σχίσμα

From LSJ
Revision as of 13:15, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχίσμα Medium diacritics: σχίσμα Low diacritics: σχίσμα Capitals: ΣΧΙΣΜΑ
Transliteration A: schísma Transliteration B: schisma Transliteration C: schisma Beta Code: sxi/sma

English (LSJ)

ατος, τό, A cleft, division, as of hoofs, Arist.HA499a27 (pl.); of leaves, Thphr HP3.11.1; rent in a garment, Ev.Matt.9.16. II division of opinion, Ev Jo.9.16. III the vulva, Ruf.Onom.110. IV name of an ὀρχηστικὸν σχῆμα, Hsch. V ploughing, PLond.5.1796.7 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1056] τό, das Gespaltene, der Spalt, z. B. des Hufes, Arist. H. A. 2, 1; übertr., Zwiespalt, lineinigkeit, Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

σχίσμα: τό, ὡς καὶ νῦν, οἷον τῶν χηλῶν τῶν διχαλῶν ζῴων, π.χ. τῆς καμήλου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 26· ἐπὶ φύλλων, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1· ἐπὶ ἱματίου, «οὐδεὶς ἐπιβάλλει ἐπίβλημα ῥάκους ἀγνάφου ἐπὶ ἱματίῳ παλαιῷ· αἴρει γὰρ τὸ πλήρωμα αὐτοῦ ἀπὸ τοῦ ἱματίου καὶ χεῖρον σχίσμα γίνεται» Εὐαγγ. κ. Ματθ. θ΄, 16. ΙΙ. διαίρεσις γνωμῶν, Εὐαγγ. κ. Ἰω. θ΄, 16· ― σχίσμα ἐκκλησιαστόν, διαίρεσις ἐν τῇ Ἐκκλησία, Κυπριαν. Ἐπιστ. 69, 5, Εὐσέβ. ΙΙ, 1513Α, Ἀθαν. Ι, 269, Βασίλ. IV, 665, Ἐπιφάν. ΙΙ, 184C.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
fente, séparation ; fig. scission, dissentiment ; postér. schisme.
Étymologie: σχίζω.

English (Strong)

from σχίζω; a split or gap ("schism"), literally or figuratively: division, rent, schism.

English (Thayer)

σχισματος, τό (σχίζω), a cleft, rent;
a. properly, a rent: Aristotle, Theophrastus).
b. metaphorically, a division, dissension: Clement of Rome, 1 Corinthians 2,6 [ET], etc.; ' Teaching' 4,3 [ET]; etc.)). (Cf. references under the word αἵρεσις, 5.)

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ σχίζω
1. το αποτέλεσμα του σχίζω, οπή
2. μτφ. διάσταση απόψεων, διχογνωμία, διάσπαση
3. εκκλ. ο χωρισμός μιας ομάδας πιστών από την ενότητα του εκκλησιαστικού σώματος για λόγους άσχετους προς το περιεχόμενο της ορθής πίστεως, δηλαδή για λόγους κανονικής τάξεως ή φιλοδοξίας
νεοελλ.
ανατ. ονομασία διαφόρων σχισμοειδών τμημάτων
νεοελλ.-μσν.
φρ. «σχίσμα εκκλησιών»
(εκκλ. ιστ.) η ρήξη στους κόλπους της χριστιανικής Εκκλησίας και η διάσπασή της, σε Ανατολική και Δυτική, η οποία άρχισε τον 9ο και ολοκληρώθηκε τον 11ο αιώνα
αρχ.
1. η διαίρεση τών χηλών διαφόρων ζώων, όπως λ.χ. της καμήλας
2. το αυλάκι που ανοίγει το αλέτρι, αυλακιά
3. ιατρ. η μήτρα
4. (κατά τον Ησύχ.) ονομασία χορευτικού σχήματος.

Greek Monotonic

σχίσμα: -ατος, τό (σχίζω),
I. σχίσιμο, απόσχιση, κόψιμο, σχίσιμο σ' ένα ρούχο, σε Καινή Διαθήκη
II. διαίρεση, διάσταση απόψεων, διχογνωμία, διχόνοια, σχίσμα, στο ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχίσμα -ατος, τό [σχίζω] splitsing, scheur; overdr. scheuring, verdeeldheid. NT Io. 9.16.

Russian (Dvoretsky)

σχίσμα: ατος τό
1) расщепление, щель Arst.;
2) дыра (sc. ἐν τῷ ἱματίῳ NT);
3) раскол, распря (ἐν τῷ ὄχλῳ NT).

Middle Liddell

σχίσμα, ατος, τό, σχίζω
I. a cleft, a rent in a garment, NTest.
II. division of opinion, schism, NTest.

Chinese

原文音譯:sc⋯sma 士希士馬
詞類次數:名詞(8)
原文字根:裂開(結果)
字義溯源:分裂,裂縫,破,破裂,分門別類,分黨,分開,撕裂,紛爭,宗派;源自(σχίζω)*=分開,切斷)
出現次數:總共(8);太(1);可(1);約(3);林前(3)
譯字彙編
1) 紛爭(3) 約7:43; 約9:16; 約10:19;
2) 分門別類(2) 林前11:18; 林前12:25;
3) 分裂(1) 林前1:10;
4) 破的(1) 太9:16;
5) 破裂(1) 可2:21