ἕσπερος
English (LSJ)
ον (v. sub fin.), A of or at evening, [ἀστὴρ] ἕ. the evening-star, Il.22.318; opp.ἑῷος ἀστήρ,AP7.670 (Pl.); prov., οὔθ' ἕσπερος οὔθ' ἑῷος οὕτω θαυμαστός Arist.EN1129b28: as substantive, without ἀστήρ, E.Ion 1149, BionFr.8.1; ἔσπερε πάντα φέρων ὄσα φαίνολις ἐσκέδασ' αὔως Sapph.95; especially of the planet Venus, Eratosth.Cat.43, Cic.ND2.20.53; also ἕ. σελάνας φάος Pi.O.10(11).73; ἕ. θεός the god of darkness, i.e. Hades or death, S.OT178(lyr.); like ἑσπέριος, joined with a Verb, h.Hom.19.14; ἕ. γίγνεται, of the planet Venus, Ti.Locr.96e. 2 as substantive, evening, μέλας ἐπὶ ἕσπερος ἦλθε Od.1.423; μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν waited the coming on of evening, 4.786; ποτὶ ἕσπερον at eventide, Hes.Op.552: also heterocl. pl., ποτὶ ἕσπερα Od.17.191; ὑφ' ἕσπερα AP5.304: fem., ἐρεμνὴ ἕσπερος A.R.4.1290: metaph. of age, τί δ' ἕσπερός ἐστι γυναικῶν; AP5.232 (Maced.). II western, τόποι A.Pr.350; ἀγκῶνες S.Aj.805; ὠκεανός D.P.63; ἕ. (sc. γῆ) the west country, ἀφ' ἑσπέρου Call.Del.174; πρὸς ἑσπέρου D.P.335; ἑσπέρου κέρας, promontory in Africa, Ptol.Geog.4.6.2: as adjective, ὁ Ἥλιος..-ον κύκλον διανύων Nech. ap. Vett.Val.154.29. (ϝέσπ-, cf. Ἑσπέριος fin.)
German (Pape)
[Seite 1043] ὁ, auch ἡ, Ap. Rh. 4, 1290, vgl. ἑσπέρα, der Abend (vesper); μένον δ' ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν, μέλας ἐπὶ ἕσπερος ἦλθε, der dunkele Abend kam heran, es wurde Abend, Od. 1, 422. 4, 786. – Der Abendstern, Il. 22, 317; Eur. Ion 1149; vgl. Plat. Tim. Locr. 96 e; übertr. vom Alter, Macedon. 2 (V, 233). – Adj., ἐν δ' ἕσπερον ἔφλεξεν Σελάνας φάος Pind. Ol. 11, 76, das abendliche Licht; ἕσπεροι λαμπτῆρες Soph. Ai. 278; ἕσπερος θεός, der finstere Gott, Pluto, O. R. 178; – τὰ ἕσπερα, die Abendstunden, der Abend, ποτὶ ἕσπερα, gegen Abend, Od. 17, 191. – Von der Himmelsgegend, westlich, τόποι Aesch. Prom. 348; ἀγκῶνες Soph. Ai. 805; Eur. El. 731; sp. D., γῆ Lycophr. 956.
Greek (Liddell-Scott)
ἕσπερος: -ον, (ἴδε ἐν τέλ.), ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἑσπέραν, ἑσπερινός, ἕσπ. ἀστήρ, ὁ «ἑσπερινός», Ἰλ. Χ. 318· ἀντίθ. τῷ ἑῷος ἀστήρ, Πλάτ. ἐν Ἀνθ. Π. 7. 670· ὡσαύτως ὡς οὐσιαστ. ἄνευ τοῦ ἀστήρ, λαμπρὸν ἑσπέρου φάος Εὐρ. Ἴων 1149, Βίων 16. 1· ἰδίως ἐπὶ τοῦ πλανήτου «Ἀφροδίτης», Τίμ. Λοκρ. 97Α, Κικ. Ν. D. 2. 20 πρβλ. φωσφόρος)· ὡσαύτως, ἕσπερον... σελάνας ἐρατὸν φάος Πινδ. 10. 90 (ἴδε τὴν λ. λαμπτήρ)· ἕσπ. θεός, ὁ θεὸς τοῦ σκότους, δηλ. ὁ ᾍδης ἢ ὁ Θάνατος, Σοφ. Ο. Τ. 178: - ὡσαύτως ὡς τὸ ἑσπέριος, συνδυαζόμενον μετὰ ῥήματος, Ὁμ. Ὕμν. 19. 14, Τίμ. Λοκρ. 96Ε· πρβλ. Ἔρεβος, ζόφος. 2) ὡς οὐσιαστ., ἑσπέρα, «βράδυ» (ἴδε ἑσπέρα), ἐπὶ ἕσπερος ἦλθε Ὀδ. Α. 423· μένον δ’ ἐπὶ ἕσπερον ἐλθεῖν, περιέμενον νὰ ἐπέλθῃ ἡ ἑσπέρα, Δ. 786, πρβλ. Σ. 305, 306· ποτὶ ἕσπερον, πρὸς ἑσπέραν, «πρὸς τὸ βράδυ», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 550· ὡσαύτως ἑτερογεν. πληθ., ποτὶ ἕσπερα Ὀδ. Ρ. 191: ὡσαύτως, ἡ ἕσπερος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1290: μεταφ., ἐπὶ ἡλικίας, τί δὲ ἕσπερός ἐστι γυναικῶν Ἀνθ. Π. 5. 233. ΙΙ. ὁ πρὸς δυσμάς, τόποι Αἰσχύλ. Πρ. 348· ἀγκῶνες Σοφ. Αἴ. 805· ἕσπερος γῆ, ἡ πρὸς δυσμάς· ὡσαύτως ἄνευ τοῦ γῆ, ἀφ’ ἑσπέρου Καλλ. εἰς Δῆλ. 174· πρὸς ἕσπερον ἢ -ου Διον. Π. 280, 335. (Κατ’ ἀρχὰς εἶχε F, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν μνημονευθέντων Ὁμηρικῶν χωρίων· Fέσπερε ἀπαντᾷ ἐν τοῖς ποιήμασι τῆς Σαπφοῦς 45 Ahr.· πρβλ. Σανσκρ. varatis (νύξ), ἴσως ἐκ τοῦ vas (καλύπτειν)· οὕτω vesper εἶναι ὁ παλαιὸς Λατιν. τύπος· τὸ δὲ hesperus παρελήφθη ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς). Πρβλ. Fεσπάριοι.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. du soir;
1 adj. ἕσπερος ἀστήρ IL l’étoile du soir ; ποτὶ ἕσπερα OD vers le soir;
2 ὁ ἕσπερος le soir;
II. du couchant, de l’occident : ἕσπερος θεός SOPH le dieu de l’occident, càd Hadès, dont le séjour était dans la partie occidentale de la terre, vers les lieux où le soleil se couche.
Étymologie: cf. ἑσπέρα, lat. vesper.
English (Autenrieth)
(ϝέσπ., cf. vesper): of or at evening; ἀστήρ, ‘evening star,’ Il. 22.318; usually subst., evening, Od. 1.422 f.; pl., ἕσπερα, the evening hours, Od. 17.191.
English (Slater)
ἕσπερος, ἑσπέριος
1 evening ἐν δ' ἕσπερον ἔφλεξεν εὐώπιδος σελάνας ἐρατὸν φάος (O. 10.73) παρθένοι φιλέοισιν ἑταῖραι ἑσπερίαις ὑποκουρίζεσθ' ἀοιδαῖς (P. 3.19) παρὰ Κασταλίαν τε Χαρίτων ἑσπέριος ὁμάδῳ φλέγεν (sc. Καλλίας) (N. 6.38)
Greek Monolingual
ἕσπερος, -ον, θηλ. και ἑσπέρα (Α)
1. ο εσπερινός, ο βραδινός («ἕσπερος ἀστήρ», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που βρίσκεται προς τα δυτικά («ἕσπεροι τόποι», Καλλ.)
3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἕσπερος
α) (ενν. αστήρ) ο πλανήτης Αφροδίτη
β) η εσπέρα, το βράδυ («μέλας ἐπί ἕσπερος ἧλθε», Ομ. Οδ.)
4. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἕσπερος
α) (ενν. γη) αυτή που βρίσκεται προς τα δυτικά («ἀφ' ἑσπέρου», Καλλ.)
β) το βράδι, η βραδινή ὥρα («ἐρεμνὴ ἕσπερος», Απολλ. Ρόδ.)
5. φρ. α) «ἕσπερος θεός» — ο θεός του σκότους, ο Άδης ή ο θάνατος
β) (για ηλικία) «τί δ' ἕσπερός ἐστι γυναικῶν» — ποιά είναι η ώριμη ηλικία για τις γυναίκες
γ) «ἑσπέρου κέρας» — ακρωτήριο της Αφρικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εσπέρα].
Greek Monotonic
ἕσπερος: -ον,
I. 1. εσπερινός ή βραδινός, νυχτερινός, ἕ. ἀστήρ, αποσπερίτης, σε Ομήρ. Ιλ.· ως ουσ., χωρίς το ἀστήρ, Έσπερος, ιδίως λέγεται για τον πλανήτη Αφροδίτη, σε Ευρ., Βίωνα· αλλά, ἕσπ. θεός, ο θεός του σκότους, δηλ. ο Άδης, ο Θάνατος, σε Σοφ.
2. ως ουσ., βράδυ (βλ. ἑσπέρα), ἐπὶ ἕσπερος ἦλθε, σε Ομήρ. Οδ.· ποτὶ ἕσπερον, προς το βραδάκι, σε Ησίοδ.· επίσης, ετερογεν. πληθ., ποτὶ ἕσπερα, σε Ομήρ. Οδ.
II. δυτικός, σε Αισχύλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἕσπερος:
1) вечерний (ἀστήρ Hom.; φάος Pind.);
2) западный (τόποι Aesch.; ἀγκῶνες Soph.): ἕ. θεός Soph. = Ἃιδης.
II ὁ
1) (sc. ἀστήρ) вечерняя звезда Hom., Arst.; преимущ. планета Венера Plat., Anth., Cic.;
2) вечер Hom.: ποτὶ ἕσπερον Hes. к вечеру, под вечер;
3) вечер жизни, т. е. старость (ἕ. γυναικῶν Anth.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: evening (Od.), adj. of the evening, western, also substant. evening-star (Il.); ἑσπέρα, Ion. -ρη f. evening, west (Pi., Ion.-Att., like ἡμέρα).
Compounds: As 2. member in ἐφέσπερος western (S. OC 1059 [lyr.]), ἀκρ-έσπερος on the edge of evening, at nightfall (Arist., Theoc., Hp. etc., -ιος AP), ποθ-έσπερα adv. (Theoc.), προσ-εσπέριος (Arist.)
Derivatives: ἑσπέριος of the evening, westerrn (Φ 560), subst. Ἐσπερία West, Hesperia (Agathyll. ap. D. H. 1, 49), Ϝεσπάριοι name of the western Locrians (Va), f. ἑσπερίς, especially in plur. as PN the Hesperides (Hes.); later ἑσπερινός id. (X., LXX, Schwyzer 490); ἑσπερικός id. (Juba), ἑσπερίτης, -ῖτις (χώρα; D. L.; Redard Les noms grecs en -της 112). - Denomin. verb ἑσπερίζω pass the night (Doroth.; NGr. σπερίζω, cf. Kretschmer Glotta 11, 247) with ἑσπέρισμα (Lex. ap. Ath. 1, 11 d).
Origin: IE [Indo-European] [1173] *u̯e-kʷsp-er-os to(wards) the night, evening
Etymology: Inherited word, identical with Lat. vesper, -ī evening; further to Lith. vãkaras, OCS večerъ evening, which go back to *u̯ekeros, and in Celtic, e. g. Welsh ucher, and Arm. gišer. See e.g. W.-Hofmann s. vesper. - This difficult puzzle has recently been solved. Armenian had *e which became ei > i before š, ž. The š can go back to -k(ʷ)s- (cf. vec` < *u̯eks beside veš-tasan); s. Beekes, FS Rasmussen 2004, 59-62. Combined with the -k- and -sp- reconstructed for the other languages (above), this gives a group -k(ʷ)sp-. This group has been identified with Skt. kṣap- night, of which the zero grade has been found in Hitt. i-spant- night. Welsh ucher can continue *u̯e followed by ks(p) or sp. The first element is probably cognate with Lat. ue- as in ue-sanus. The meaning will have been (what stretches) to(wards) the night. For the -er- cf. words connected with time like Gr. νυκτερός.
Middle Liddell
ἕσπερος, ον
I. of or at evening, ἕ. ἀστήρ the evening star, Il.; as substantive, without ἀστήρ, Hesperus, especially of the planet Venus, Eur., Bion.; but, ἕσπ. θεός the god of darkness, i. e. Hades, death, Soph.
2. as substantive evening (v. ἑσπέρἀ, ἐπὶ ἕσπερος ἦλθε Od.; ποτὶ ἕσπερον at eventide, Hes.; also heterog. pl., ποτὶ ἕσπερα Od.
II. western, Aesch., Soph.
Frisk Etymology German
ἕσπερος: {hésperos}
Grammar: m.
Meaning: Abend (ep. poet. seit Od.), Adj. abendlich, westlich, auch substant. Abendstern (poet. seit Il., hell. u. spät); ἑσπέρα, ion. -ρη f. Abend, Westen (Pi., ion. att., wie ἡμέρα).
Composita: Als Hinterglied in ἐφέσπερος westlich (S. OC 1059 [lyr.]), ἀκρέσπερος am äußersten Abend, bei einbrechender Nacht (Arist., Theok., Hp. usw., -ιος AP), ποθέσπερα Adv. (Theok.), προσεσπέριος (seit Arist.) u. a.
Derivative: Ableitungen: ἑσπέριος abendlich, westlich (vorw. poet. seit Φ 560, sp. Prosa), subst. Ἑσπερία Westen, Hesperien (Agathyll. ap. D. H. 1, 49), ϝεσπάριοι Ben. der westlichen Lokrer (Va), f. ἑσπερίς, insbes. im Plur. als EN die Hesperiden (Hes. usw.); später ἑσπερινός ib. (X., LXX usw., Schwyzer 490 m. Lit.); ἑσπερικός ib. (Juba), ἑσπερίτης, -ῖτις (χώρα; D. L.; Redard Les noms grecs en -της 112). — Denominatives Verb ἑσπερίζω den Abend verbringen (Doroth.; ngr. σπερίζω, vgl. Kretschmer Glotta 11, 247 m. Lit.) mit ἑσπέρισμα (Lex. ap. Ath. 1, 11 d).
Etymology: Erbwort, mit lat. vesper, -ī Abend identisch. Neben idg. *u̯esper-o-s stehen lit. vãkaras, aksl. večerъ Abend aus *ueqeros. Ähnliche Wörter für Abend begegnen im Keltischen, z. B. kymr. ucher, und in arm. gišer. Über die mehrfachen Versuche, diese Formen miteinander in Einklang zu bringen, s. W.-Hofmann s. vesper. — Nach Havers Sprachtabu 125 war der Wechsel tabuistisch (?); ähnlich Specht Ursprung 13f.
Page 1,575