Ἑλλάς

From LSJ
Revision as of 19:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἑλλάς Medium diacritics: Ἑλλάς Low diacritics: Ελλάς Capitals: ΕΛΛΑΣ
Transliteration A: Hellás Transliteration B: Hellas Transliteration C: Ellas Beta Code: *(ella/s

English (LSJ)

άδος, ἡ, Hellas, said to have been originally the name of the region round Dodona, Arist.Mete.352a34, Sch.Il.21.194.    2 a city of Thessaly, founded by Hellen, οἵ τ' εἶχον Φθίην ἠδ' Ἑλλάδα Il.2.683.    3 part of Phthiotis, inhabited by the Μυρμιδόνες, 9.395, al.    4 Northern Greece, opp. Peloponnesus, D.19.303, Ptol.Geog. 3.14.1: sts. so expld. in the phrase καθ' Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος Od.1.344,4.726,al.    5 Greece, from Peloponnesus to Epirus and Thessaly inclusively, Hes.Op.653, Hdt.8.44,47, A.Pers.50 (anap.), 234 (troch.): used collectively for Ἕλληνες, E.Or.648, Th.1.6, etc.    6 as a general name for all lands inhabited by Hellenes, including Ionia, etc., Hdt.1.92, Th.1.3, X.An.6.5.23, etc.; οὔθ' Ἑ. οὔτ' ἄγλωσσος S.Tr.1060: hence ἡ ἀρχαία Ἑ. Old Greece, Plu.Tim.37; ἡ μεγάλη Ἑ. Magna Graecia, Plb.2.39.1, Ath.12.523e; including Sicily, Str.6.1.2.    7 Ἑλλάδος Ἑ., Ἀθῆναι AP7.45 (Thuc.): pl., τὴν Ἑ. Ἑλλάσι πολλαῖς παραυξήσας Ph.2.567.    8 (sc. φωνή) the Greek language, Ael.VH9.16.    II fem.Adj. Greek, γλῶσσα Hdt.6.98, al.; πόλις Id.5.93; χθών A.Supp.243; στολή S.Ph.223, etc.; masc., Id.Fr. 17; τίς Ἑ. ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος . .; E.Ph.1509.

Greek (Liddell-Scott)

Ἑλλάς: -άδος, ἡ, πόλις ἐν Θεσσαλίᾳ ἱδρυθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἕλληνος, οἱ δ’ εἶχον Φθίην καὶ Ἑλλάδα Ἰλ. Β. 683, ἴδε Εὐστ. ἐν τόπῳ. 2) ἅπαν ἐκεῖνο τὸ μέρος τῆς Θεσσαλίας, ἐν ᾧ οἱ Μυρμιδόνες κατῴκουν, καλούμενον ὡσαύτως Φθιῶτις, συχν. παρ’ Ὁμ. 3) ἡ βορεία ἢ Στερεὰ Ἑλλάς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὴν Πελοπόννησον, καθ’ Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος Ὀδ. Α. 344, Δ. 726, κτλ. 4) τὸ κύριον ὄνομα τῆς Ἑλληνικῆς γῆς, ἀπὸ τῆς Πελοποννήσου μέχρι τῆς Ἠπείρου καὶ Θεσσαλίας, συμπεριλαμβανομένων καὶ τούτων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 651, Ἡρόδ. 8. 44, 47, Αἰσχύλ. Πέρσ. 50, 234, κτλ.· ― συχνάκις ἐν χρήσει περιληπτικῶς ἀντὶ τοῦ Ἕλληνες, Εὐρ. Ὀρ. 647, Θουκ. 1. 6, κτλ. 5) τελευταῖον ὡς γενικὸν ὄνομα περιλαμβάνον πάσας τὰς ὑπὸ τῶν Ἑλλήνων κατοικουμένας χώρας, συμπεριλαμβανομένης καὶ τῆς Ἰωνίας, κτλ., Ἡρόδ. 1. 92, Θουκ. 1. 3, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 23, κτλ.· οὔθ’ Ἑλλὰς οὐτ’ ἄγλωσσος, οὔτε Ἐλλὰς οὔτε γῆ ἀλλόγλωσσος, Σοφ. Τρ. 1060· ― ἐντεῦθεν ἀκούομεν ἡ ἀρχαία Ἑλλὰς (Πλουτ. Τιμολ. 37), κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν μεγάλην Ἑλλάδα (Στράβων 253)· ― πρβλ. Ἕλλην Ι. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. μετὰ θηλ. οὐσιαστ., κατὰ Ἑλλάδα γλῶσσαν, κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν γλῶσσαν, Ἡρόδ. 6. 98, κ. ἀλλ.· πόλις ὁ αὐτ. 6. 98· χθών, αἶα, γῆ Αἰσχύλ. Ἱκ. 243, κτλ.· στολὴ Σοφ. Φ. 223, κτλ.· ἔτι δὲ καὶ μετ’ ἀρσ. οὐσιαστ., ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 17· τίς Ἑλλάς, ἢ βάρβαρος, ἢ τῶν προπάροιθ’ εὐγενετᾶν ἕτερος...; Εὐρ. Φοίν. 1513· πρβλ. Ἕλλην ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

άδος
A. adj. f. d’Hellade, de Grèce, grecque;
B. subst.Ἑλλάς;
I. Hellas, ville de Thessalie;
II. p. ext.
1 la Thessalie du Sud;
2 postér. la Grèce continentale;
3 p. ext. la Grèce avec une partie de l’Asie Mineure;
4 ἡ μεγάλη Ἑλλάς, la Grande-Grèce, l’Italie du Sud;
5 collect. l’Hellade pour les Grecs.
Étymologie: Ἕλλην.

English (Autenrieth)

άδος: Hellas, understood by the ancients to be a Thessalian city and district in Phthiōtis, under the sway of Achilles, Il. 2.684; now more correctly described as the tract between the Asōpus and the Enīpeus; coupled with Phthia, Il. 9.395; the realm of Peleus, Od. 11.496 ; καθ' Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἄργος (all Greece), see Ἄργος, epithets, καλλιγύναικα, εὐρυχόροιο, Β , Il. 9.447, 478.

English (Slater)

Ἑλλᾰς (Ἑλλάς, -άδος, -άδι, -άδ(α).)
   a Greece πᾶσαν κάτα / Ἑλλάδεὑρήσεις (O. 13.113) εἰ δέ τις λέγει ἕτερόν τιν' ἀν Ἑλλάδα τῶν πάροιθε γενέσθαι ὑπέρτερον (P. 2.60) ποθεινὰ δ' Ἑλλὰς αὐτὰν δονέοι μάστιγι Πειθοῦς i. e. longing for Greece (P. 4.218) τῶν δ' ἐν Ἑλλάδι τερπνῶν λαχόντες οὐκ ὀλίγαν δόσιν (P. 10.19) μυχῷ Ἑλλάδος ἁπάσας (N. 6.26) Ἑλλάδος ἔρεισμα, κλειναὶ Ἀθᾶναι fr. 76. 2.
   b = Greeks Ἑλλάδ' ἐξέλκων βαρείας δουλίας (P. 1.75) ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πυθέσθαι; (P. 7.8) αὐτόν τέ νιν Ἑλλάδα νικάσαντα τέχνᾳ (P. 12.6) ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς γε Ταντάλου λίθον παρά τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός, ἀτόλματον Ἑλλάδι μόχθον (I. 8.11) ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Ἑλλάδι κα[λ]λ[ιχόρῳ Δ. 2. 25.

Spanish (DGE)

-άδος
A helena, griega del territorio γῆ Thgn.247, Xenoph.7.2, S.Ph.256, E.Hec.310, AP 7.93, cf. A.R.1.904, 4.741, Nonn.D.13.254, Q.S.6.88, χθών A.Supp.243, χώρη AP 7.245 (Gaet.), πόλις Hdt.5.93, 7.22, 115, E.Andr.169, Peripl.M.Eux.51, AP 15.6, de la lengua γλῶσσα Hdt.2.56, 9.16, Arr.An.1.26.4, φωνή Plu.Crass.31, Arr.An.1.12.5, Luc.DMort.25.2, VH 1.8, Herc.4, de abstr. y cosas ἥβη A.A.109, ἔρις E.IA 588, φύσις D.H.1.89, φήμη Nonn.D.20.207, Μοῦσα Nonn.D.41.388, αἰχμά E.Or.1485, Tr.839, στρατηγία E.IT 17, στρατιά E.Rh.234, ναῦς E.IT 1345, Cyc.85, στολή S.Ph.223.
B subst. ἡ Ἑλλάς Hélade
I 1ét. fem. de la Hélade, e.e., helena, griega E.Io 1367
tb. masc. τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος E.Ph.1509.
2 esposa de Gongilo de Eretria, X.An.7.8.8.
II geog.
1 Ἑ. ἡ ἀρχαία Hélade la antigua originariamente territorio en torno a Dodona en Epiro, Arist.Mete.352a34, Sch.Il.21.194a.
2 reg. o ciu. de la Ptiótide en Tesalia, en el valle alto del Enipeo, entre las ciu. de Fársalo y Melitea, fundada por Helén, habitada por los mirmidones Il.2.683, Str.9.5.6, Ps.Dicaearch.3.1
parte de Ptiótide próxima al reino de Peleo, gobernada por Amintor, comprendida entre Palaipharsalos y Tebas Ptiótide Il.9.395, 447, 478.
3 p. ext. la Tesalia del sur, Str.9.5.23, Paus.3.20.6
en tiempos tardíos (s. IV a.C. y II d.C.) aún designaba sólo Grecia continental y Tesalia con exclusión del Peloponeso, D.19.303, Ptol.Geog.3.14.1.
4 denominación de toda Grecia europea c. sus islas:
a) sólo del territorio habitado, Scymn.130, D.P.399, Ps.Dicaearch.3.1;
b) frente a Troya o a pueblos bárbaros, Hes.Op.653, Alcm.77, Simon.26.7, Pi.O.13.113, A.Fr.181a, S.El.681;
c) frente a Asia Menor ἡ παρ' ἡμῖν Ἑλλάς X.HG 3.4.5;
d) de Grecia europea y Asia Menor, Hdt.1.92, X.An.6.5.23, en Luciano ἡ παλαιὰ Ἑλλάς Luc.Am.7, en Plutarco ἡ ἀρχαία Ἑλλάς Plu.Tim.37
Ἑλλὰς ἡ μεγάλη la gran Hélade E.Med.440, Tr.1115, Ἑλλάς ἡ μεγίστη la poderosa Hélade E.IA 1378;
e) Grecia en general sin ninguna restricción (c. o sin πᾶσα, ἅπασα), E.Andr.1044, Th.1.3, 76, X.HG 4.8.4, Lys.2.21, Isoc.4.185, Pl.R.470c, D.9.36, Din.1.34, A.R.3.262, 4.204, Epicur.Sent.Vat.[6] 76, Q.S.4.55
frec. en los oradores Grecia frente a Atenas, Aeschin.2.60, 3.58, 158, Isoc.15.80, 138, tb. frente a Tebas, D.18.156
Ἑλλάδος Ἑλλάς, Ἀθῆναι Atenas, Hélade de la Hélade e.e. lo más griego de Grecia, AP 7.45 (Th.)
tít. de una obra de Platón el Cómico (tb. llamada Νῆσοι), Poll.10.167, Phot.α 1147, Sud.s.u. Πλάτων.
5 ἡ μεγάλη Ἑλλάς Magna Grecia sur de Italia y Sicilia, Str.6.1.2, Scymn.303, Ptol.Geog.3.1.66, St.Byz.s.u. Τέρινα.
6 ciu. de Celesiria, St.Byz.

English (Strong)

of uncertain affinity; Hellas (or Greece), a country of Europe: Greece.

English (Thayer)

Ἑλλάδος, ἡ, Greece i. e. Greece proper, as opposed to Macedonia, equivalent to Ἀχαΐα (which see) in the time of the Romans: Wetstein at the passage; Meyer on Acts 18:12).

Greek Monolingual

και Ελλάδα, η (AM Ἑλλάς)
το νότιο τμήμα της χερσονήσου του Αίμου (όπως ορίζεται από τα σύνορα με την Αλβανία, Γιουγκοσλαβία, Βουλγαρία προς Βορρά και τον ποταμό Έβρο βορειοανατολικά μαζί με τα νησιά του Αιγαίου, του Ιονίου και την Κρήτη
μσν.
η ίδια περίπου περιοχή με αλλαγές ορίων κατά περιόδους
αρχ.
1. περιοχή στη Δωδώνη
2. πόλη στη Θεσσαλία
3. τμήμα της Φθιώτιδας που κατοικούσαν οι Μυρμιδόνες
4. η περιοχή από την Πελοπόννησο ώς την Ήπειρο και τη Θεσσαλία
5. όλες οι περιοχές που κατοικούσαν οι Έλληνες (και η Ιωνία)
6. ως επίθ. ελληνική
7. φρ. ἑλλάς (φωνή)
η ελληνική γλώσσα
8. «μεγάλη Ἑλλάς» — η Σικελία και η κάτω Ιταλία
9. «Ἑλλάδος Ἑλλάς» — η Αθήνα.

Greek Monotonic

Ἑλλάς: -άδος, ἡ, η Ελλάδα·
1. πόλη της Θεσσαλίας που ιδρύθηκε από τον Έλληνα, σε Ομήρ. Ιλ.
2. το μέρος της Θεσσαλίας στο οποίο κατοικούσαν οι Μυρμιδόνες, το οποίο καλούνταν και Φθιώτιδα, σε Όμηρ.
3. η Βόρεια Ελλάδα, αντίθ. προς την Πελοπόννησο, σε Ομήρ. Οδ.
4. μεταγεν., το κύριο όνομα της Ελλάδας, από τα νότια μέχρι την Ήπειρο και τη Θεσσαλία, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.
II. ως επίθ. με θηλ. ουσ., ελληνικός, στον ίδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

Ἑλλάς: άδος (ᾰ)
1) adj. f греческая (γλῶσσα Her.; χθών Aesch.);
2) adj. m (редко) греческий (ἀνήρ Soph., Eur.).

Russian (Dvoretsky)

Ἑλλάς: άδος ἡ Pind., Eur., Thuc., Anth. = Ἓλληνες (см. Ἓλλην III).