κάπρος

From LSJ
Revision as of 21:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπρος Medium diacritics: κάπρος Low diacritics: κάπρος Capitals: ΚΑΠΡΟΣ
Transliteration A: kápros Transliteration B: kapros Transliteration C: kapros Beta Code: ka/pros

English (LSJ)

[ᾰ by nature], ὁ,

   A boar, esp. wild boar, Il.17.725, Pl.La. 196e, etc.; also σῦς κ. Il.5.783, 17.21, cf. Ar.Lys.202 (ubi v. Sch.); ἧπαρ κάπρου Id.Fr.318.5: in fem. sense, sow, ὀχευομένους τοὺς κάπρους Anaxandr.47.    II a sea-fish, Capros aper, Philem.79.21, Arist.HA505a13; a species found in the Achelous, ib.535b18. (Cogn. with Lat. caper, ONorse hafr 'he-goat', but not with Lat. aper.)

German (Pape)

[Seite 1324] ὁ, der Eber; συῶν ἐπιβήτωρ Od. 11, 130; bes. der wilde, Il. 17, 725; Hes. Sc. 386; auch σῦς κάπρος verbunden, Il. 5, 783. 7, 257. 17, 21, das wilde Schwein; Tragg. u. in Prosa. – Bei Ar. Lys. 202, προσλαβοῦ μοι τοῦ κάπρου, wo eigtl. an ein Opfer zu denken, findet der Schol. eine Anspielung auf das αἰδοῖον, wofür das Wort auch nach Suid. steht. – Ein Seefisch, der einen grunzenden Ton von sich gab, Philem. bei Ath. VII, 288 f, vgl. ibd. 305 d ff. u. Arist. H. A. 4, 9, 3.

Greek (Liddell-Scott)

κάπρος: ᾰ φύσει, ὁ, ὁ χοῖρος, ἰδίως δὲ ὁ ἀγριόχοιρος, Ἰλ. Ρ. 725, κτλ.· ὡσαύτως, σῦς κάπρος, προστιθεμένου τοῦ ὀνόματος τοῦ εἴδους εἰς τὸ τοῦ γένους (πρβλ. κάπριος), Ε. 783, Ρ. 21· ─ ἐχρησίμευεν ὡς θῦμα ἐν ταῖς θυσίαις, Τ. 197, Ἀριστοφ. Λυσ. 202 (ἔνθα ἴδε Σχόλ.) ἧπαρ κάπρου ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 302. ΙΙ. εἶδος θαλασσίου ἰχθύος ἐκ τῶν σκληροδέρμων, Φιλήμ. ἐν «Στρατιώτῃ» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 8· περὶ τῶν ἐν Ἀχελώῳ κάπρων λέγει ὁ Ἀριστοτέλης ὅτι ἐκπέμπουσι τριγμόν τινα ὡς γρυλισμὸν χοίρου, αὐτόθι 4. 9, 5· ὁ ἰχθῦς οὗτος ἦτο περιζήτητος ὑπὸ τῶν τρυφεροβίων καὶ λίχνων, ἐς Ἀμβρακίαν ἐλθὼν... τὸν κάπρον γ’ ἄν ἐσίδῃς ὠνοῦ καὶ μὴ κατάλειπε, κἄν ἰσόχρυσος ἔῃ Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 305Ε· ὡσαύτως καπρίσκος, ὁ, Κρώβυλος ἐν «Ψευδυποβολιμαίῳ» 2, Δίφιλ. Σίφν. παρ’ Ἀθην. 355F. ─ Καθ’ Ἡσύχ.: «κάπρος. ὗς ἄγριος, ἢ τὸν φάγρον ἰχθύν». (Πρβλ. Λατ. caper, capra, Ἀρχ. Σκανδιν. hafr, Ἁγγλο-Σαξον. koefer (τράγος)· ─ ἀλλ’ ἡ ἔλλειψις τοῦ ἐν ἀρχῇ h καθιστᾷ δύσκολον τὴν συσχέτισιν πρὸς τὸ aper, Ἀγγλο-Σαξον. eofor, Ἀρχ. Ὑψηλ. Γερμ. ebar).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
sanglier, animal.
Étymologie: cf. lat. aper.
Syn. μονίας, μονιός, σῦς, ὗς².

English (Autenrieth)

wild boar, boar, Il. 19.197.

English (Slater)

κάπρος
   1 boar κάπρους τ' ἔναιρε (N. 3.47) κάπρῳ δὲ βουλεύοντα φόνον κύνα χρὴ τλάθυμον ἐξευρεῖν fr. 234. 3. ἔνθα ποῖμναι κτιλεύονται κάπρων λεόντων τε fr. 238.

Spanish

jabalí

Greek Monolingual

ὁ (AM κάπρος)
ο αγριόχοιρος, το αγριογούρουνο («ερυμάνθειος κάπρος»)
αρχ.
είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε IE kapro- «τράγος, κριάρι» και συνδέεται ετυμολογικώς με λατ. caper, ουμβρικό cabru, αρχ. νορβ. hafr, που έχουν όλα τη σημ. «τράγος, κριάρι». Η διαφορά της σημ. της λ. κάπρος οφείλεται στο ότι στην ελλ. πλάστηκε η λ. τράγος (που συνδέεται με το ρ. τρώγω) που δήλωσε το αντίστοιχο ζώο κι έτσι ο τ. κάπρος δήλωσε το αγριογούρουνο και μάλιστα χρησιμοποιήθηκε και ως επίθ. (σῦς κάπρος).
ΠΑΡ. κάπραινα
αρχ.
κάπρειος, καπρία, καπρίδιον, καπρίζω, κάπριος, καπρίσκος, καπριώ, καπρώ, καπρώζομαι, καπρών
νεοελλ.
καπρί.
ΣΥΝΘ. αρχ. καπροφάγος, καπροφόνος.

Greek Monotonic

κάπρος: (φύσει ), ὁ, γουρούνι, αγριογούρουνο, Λατ. aper, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, σῦς κάπριος, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κάπρος:
1) (или σῦς κ.) кабан, вепрь (преимущ. дикий) Hom., Hes. etc.;
2) «кабан» (вид речной рыбы) Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κάπρος -ου, ὁ wild zwijn; spec. beer (mannelijk zwijn).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: boar, (wild)boar, also adjunct of σῦς (Il.); as fish-name = Capros aper (Arist.; after the sound, Thompson Fishes s. v., Strömberg Fischnamen 101).
Derivatives: Diminut. καπρίδιον, -ίσκος (Com.); f. κάπραινα of a lewd woman (Com.); καπρία f. the ovary, the rutting sap of the sow (Arist.; cf. Scheller Oxytonierung 43); καπρών pig-sty (Delos IIIa); (σῦς) κάπριος = (σῦς) κάπρος (Il., A. R.); κάπριος with the form of a boar (Hdt. 3, 59), κάπρειος belonging to a boar (Nonn.). Denomin. verbs: καπράω go to the boar, of a rutting sow (Arist.), also καπριάω (Arist. v. l., Ar. Byz.), on the formation Schwyzer 731f.; καπρίζω id. (Arist.); καπρῴζομαι rut of the boar (Skiras Com.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Agrees with the Italo-Germanic word for (he-)goat, Lat. caper, Umbr. cabru caprum, Germ., e. g. ONo. hafr. An uncertain trace of the word in Celtic is supposed in Gallo-Rom. *cabrostos honeysuckle, privet. The newly formed τράγος has made the old name of the goat, IE. *kápros, free for other services; the word was probably first used appositively to σῦς (s. above). Lat. (Ital.) aper boar took the vowel of caper , but is further unrelated. - Further Pok. 529, W.-Hofmann s. caper (and aper). Doubtful combinations in Wagner KZ 75, 72ff. M. Brind, Les zoonymes..., 91-115 qui vale, happe cognate with κάπτω, which seems to me an improbable etymology; he meaning of the root seems not to point in this direction, Pok. 527.

Middle Liddell


the boar, wild boar, Lat. aper, Il., etc.; also, σῦς κάπρος Il.

Frisk Etymology German

κάπρος: {kápros}
Grammar: m.
Meaning: Eber, Wildschwein, auch appositiv zu σῦς (seit Il.), als Fischname = Capros aper (Arist. u. a.; nach der Lautgebung, Thompson Fishes s. v., Strömberg Fischnamen 101).
Derivative: Ableitungen: Deminutiva καπρίδιον, -ίσκος (Kom.); f. κάπραινα von einer unzüchtigen Frau (Kom.); καπρία f. das Ovarium, der Brunstsaft der Sau (Arist.; Näheres bei Scheller Oxytonierung 43); καπρών Schweinekoben (Delos IIIa); (σῦς) κάπριος = (σῦς) κάπρος (Il., A. R.); κάπριος von der Gestalt eines Ebers (Hdt. 3, 59), κάπρειος zum Eber gehörig (Nonn.). Denominative Verba: καπράω nach dem Eber gehen, vom brünstigen Schwein (Arist.), auch καπριάω (Arist. v. l., Ar. Byz.), zur Bildung Schwyzer 731f.; καπρίζω ib. (Arist.); καπρῴζομαι brünstig sein, vom Eber (Skiras Kom.).
Etymology : Stimmt lautlich zu dem italo-germanischen Wort für Ziegenbock, Bock, lat. caper, umbr. cabru caprum, germ., z. B. ano. hafr. Eine unsichere Spur desselben Wortes im Keltischen ist in gallo-rom. *cabrostos Geißblatt, Liguster vermutet worden. Das im Griechischen neugeschaffene τράγος ("der Nager") hat die alte Benennung des Bocks, idg. *kápros für andere Zwecke freigestellt; das Wort wurde wahrscheinlich zuerst appositiv zu σῦς (vgl. oben) verwendet. Das anklingende lat. (ital.) aper Eber hat den Vokal von caper angenommen, ist aber sonst damit nicht verwandt. Auch die keltische Bezeichnung des Bocks, z. B. air. gabor, scheint von einem anderen Wort (idg. *ghaidos in Geiß usw.?) beeinflußt worden zu sein. — In den östlichen Sprachen ist dieses Wort bis auf das ganz fragliche aind. kápr̥th- membrum virile nicht nachzuweisen. — Reiche Lit. mit weiteren Einzelheiten bei WP. 1, 347f., Pok. 529, W.-Hofmann s. caper (und aper). Sehr kühne Kombinationen bei Wagner KZ 75, 72ff.
Page 1,782-783