ἑρμηνεία
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
English (LSJ)
ἡ, (ἑρμηνεύω)
A interpretation, explanation, Pl.R.524b (pl.), Tht.209a, Epicur.Nat.28.1; esp. of thoughts by words, expression, Diog.Apoll.1,X.Mem.4.3.12; χρῆσθαι τῇ γλώσσῃ πρὸς ἑρμηνείαν Arist.PA660a35, cf. de An.420b19, Resp.476a19, Hermog. Inv.1.1, etc.; mediation, Pl.Epin.984e; style, D.H.Comp.1,al., Demetr.Eloc. 1, etc.; an expression, ἡ ἀκόλουθος ἑ. Sch.Pi.O.3.1 : also in pl., αἱ Πλατωνικαὶ ἑ. Plato's gifts of style, D.H.Pomp.1.2. 2 in Music, expression, Plu.2.1138a, 1144d. 3 translation, Aristeas 3, Ph.2.141; ἑ. τῶν Πωμαϊκῶν POxy.1201.12 (iii A.D.); ἑ. ἔχειν to mean when translated, Ph.1.232, Porph.Plot.17.
German (Pape)
[Seite 1032] ἡ, Auslegung, Erklärung, Plat. Rep. VII, 524 b, λόγος ἦν ἡ τῆς σῆς διαφορότητο ς ἑρμ. Theaet. 209 a; Sp. – Der Ausdruck, die Fähigkeit, sich auszudrücken, die Sprache, Xen. Mem. 4, 3, 12; τῇ γλώττῃ χρῆται πρὸς τὴν ἑρμηνείαν Arist. de respir. 11; part. anim. 3, 17; Rhett.; – die Fähigkeit zu erklären, das Dollmetschen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρμηνεία: ἡ, (ἑρμηνεύω) ἐξήγησις, διασαφήνισις, Διογ. Ἀπολλωνιάτ. ἐν Ἀποσπ. 1,
Πλάτ. Πολ. 524Β, Θεαίτ. 209Α· ἡ δύναμις τοῦ διὰ λόγων ἐκφράζειν τὰ διανοήματα, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 12· χρῆσθαι τῇ γλώττῃ πρὸς ἑρμηνείαν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 17, 5, πρβλ. τὸ περὶ Ψυχ. 2. 8, 16, π. Ἀναπν. 11, 1· ἔκφρασις, αἱ Πλατωνικαὶ ἑρμ. Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 1. 2· ὑπόμνημα ἑρμηνευτικόν, ἑρμηνεία εἰς τὴν ὀκτάτευχον Φωτ. Βιβλιοθ. σ. 7. 8, κλ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 expression d’une pensée ; élocution, faculté de s’exprimer;
2 interprétation d’une pensée ; éclaircissement, explication.
Étymologie: ἑρμηνεύς.
English (Strong)
from the same as ἑρμηνεύω; translation: interpretation.
English (Thayer)
(ἑρμηνευτής) ἑρμηνευτου, ὁ (ἑρμηνεύω, which see), an interpreter: L Tr WH marginal reading (Plato, politic., p. 290c.; for מֵלִיץ in Genesis 42:23.)
Greek Monolingual
η (AM ἑρμηνεία) ερμηνεύς
1. εξήγηση, διασαφήνιση, αποσαφήνιση σκοτεινής ή διφορούμενης έννοιας
2. μετάφραση κειμένου
3. μεταγλώττιση από μια γλώσσα σε άλλη
4. (νομ.) η επιστημονική εργασία που γίνεται για να διαγνωστεί η αληθινή βούληση του νομοθέτη, με παραβολή και σύγκριση προς την όλη νομοθεσία και νομολογία
5. (νομ.) «αυθεντική ερμηνεία» — η διασαφήνιση της έννοιας παλαιότερου νόμου με νεώτερο νομοθέτημα
6. ορθή κατανόηση και απόδοση μουσικού ή θεατρικού έργου
αρχ.
1. ικανότητα ή δύναμη στην έκφραση
2. δεξιότητα, κομψότητα στον γραπτό λόγο, το συγγραφικό τάλαντο («αἱ πλατωνικαί ἑρμηνεῑαι» — κομψότητες στη διατύπωση)
3. (ειδ. για φυσικά φαινόμενα) η εκδήλωση.
Greek Monotonic
ἑρμηνεία: ἡ (ἑρμηνεύω), μετάφραση, επεξήγηση, αποσαφήνιση, σε Πλάτ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἑρμηνεία: ἡ1) словесное выражение мыслей, умение изъясняться (διὰ τῆς ὀνομασίας Arst.): τὸ ἑρμηνείαν δοῦναι Xen. наделить даром речи; χρῆσθαι τῇ γλώσσῃ πρὸς ἑρμηνείαν Arst. обладать членораздельной речью;
2) разъяснение, объяснение, истолкование, раскрытие смысла (τῆς διαφορότητος Plat.; ἑρμηνείαν ποιεῖν Arst.).