κήρυγμα

From LSJ
Revision as of 07:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κήρυγμα Medium diacritics: κήρυγμα Low diacritics: κήρυγμα Capitals: ΚΗΡΥΓΜΑ
Transliteration A: kḗrygma Transliteration B: kērygma Transliteration C: kirygma Beta Code: kh/rugma

English (LSJ)

ατος, τό, (κηρύσσω)

   A that which is cried by a herald, proclamation, S.Ichn.13, etc.; κ. ποιέεσθαι Hdt.3.52; ἐκ τοῦ κ. by proclamation, Id.6.78; πόλει κ. θεῖναι S.Ant.8; τῷ κ. ἐμμένειν Id.OT 350, cf. Ant.454; κ. ἀνειπεῖν Th.4.105; κηρύσσειν Aeschin.3.154; κ. γιγνόμενον D.18.83; announcement of victory in games, D.C.63.14; mandate, summons, S.Ant.162 (anap.); reward offered by proclamation, X.HG5.4.10, Aeschin.3.33.    II preaching, Ev.Luc. 11.32,al.

German (Pape)

[Seite 1434] τό, das durch den Herold Ausgerufene, Bekanntmachung, Befehl; φασὶ πανδήμῳ πόλει κήρυγμα θεῖναι τὸν στρατηγόν Soph. Ant. 8, öfter, vgl. El. 673; ἄκουε καινῶν ἐξ ἐμοῦ κηρυγμάτων Eur. I. T. 239; κήρυγμα ἐποιήσαντο, = ἐκήρυξαν, Her. 8, 41, wie Thuc. 7, 82; auch κήρυγμα ἀνειπών, 4, 105; ἄγρια Plat. Legg. XII, 953 e; Folgde. – Auch die ausgerufene Belohnung, der auf eine Person oder Sache gesetzte Preis, Xen. Hell. 5, 4, 10.

Greek (Liddell-Scott)

κήρυγμα: τό, (κηρύσσω) τὸ ὑπὸ τοῦ κήρυκος ἀγγελλόμενον, προκήρυξις, δημοσία γνωστοποίησις, Ἡρόδ. καὶ Ἀττ.· κ. ποιέεσθαι Ἡρόδ. 3. 52., 5. 92, 7, κτλ.· ἐκ τοῦ κηρύγματος, διὰ προκηρύξεως, ὁ αὐτ. 6. 78· κ. θεῖναι τῇ πόλει Σοφ. Ἀντ. 8· τῷ κ. ἐμμένειν ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 350, πρβλ. Ἀντ. 454· κ. ἀνειπεῖν Θουκ. 4. 105· κηρύσσειν Αἰσχίν. 75. 30· γίγνεται κ. Δημ. 253. 7· ― ἀμοιβὴ προκηρυττομένη, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 10, Αἰσχίν. 58. 26.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 proclamation par un héraut;
2 promesse d’une récompense par un héraut.
Étymologie: κηρύσσω.

English (Strong)

from κηρύσσω; a proclamation (especially of the gospel; by implication, the gospel itself): preaching.

English (Thayer)

κηρύγματος, τό (κηρύσσω), in Greek writings especially Attic, that which is promulgated by a herald or public crier, a proclamation by herald; in the N. T. the message or proclamation by the heralds of God or Chris t: thus the proclamation of the necessity of repentance and reformation made by the prophet Jonah (A. V. preaching), τό κήρυγμα Ἰωνᾶ, made by one, Ἰησοῦ Χριστοῦ, concerning Jesus Christ, τῆς αἰωνίου σωτηρίας, Mark 16 WH in (rejected) 'Shorter Conclusion'); the act of publishing, absolutely, R. V. that the message might be fully proclaimed; see πληροφορέω, a.).

Greek Monolingual

το (ΑΜ κήρυγμα, -ύγματος) κηρύσσω
1. αυτό που αναγγέλλει ο κήρυκας, προκήρυξη, ανακοίνωση, γνωστοποίηση («προελθὼν ὁ κήρυξ... ἐκήρυττε τὸ κάλλιστον κήρυγμα», Αισχίν.)
2. προφορική ή γραπτή διδασκαλία, προτροπή σε κάτι (α. «άρχισε πάλι να μού κάνει κήρυγμα για σωστή συμπεριφορά» β. «κηρύγματα προφητών τοῡ Χριστοῡ τὴν ἀνάδειξιν μηνύοντα εἴληφε», Μηναί.)
νεοελλ.
θρησκευτικός λόγος που εκφωνείται στους ναούς από τον ιεροκήρυκα («πηγαίνει τακτικά στο κήρυγμα»)
μσν.
αυτό που διακηρύσσει ή εξυμνεί κάποιος, το καύχημα («τὴν Ἁγιὰ Σοφία, τὸ κήρυγμα τοῡ κόσμου», Θρήν. Κωνλεως)
αρχ.
1. πρόσκληση («σύγκλητον τήνδε γερόντων προύθετο λέσχην, κοινῷ κηρύγματι πέμψας», Σοφ.)
2. αμοιβή που προσφερόταν με προκήρυξη («ᾤετο δεῑν ὁ νομοθέτης τὸν ῥήτορα σεμνύνεσθαι... καὶ ἐργολαβεῑν ἐν τοῑς κηρύγμασιν», Αισχίν.)
3. αναγγελία νίκης σε αγώνες.

Greek Monotonic

κήρυγμα: -ατος, τό (κηρύσσω),
1. αυτό το οποίο αναγγέλλεται από κήρυκα, διακήρυξη, δημόσια ανακήρυξη, σε Ηρόδ., Αττ.
2. αμοιβή που προσφέρεται μέσω δημόσιας αναγόρευσης, σε Ξεν., Αισχίν.

Russian (Dvoretsky)

κήρυγμα: ατος τό1) извещение через глашатая, объявление (κ. ποιεῖσθαι Her. или κηρύττειν Aeschin.; κ. τόδε ἀνείπων Thuc.): πανδήμῳ πόλει κ. θεῖναι Soph. всенародно объявить через глашатая;
2) приказание, распоряжение (через глашатая) Plat.: ἐκ τοῦ κηρύγματος Her. по сигналу глашатая;
3) проповедь (διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαί τινα NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κήρυγμα -ατος, τό [κηρύσσω] afkondiging, proclamatie:. κ. ποιέεσθαι een proclamatie uitspreken Hdt. 3.52.1; τῷ κ. ἐμμένειν zich houden aan het edict Soph. OT 350. christ. verkondiging, preek.