ἐξαγοράζω
ἐφ' ἁρμαμαξῶν μαλθακῶς κατακείμενοι → reclining softly on litters, reclining luxuriously in covered carriages
German (Pape)
[Seite 861] aus-, aufkaufen; Plut. Crass. 2; παρά τινος, Pol. 3, 42, 2; loskaufen, D. Sic. 36, 1; auch im med., N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξᾰγοράζω: ἀγοράζω τι παρά τινος, ἐξηγόρασε παρ’ αὐτῶν τά... πλοῖα Πολύβ. 3. 42, 2· ἀγοράζω καθ’ ὁλοκληρίαν, Πλουτ. Κράσσος 2: ― ἀπολυτρώνω, Διόδ. 36. 1· ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου Ἐπιστ. π. Γαλ. γ΄, 13· τροπικῶς ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, τὸν καιρὸν ἐξαγοραζόμενοι, ποιούμενοι φρόνιμον καὶ συνετὴν χρῆσιν τοῦ καιροῦ, ἀποβλέποντες εἰς τὸ ἀγαθόν, Ἐπιστ. π. Κολ. δ΄, 5· ἐξαγοραζόμενοι τὸν καιρὸν ὅτι αἱ ἡμέραι πονηραί εἰσιν Ἐπιστ. π. Ἐφεσ. ε΄, 16· τὴν αἰώνιον κόλασιν ἐξαγοραζόμενοι, λυτρούμενοι ἑαυτοὺς τῆς αἰωνίου κολάσεως, Μαρτύρ. Πολυκ. 1032Α.
French (Bailly abrégé)
acheter.
Étymologie: ἐξ, ἀγοράζω.
Spanish (DGE)
I c. ac. de cosa o abstr.
1 comprar, adquirir en su totalidad, hacerse con ἐξηγόρασε πάρ' αὐτῶν τὰ ... πλοῖα πάντα Plb.3.42.2, τὸ τέλος SEG 39.1180.29 (Éfeso I d.C.), ἐξηγόρασε τὰ καιόμενα καὶ γειτνιῶντα τοῖς καιομένοις Plu.Crass.2, (οἰκίαν) SB 11645.18 (II d.C.)
•fig. comprar, sobornar c. gen. de precio μοιχὸς γὰρ ἁλοὺς ἀφείθη μικροῦ διαφόρου τὸν ἀδικηθέντα ἐξαγοράσας habiendo sido sentenciado como adúltero se libró comprando con una pequeña suma al ultrajado Ps.Dicaearch.1.22, ὁ τὸν Ἰούδαν ... ἐξαγοράσας A.Thom.A 32
•fig. comprar, ganar tiempo καιρὸν ὑμεῖς ἐξαγοράζετε estáis ganando tiempo con falsas promesas, LXX Da.2.8.
2 rescatar bienes mediante el pago de una suma τὴν χώραν καὶ τὰ θέρη IHistriae 15.30 (III/II a.C.), esclavos οἱ φιλόσοφοι συνελθόντες ἐξηγόρασαν καὶ ἐξαπέστειλαν εἰς τὴν Ἑλλάδα los filósofos poniéndose de acuerdo le rescataron y le enviaron a Grecia (a Platón puesto en venta como esclavo por Dioniso), D.S.15.7, τὴν παιδίσκην D.S.36.2a.
II usos fig. relig.
1 c. ac. de pers. rescatar, redimir a alguien de una relig. considerada errónea Χριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου Cristo nos redimió de la maldición prescrita por la ley mosaica, Ep.Gal.3.13, ὡς ἂν οὗτος ἐξαγοράση[ι] με ... [ἐκ] τῆς πλάνης τῶν τοῦ [νό] μου ἐκεῖν(ου) Manes 69.17, cf. Cyr.Al.Luc.1.7.6, c. ac. y gen. de precio ἐξαγοράζει κόσμον μεγάλης τιμῆς, τοῦ ἰδίου αἵματος de Jesucristo, Gr.Naz.M.36.101A, cf. Gr.Nyss.Eun.3.2.160, en v. med. mismo sent. (σάρκα καὶ αἷμα) δι' ὧν ἡμᾶς ἐξηγοράσατο Iren.Lugd.Haer.5.1.2.
2 en v. med. pagar por librarse, librarse c. ac. de abstr. διὰ μιᾶς ὥρας τὴν αἰώνιον κόλασιν ἐξαγοραζόμενοι con una sola hora (de sufrimiento) librándose del castigo eterno, Mart.Pol.2.3.
3 en v. med.. fig. aprovechar el tiempo o la ocasión περιπατεῖτε ... ὡς σοφοί, ἐζαγοραζόμενοι τὸν καιρόν comportaos como sabios, aprovechando la ocasión, Ep.Eph.5.16, πρὸς τοὺς ἔξω τὸν καιρὸν ἐξαγοραζόμενοι aprovechando la ocasión para con los de fuera, e.d., los gentiles, Ep.Col.4.5, cf. Chrys.M.62.127.
English (Strong)
from ἐκ and ἀγοράζω; to buy up, i.e. ransom; figuratively, to rescue from loss (improve opportunity): redeem.
English (Thayer)
1st aorist ἐξηγόρασα; (present middle ἐξαγοράζομαι);
1. to redeem i. e. by payment of a price to recover from the power of another, to ransom, buy off (cf. ἐκ, VI:2): properly, θεραπαινιδα, Diodorus 36,1, p. 530; metaphorically, of Christ freeing men from the dominion of the Mosaic law at the price of his vicarious death (see ἀγοράζω, 2b.), τινα, ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου, to buy up, Polybius 3,42, 2; Plutarch, Crass. 2; middle τί, to buy up for oneself, for one's use (Winer s Grammar, § 38,2b.; Buttmann, 192 (166f)): tropically, in the obscure phrase, ἐξαγοραζόμενοι τόν καιρόν, to make a wise and sacred use of every opportunity for doing good, so that zeal and well-doing are as it were the purchase-money by which we make the time our own; (active ἐξαγοράζειν καιρόν, to seek (to gain time (A. V.) i. e.) delay, διά μιᾶς ὥρας τήν αἰώνιον κόλασιν ἐξαγοραζόμενοι, of the martyrs, Martyr. Polycarp, 2,3 [ET]).
Greek Monolingual
(AM ἐξαγοράζω) αγοράζω
1. απελευθερώνω καταβάλλοντος λύτρα ή χρηματικό ποσό («εξαγοράζω τους αιχμαλώτους», «ἐξηγόρασας ἡμᾱς ἐκ τῆς κατάρας τοῡ Νόμου τῷ τιμίῳ Σου αἵματι»)
2. αγοράζω κάτι στο ακέραιο, εξολοκλήρου («εξαγόρασε τις μετοχές της εταιρείας», «ἐξηγόραζε τὰ καιόμενα καὶ τὰ γειτνιῶντα τοῑς καιομένοις»)
3. φρ. «ἐξαγοράζω ή ἐξαγοράζομαι τὸν καιρόν» — χρησιμοποιώ με σύνεση τον καιρό, αντιμετωπίζω ψύχραιμα τις περιστάσεις
νεοελλ.
1. με την καταβολή χρηματικού ποσού απαλλάσσομαι από υποχρέωση («εξαγοράζω τη στρατιωτική μου θητεία»)
2. δωροδοκώ και εξασφαλίζω ευνοϊκή απόφαση («εξαγόρασε τους κριτές του», «τα μέλη του δικαστηρίου»)
3. αποζημιώνω
αρχ.-μσν.
αγοράζω
μσν.
πληρώνω για να μού επιστραφεί ενέχυρο.
Greek Monotonic
ἐξᾰγοράζω: μέλ. -σω,
I. κερδοσκοπώ, σε Πλούτ.
II. απελευθερώνω, απολυτρώνω, σε Καινή Διαθήκη· ομοίως και στη Μέσ., στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξᾰγοράζω:
1) покупать (τι παρά τινος Polyb.);
2) закупать, скупать (τι Plut.);
3) выкупать (τινά Diod.);
4) искупать, освобождать (τινὰ ἔκ τινος NT);
5) med. схватывать, улучать (о времени): τὸν καιρὸν ἐξαγοραζόμενοι NT пользуясь удобным случаем.
Middle Liddell
fut. σω
I. to buy up, Plut.
II. to redeem, NTest.; so in Mid., NTest.