πλεονέκτης

From LSJ
Revision as of 15:25, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςlife is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλεονέκτης Medium diacritics: πλεονέκτης Low diacritics: πλεονέκτης Capitals: ΠΛΕΟΝΕΚΤΗΣ
Transliteration A: pleonéktēs Transliteration B: pleonektēs Transliteration C: pleonektis Beta Code: pleone/kths

English (LSJ)

ου, ὁ,
A = ὁ πλέον ἔχων, one who has or claims more than his due, greedy, grasping, Th.1.40, etc.: as adjective λόγος πλεονέκτης = a greedy, arrogant speech, Hdt.7.158: Sup. πλεονεκτίστατος X.Mem.1.2.12.
2 ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων = making gain from their losses, Id.Cyr.1.6.27.
3 metaph. in Math., of τὸ ὑπερτελές, Iamb.in Nic.p.32 P.

German (Pape)

[Seite 630] ὁ, der mehr haben will, der Habsüchtige, Eigennützige; καὶ βίαιος, Thuc. 1, 40; τῶν πολεμίων, Xen. Cyr. 1, 6, 27, der aus dem Unfalle des Feindes Vortheil zieht; τῶν ἄλλων ἀφαιρούμενοι χρήματα, Mem. 1, 5, 3; καὶ δημαγωγικός, Pol. 15, 21, 1; dah. anmaßlich, λόγος, Her. 7, 158; Sp. – Einen superl. πλεονεκτίστατος dat mit βιαιότατος vrbdn Xen. Mem. 1, 2, 12.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui cherche à avoir plus que les autres ou plus qu’il ne doit :
1 cupide, ambitieux ; arrogant;
2 qui profite de ses avantages sur, gén.
Sp. πλεονεκτίστατος.
Étymologie: πλεονεκτέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλεονέκτης -ου [πλεονεκτέω] superl. πλεονεκτίστατος voordeel behalend:; ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων in alles de vijanden te slim af Xen. Cyr. 1.6.27; subst. uitbuiter. NT. zelfzuchtig:; λόγον ἔχοντες πλεονέκτην met een zelfzuchtige redevoering Hdt. 7.158.1; hebzuchtig:. Κριτίας... ἐν τῇ ὀλιγαρχίᾳ πάντων πλεονεκτίστατος... ἐγένετο Critias heeft zich tijdens de oligarchie tot de hebzuchtigste van allemaal ontwikkeld Xen. Mem. 1.2.12.

Russian (Dvoretsky)

πλεονέκτης:
1 самонадеянный, высокомерный, наглый (λόγος Her.);
2 корыстолюбивый, жадный, хищнический (βίαιος καὶ π. Thuc.; οἱ πλεονέκται τῶν ἄλλων ἀφαιρούμενοι χρήματα Xen.);
3 получающий преимущество, имеющий перевес: ἐν παντὶ π. τῶν πολεμίων Xen. имеющий во всех отношениях превосходство над врагами.

English (Strong)

from πλείων and ἔχω; holding (desiring) more, i.e. eager for gain (avaricious, hence a defrauder): covetous.

English (Thayer)

πλεονέκτου, ὁ (πλέον and ἔχω);
1. one eager to have more, especially what belongs to others (Thucydides 1,40, 1 (cf. Herodotus 7,158)); Xenophon, mem. 1,5, 3);
2. greedy of gain, covetous: Sirach 14:9.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ, και πλεονέχτης, θηλ. πλεονέχτρα Ν, θηλ. πλεονέκτις, ΜΑ
αυτός που επιδιώκει να έχει περισσότερα από όσα κάποιος άλλος ή οι άλλοι γενικώς και συνήθως να αποκτήσει κάτι που δεν το δικαιούται («πᾶς πόρνοςἀκάθαρτοςπλεονέκτης... οὐκ ἔχει κληρονομίαν», ΚΔ)
αρχ.
1. εκείνος που ξεπερνά κάποιον σε ευστροφία ή πονηρία («... καὶ ἐπίβουλον εἶναι καὶ κρυψίνουν... καὶ ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων», Ξεν.)
2. μαθημ. υπερτελής αριθμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλέον, ουδ. του πλείων / πλέων + -έκτης (< ἔχω), πρβλ. ευ-έκτης, καχ-έκτης].

Greek Monotonic

πλεονέκτης: -ου, ὁ, = ὁ πλέον ἔχων·
1. αυτός που έχει ή απαιτεί περισσότερα από όσα δικαιούται, ο άπληστος, υπερόπτης, αλαζόνας, σε Θουκ. κ.λπ.· ως επίθ., λόγος πλεονέκτης, σε Ηρόδ.· υπερθ. πλεονεκτίστατος, σε Ξεν.
2. πλεονέκτης τῶν πολεμίων, αυτός που κερδίζει από τις αποτυχίες τους, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

πλεονέκτης: -ου, ὁ, = ὁ πλέον ἔχων, ὁ ἔχων ἢ ἀπαιτῶν πλείω τῶν ὅσα δικαιοῦται, ἄπληστος, ἅρπαξ, ἀλαζών, Θουκ. 1. 40, κτλ.· ― ὡς ἐπίθ., λόγος πλ., λόγος ἄπληστος, ἀλαζονικός, Ἡρόδ. 7. 158· ὑπερθ. πλεονεκτίστατος, διάφ. γραφ. ἀντὶ κλεπτίστατος, Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 11. 2) ἐν παντὶ πλεονέκτην τῶν πολεμίων, κερδαίνοντα ἐκ τῶν σφαλμάτων ἢ ἀποτυχιῶν τῶν ἐχθρῶν, ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. Παιδ. 1. 6, 27. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 178.

Middle Liddell

πλεον-έκτης, ου, ὁ, = ὁ πλέον ἔχων]
1. one who has or claims more than his due, greedy, grasping, arrogant, Thuc., etc.:—as adj., λόγος πλ. Hdt.; Sup. πλεονεκτίστατος, Xen.
2. πλεονέκτης τῶν πολεμίων making gain from their losses, Xen.

Chinese

原文音譯:pleonškthj 普累按-誒克帖士
詞類次數:形容詞 名詞(4)
原文字根:更多-有(者)
字義溯源:持有更多,想多有,貪心的,貪婪的;由(πολύς)=更多,再)與(ἔχω)*=持)組成,其中 (πολύς)出自(πολύς)*=多)
出現次數:總共(4);林前(3);弗(1)
譯字彙編
1) 貪婪的(3) 林前5:10; 林前5:11; 林前6:10;
2) 貪心的(1) 弗5:5

English (Woodhouse)

one who claims more than his due

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

(=ἀχόρταγος). Ἀπό τό πλέον + ἑκτός τοῦ ἔχω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. Παράγωγα τοῦ πλεονέκτης: πλεονεκτῶ (=εἶμαι ἀνώτερος), πλεονέκτημα, πλεονεκτητέον, πλεονεκτικός, πλεονεξία.

French (New Testament)

exploiteur, accapareur