εὐπετής

From LSJ
Revision as of 22:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπετής Medium diacritics: εὐπετής Low diacritics: ευπετής Capitals: ΕΥΠΕΤΗΣ
Transliteration A: eupetḗs Transliteration B: eupetēs Transliteration C: efpetis Beta Code: eu)peth/s

English (LSJ)

ές, (πίπτω) prop. of dice,

   A falling well: metaph., favourable, fortunate, A.Supp.1011: Gramm., τὸ εὐ. good cadence, v.l. for εὐεπές, D.H.Comp.22: generally, easy, without trouble, ὁδός, πρόσοδος, Pl.Sph.218d (Comp.), X. Cyr.5.2.3 (Sup.), etc.; πάντα δ' εὐπετῆ θεοῖς E.Ph.689 (lyr.); οὐδὲν εὐ. τῶν μεγάλων Pl.R.365c: c. inf., εὐπετὴς χειρωθῆναι Hdt.3.120, 145; ὀφθῆναι, εἰσακοῦσαι, Pl.Sph.254a, R.494d; also εὐπετές [ἐστι] it is easy to... πολλοὺς εὐπετέστερον διαβάλλειν ἢ ἕνα Hdt.5.97, cf. A. Supp.995, X.Cyr.4.3.13.    2 Adv. -τῶς, Ion. -τέως, favourably, fortunately, εὐπετῶς ἔχειν A.Ag.552; οὐ χαλεπῶς, ἀλλ' εὐ. easily, Hdt.3.69, cf. 1.189, al.; εὐ. φυλάξασθαι Antipho 3.4.7; ἔχειν τι X. An.2.5.23; with numerals, ἑξακοσίους ἀμφορέας εὐ. χωρέει it easily holds 600 amphoreis, i. e. full 600, Hdt.4.81; τὸ πλάτος γίνεται τεσσέρων εὐ. δακτύλων comes to full four fingers, Id.1.193: Comp. -εστέρως Id.3.143; also-έστερον, φέρειν τὸ νόσημα Hp.Prog.6.    II of garments and arms, easy to wear, light, σάγοι, θυρεοί, Plb.2.28.7, Plu.Phil.9.    2 of wine, easily affected, Arist.Pr.907b16 (Comp.).    III of persons, contented, accommodating, E.Cyc.526; accommodating, εὐ. ἦθος D.H.Pomp.4.2. Adv. -τῶς, φέρειν S.Fr. 585; readily, Id.Ichn.242 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπετής: -ές, (√ΠΕΤ, πίπτωκυρίως ἐπὶ τῶν κύβων, ὁ πίπτων καλῶς· μεταφ., εὐνοϊκός, εὐτυχής, Αἰσχύλ. Ἱκ. 1011· καὶ οὕτως ἐν τῷ Ἐπιρρ., εὐπετῶς ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 552: - παρὰ Γραμμ. ὡσαύτως, τὸ εὐπετές, τὸ εὔρυθμον, Schäf. ἐν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. σ. 310· - ἀλλὰ συνήθως, εὐχερής, εὔκολος, ἄνευ δυσκολίας, Λατ. facilis, Ἡρόδ., Τραγ., κλ.· πήδημα Αἰσχύλ. Πέρσ. 95· ὁδός, πρόσοδος Πλάτ. Σοφιστ. 218D, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 3, κτλ.· πάντα δ᾿ εὐπετῆ θεοῖς Εὐρ. Φοίν. 689· οὐδὲν εὐπετὲς τῶν μεγάλων Πλάτ. Πολ. 365C: - μετ᾿ ἀπαρ., εὐπετὴς χειρωθῆναι Ἡρόδ. 3. 120, 145· ὀφθῆναι, εἰσακοῦσαι Πλάτ. Σοφιστ. 254Α, Πολ. 494D· ὡσαύτως, εὐπετὲς ἐστι, εἶναι εὔκολον νά…, πολλοὺς εὐπετέστερον διαβάλλειν ἢ ἕνα Ἡρόδ. 5. 97, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 995, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 13. 2) Ἐπίρρ. -τῶς. Ἰων. -τέως, οὐ χαλεπῶς, ἀλλ᾿ εὐπετέως Ἡρόδ. 3. 69, πρβλ. 1. 189, κ. ἀλλ.· εὐπ. φυλάξασθαι Ἀντιφῶν 124. 38· ἔχειν Ξεν. Ἀν. 2. 5, 23· - μετ᾿ ἀριθμητικῶν, ἑξακοσίους ἀμφορέας εὐπετῶς χωρέει, εὐκόλως χωρεῖ 600 ἀμφορεῖς, Ἡρόδ. 4. 81· τὸ πλάτος γίνεται τεσσέρων εὐπ. δακτύλων, φθάνει εἰς πλήρεις τέσσαρας δακτύλους, ὁ αὐτ. 1. 193: - Συγκρ. -εστέρως ὁ αὐτ. 3. 143· ὡσαύτως -έστερον, Ἱππ. Προγν. 38. ΙΙ. ἐπὶ ἐνδυμάτων καὶ ὅπλων, εὐκόλως φερόμενος, ἐλαφρός, Πολύβ. 2. 28. 7, Πλουτ. Φιλοπ. 9. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, εὐχαριστημένος, εὔκολος τὸ ἦθος, Εὐριπ. Κύκλ. 526· εὐπετὲς ἦθος Διον. Ἁλ. πρὸς Γναῖον Πομπ. 4. 2· οὕτως, εὐπετῶς φέρειν Σοφ. Ἀποσπ. 521. IV. εὐπετὴς ἀναχώρησις, ἐσπευσμένη, Πλούτ. 2. 797Β.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
I. litt. qui tombe bien en parl. de dés ; heureux;
II. facile, aisé ; εὐπετές (ἐστι), il est facile de ; particul.
1 facile à porter, léger;
2 facile à effectuer ; prompt, rapide;
Cp. εὐπετέστερος, Sp. εὐπετέστατος.
Étymologie: εὖ, πίπτω.

Greek Monolingual

εὐπετής, -ές (ΑΜ)
1. (ιδίως για κύβους) αυτός που πέφτει καλά, ευνοϊκά
2. μτφ. (για γεγονότα) ευνοϊκός, ευτυχής
3. (για τον ρυθμό του λόγου) εύστροφος, ευφραδής
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐπετές
η ευστροφία του λόγου
5. εύκολος, ευκολοκατόρθωτος, ευχερής
6. (για ρούχα ή όπλα) αυτός που φέρεται εύκολα, ο ελαφρός
7. (για κρασί) αυτός που προσβάλλεται εύκολα
8. αυτός που γίνεται βιαστικά, εσπευσμένα
9. αυτός που πετά εύκολα, ελαφρά, επιδέξια
10. μτφ. εύκολος στον χαρακτήρα, που ευχαριστείται εύκολα, βολικός, καλόβολος
11. πρόθυμος
12. «εὐπετές ἐστι» — είναι εύκολο.
επίρρ...
εὐπετῶς και -έως (Α)
1. άκοπα, εύκολα
2. ευνοϊκά, με τρόπο ευτυχή
3. άνετα, ευρύχωρα
4. με προθυμία, με ανεκτικότητα
5. πλήρως, αρτίως, εντελώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη ρηματική έκφραση ευ πίπτω «αποβαίνω ευνοϊκά». Στο σύνθετο υπόκειται η ρίζα πετ- του αοριστικού θ. του ρ. (αορ. β' έ-πετ-ον)].
εὐπέτης, ό (ΑΜ)
αυτός που πετάει καλά.

Greek Monotonic

εὐπετής: -ές (πίπτω),
I. 1. λέγεται για ζάρια, αυτός που πέφτει καλά· μεταφ., τυχερός, ευνοϊκός, πλεονεκτικός, σε Αισχύλ.· ομοίως και, επίρρ., εὐπετῶς ἔχειν, στον ίδ.
2. εύκολος, χωρίς δυσκολία, Λατ. facilis, σε Ηρόδ., Αττ.· επίρρ. ευπετῶς, Ιων. -έως, εύκολα, σε Ηρόδ., Αττ.· με αριθμητικά, ἑξακοσίους ἀμφορέας εὐπ. χωρέει, χωράει εύκολα εξακόσιους αμφορείς, σε Ηρόδ.· συγκρ. -εστέρως, στον ίδ.
II. λέγεται για πρόσωπα, καλόβολος, βολικός, εξυπηρετικός, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπετής:
1) (о жребии) счастливо выпадающий, счастливый Aesch.;
2) легкий, легко дающийся, совершаемый без труда (πήδημα Aesch.; ὁδός Plat.): οὐδὲν εὐπετὲς τῶν μεγάλων Plat. ничто великое не легко; εὐ. χειρωθῆναι Her. который можно легко завоевать; εὐ. ὀφθῆναι Plat. который легко увидеть;
3) легкий для ношения, нетяжелый (σάγοι Polyb.; θυρεοί Plut.);
4) с легкостью совершаемый, т. е. быстрый, поспешный (ἀναφορά Arst.; ἀναχώρησις Plut.);
5) сговорчивый, уступчивый: ὅπου τιθῇ τις, ἐνθάδ᾽ ἐστὶν εὐ. Eur. куда (его) кто-л. поместит, там он охотно (и) будет (находиться);
6) легко переносимый, т. е. не пьянящий (οἶνος Arst.).

Frisk Etymological English

See also: s. πίπτειν

Middle Liddell

εὐ-πετής, ές πίπτω
I. of the dice, falling well; metaph. favourable, Aesch.; so in adv., εὐπετῶς ἔχειν Aesch.
2. easy, without trouble, Lat. facilis, Hdt., attic:—adv. εὐπετῶς, ionic -έως, easily, Hdt., attic; with numerals, ἑξακοσίους ἀμφορέας εὐπ. χωρέει it easily holds 600 amphorae, i. e. full 600, Hdt.:—comp. -εστέρως Hdt.
II. of persons, easy-tempered, accommodating, Eur.