ὅθι
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
English (LSJ)
relat. Adv., poet. for οὗ, where, Il.2.722, Od.14.73, 397, al.; also ὅ. περ Il.2.861, al., Pi.Fr.77: used by Trag. only in lyr., exc. S. El.709 : rare in Prose, Pl.Thg.125a; ὅ. περ Id.Phd.108b; found in Arc. Prose, IG5(2).16.12(Tegea, iii B. C.). [In Hom.ι is freq. elided; and so S.l.c. (s.v.l.).]
German (Pape)
[Seite 296] = οὗ, correl. zu πόθι, wo, woselbst, als relat.; ὅθι μιν λίπον υἷες Ἀχαιῶν, Il. 2, 722, öfter; auch ὅθι περ, wo ja, 2, 861; bei den Tragg. nur in lyr. Stellen, Soph. O. C. 1048 Eur. I. A. 547 u. öfter; selten in Prosa, ὅθι περ Plat. Phaed. 188 b. [Bei Hom. das ι oft elidirt, lang Theocr. 25, 211.]
Greek (Liddell-Scott)
ὅθῐ: ἀναφορ. Ἐπίρρ. ἀνταποκρινόμενον πρὸς τὸ δεικτικὸν τόθι καὶ τὸ ἐρωτημ. πόθι· (ἴδε τόθι). Ποιητ. ἀντὶ οὗ, Λατιν. ubi, ὅπου, συχνὸν παρ’ Ὁμ., Ἰλ. Β. 722, Ὀδ. Ξ. 73, 397, κτλ.· ὡσαύτως, ὅθι περ Ἰλ. Β. 861, κτλ.· οὕτω, Πινδ. Ἀποσπ. 196· ἀλλ’ ἐν χρήσει παρὰ Τραγ. Μόνον ἐν λυρικοῖς χωρίοις, πλὴν ἐν Σοφ. Ἠλ. 709· σπάνιον παρὰ πεζογράφοις, ὡς, ὅθι περ Πλάτ. Φαίδων 108Β. [Παρ’ Ὁμ. τὸ ι συχνάκις ἐκθλίβεται· καὶ οὕτω Σοφ. Ἠλ. 709· ὅθῑ, Θεόκρ. 25. 211].
French (Bailly abrégé)
adv.
où, là où ; avec un gén. : ὅθι αὐλῆς OD dans l’endroit de la cour où ; ὅθι περ, là même où.
Étymologie: ὅς, -θι.
English (Autenrieth)
(ὅς): where, there where; ὅθι περ, ‘even where, ’ Od. 14.532.
English (Slater)
ὅθι
1 where ὅθι παῖδες Ἀθαναίων ἐβάλοντο φαεννὰν κρηπῖδ' ἐλευθερίας sc. at the battle of Artemision fr. 77. 1. Μένδητα ὅθι τράγοι γυναιξὶ μίσγονται fr. 201. 3.
Greek Monotonic
ὅθῐ: αναφορ. επίρρ., αντιστοιχεί στο δεικτ. τόθικαι το ερωτημ. πόθι, ποιητ. αντί οὗ, Λατ. ubi, όπου, σε Όμηρ., Τραγ.
Russian (Dvoretsky)
ὅθῐ: adv. relat. (реже ῑ) (там) где: ὅθ᾽ ἱππικῶν ἦν ἀγών Soph. где происходило состязание колесниц; ὅ. θάλαμος αὐλῆς δέδμητο Hom. та часть двора, где был возведен дом.
Middle Liddell
relat. adv., answering to demonstr. τόθι and interr. πόθι, poet. for οὗ, Lat. ubi, where, Hom., Trag.