έλεγχο τών τελωνειακών παραβάσεων
θ) «τελωνειακή διασάφηση»
(οικον.) βλ. διασάφηση
ι) «τελωνειακή ένωση Γερμανίας» — ένωση που πραγματοποιήθηκε το 1834 υπό την πρωσική επικυριαρχία και δημιούργησε μια περιοχή ελεύθερου εμπορίου στο μεγαλύτερο μέρος της Γερμανίας, γεγονός που αποτέλεσε σημαντικό βήμα προς την κατεύθυνση της γερμανικής ενοποίησης
ια) «τελωνειακή ζώνη»
(οικον.) βλ. ζώνη
ιβ) «τελωνειακή νομοθεσία»
(νομ.) το σύνολο τών νομικών διατάξεων που αφορούν στην οργάνωση και στη λειτουργία της τελωνειακής υπηρεσίας, στην εφαρμογή του δασμολογίου και στην τήρηση του τελωνειακού κώδικα
ιγ) «τελωνειακή προτίμηση» — η προς μια χώρα παραχώρηση ειδικών ευνοϊκών δασμολογίων που δεν εμπίπτουν στη ρήτρα του μάλλον ευνοουμένου κράτους
ιδ) «τελωνειακή συνεργασία» — συνεργασία μεταξύ κρατών για θέσπιση δασμών που δεν θα αποβαίνουν εις βάρος τών εθνικών οικονομιών
ιε) «τελωνειακό δασμολόγιο» — βλ. δασμολόγιο
ιστ) «τελωνειακός έλεγχος» — ο έλεγχος που διενεργούν οι τελωνειακές υπηρεσίες
ιζ) «τελωνειακός κώδικας»
(νομ.) κωδικοποιημένο σύνολο διατάξεων καθοριστικών του εκτελωνισμού εμπορευμάτων, της διαδικασίας τών τελωνειακών παραβάσεων, του χαρακτηρισμού και της τιμωρίας του λαθρεμπορίου καθώς και τών αρμοδιοτήτων και της ευθύνης τών τελωνειακών υπαλλήλων ως οργάνων ελέγχου τελωνειακών παραβάσεων
ιη) «τελωνειακοί φραγ-. μοί» — υπέρμετροι δασμοί που επιβάλλονται από το κράτος σε εισαγόμενα προϊόντα για προστασία ομόλογων εγχώριων προϊόντων ή για άλλους σκοπούς
ιθ) «θεωρία τελωνειακών ενώσεων» — τμήμα της θεωρίας του διεθνούς εμπορίου που εξετάζει και διερευνά τις συνέπειες τών τελωνειακών ενώσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελωνείο /τελώνιον + κατάλ. -ακός (πρβλ. εφοριακός].