ἄνοιγμα

From LSJ
Revision as of 09:35, 15 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX")

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνοιγμα Medium diacritics: ἄνοιγμα Low diacritics: άνοιγμα Capitals: ΑΝΟΙΓΜΑ
Transliteration A: ánoigma Transliteration B: anoigma Transliteration C: anoigma Beta Code: a)/noigma

English (LSJ)

ατος, τό, A opening, door, LXX3 Ki.14.6 (cod. Alex.); value, Zos.Alch.p.225B., etc. II ἄνοιγμα σφαίρας, used of the diameter of a sphere, IGRom.4.503.12 (Pergam.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 puerta, entrada LXX 3Re.14.6.
2 abertura ἄ. τοῦ χαλκείου σύμμετρον Zos.Alch.225, ἔσται ἄ. ἡ διάμετρος IGR 4.503.12 (Pérgamo).

German (Pape)

[Seite 239] τό, Oeffnung, Thür, LXX u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνοιγμα: -ατος, τό, μέρος ἀνοικτόν, θύρα, Ἑβδ. (Βασιλ. Γ´, ιδ´, 6, Ἀλεξανδρ. Κῶδ.), Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. 714, Ἐτυμ. Μ. 349. 54. ΙΙ. ἔκτασις, διάστημα (;) Συλλ. Ἐπιγρ. 3546. 12. - Ὡσαύτως ἀνοιγμός, ὁ, Βυζ.

Greek Monolingual

το (Α ἄνοιγμα)
η πράξη του να ανοίγει κανείς κάτι
νεοελλ.
1. μέρος από όπου υπάρχει πέρασμα, η δίοδος, η είσοδος
2. (για ρούχα) το μέρος του υφάσματος που δεν είναι ραμμένο, που παραμένει ελεύθερο
3. το μέρος του δάσους που δεν έχει δέντρα, ξέφωτο
4. ρωγμή, σχισμή
5. το πλατύτερο μέρος μιας έκτασης, ενός τόπου
6. εγκαίνια
7. ανόρυξη πηγαδιού
8. το σκάλισμα του χώματος γύρω από τον κορμό των κλημάτων
9. το πέταγμα βλαστών ή ματιών σε ένα φυτό, άνθηση
10. έναρξη, αρχή
11. αραίωση, (για φυτά) ξεχορτάριασμα
12. διάνοιξη, φάρδαιμα, διεύρυνση
13. εκταφή νεκρού, ανακομιδή
14. ταξίδι, πορεία στο ανοιχτό πέλαγος (στα ανοιχτά)
15. διάρρηξη αγγείου ή ιστού του σώματος
16. μτφ. η αδυναμία κάποιου να εκπληρώσει εμπορική ή χρηματική υποχρέωση
17. παράτολμη πράξη, αποτόλμημα
αρχ.
η διάμετροςάνοιγμα σφαίρας»).