καπυρός

From LSJ
Revision as of 14:29, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

ἔκδοτον σεαυτὴν τῷ σύροντι ποταμῷ τῶν πραγμάτων ἐᾶσαι → abandon yourself to the eddying flow of events

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰπῠρός Medium diacritics: καπυρός Low diacritics: καπυρός Capitals: ΚΑΠΥΡΟΣ
Transliteration A: kapyrós Transliteration B: kapyros Transliteration C: kapyros Beta Code: kapuro/s

English (LSJ)

ά, όν, A dried by the air, κάρυα Epich.150; Χοιρίων σκέλη Antiph.185; ἄλφιτον κ. Arist.Pr.927a24, cf. Dieuch. ap. Orib.4.7.3; τυρός Test.Epict.5.36; Χαῖται (of thistle-down) Theoc.6.16. b brittle, ὀστέον Hp.VC19 (v.l. εὔπριστον); cj. in Thphr.HP3.13.4 and 7 (Comp.); crisp, crackly, Diocl.Fr.147. 2 Act., drying, parching, κ. νόσος, of love, Theoc.2.85. II of sound, crackly, καπυρὸν ψοφεῖν Gal.6.434: metaph., κ. γελάσας laughing loud, AP7.414 (Nossis), cf. Longus 2.5; κ. γέλως Alciphr.3.48; κ. στόμα clear-sounding, of Poets, Theoc.7.37; κ. συρίζειν to play clearly on the syrinx, Luc.DDeor. 22.3; καπυρώτεραι ᾠδαί rude songs, opp. ἐσπουδασμέναι, Ath.15.697b.

German (Pape)

[Seite 1324] (κάπω, καπύω, nach Eust. gar von καίω u. πῦρ), an der Luft getrocknet, trocken, dürr; ὡς ἀπ' ἀκάνθας ταὶ καπυραὶ χαῖται Theocr. 6, 16, nach dem Schol. αἱ κεκαυμέναι ὑπὸ τοῦ ἡλίου; καπυρὰ κάρυα Epicharm. bei Ath. II, 52 b; ἄλευρον καὶ ἄλφιτον καπυρόν Arist. probl. 21, 3; χοιρίων κρέα καπυρά Antiphan. bei Ath. III, 96 c; Sp.; übertr., νόσος, ausdörrende oder hitzige Krankheit, von der Liebe, Theocr. 2, 87; vom Tone, καπυρὸν στόμα Μοισᾶν ib. 7, 37, hell u. rein tönender Gesang; ὅσοις καπυρὸν τελέθει στόμα ἐκ Μοισᾶν Mosch. 3, 94; τὰς καπυρωτέρας ᾠδὰς ἀσπάζεται μᾶλλον τῶν ἐσπουδασμένων Ath. XV, 697 b, wo es mehr Scherzlieder im Gegensatz zu den ernsten zu sein scheinen; μουσικός εἰμι καὶ συρίζω πάνυ καπυρόν Luc. D. D. 22, 3, ich blase hell u. rein die Syrinx; καπυρὸν γελάσας, hell auflachend, Nossis 12 (VII, 414), wie Long. 2, 5; καπυρὸς ἐξεχύθη γέλως Alciphr. 3, 48.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
cuit au soleil ; fig. en parl. du son sec, au bruit clair et sec ; sonore, éclatant.
Étymologie: R. Κα, brûler, cf. καίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καπυρός -ά -όν [~ καπνός] droog:; ἀπ’ ἀκάνθας ταὶ καπυραὶ χαῖται de droge bladeren van de acanthus Theocr. 6.16; uitbr. helder (van geluid):. Μοισᾶν καπυρὸν στόμα de heldere stem van de Muzen Theocr. 7.37; καπυρὸν συρίζειν helder op de syrinx blazen Luc. 79.2.3. verdrogend:. καπυρὰ νόσος een uitdrogende ziekte (liefde) Theocr. 2.85.

Russian (Dvoretsky)

κᾰπῠρός:
1 высушенный, сухой (χαῖται Theocr.; ἄλφιτον Arst.);
2 иссушающий, снедающий (νόσος Theocr.);
3 звонкий: καπυρὸν γελᾶν Anth. звонко смеяться;
4 сладкозвучный, певучий (στόμα Μοισᾶν Theocr.): συρίζειν καπυρόν Luc. хорошо играть на сиринге.

Greek Monolingual

καπυρός, -ά, -όν (Α)
1. αυτός που έχει ξηρανθεί στον αέρα, στον ήλιο, στη φωτιά ή με κάπνισμαἄλευρον καὶ ἄλφιτον καπυρόν», Αριστοτ.)
2. αυτός που υπερθερμαίνει και αποξηραίνει το σώμα, αυτός που στεγνώνει το κορμίἀλλά μέ τις καπυρὰ νόσος ἐξελάπαξεν», Θεόκρ.)
3. (για ήχο) αυτός που ακούγεται σαν να προέρχεται από πράγματα ξερά τα οποία συγκρούονται
4. (για γέλιο) δυνατός («καπυρὸς ἐξεχύθη γέλως», Αλκίφρ.)
5. καλλίφωνος («καπυρὸν στόμα», Θεόκρ.)
6. άσεμνος, χυδαίος («τὰς καπυρωτέρας ᾠδὰς ἀσπάζεται μᾶλλον τῶν ἐσπουδασμένων», Αθήν.)
7. εύθραυστος, εύθρυπτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < θ. καπ- (του καπ-νός) με παρέκταση -υ- και επίθημα -ρός. Κατ' άλλους, η λ. δεν συνδέεται με τον τ. καπνός και ερμηνεύεται εσφαλμένα από καταπυρός, με συλλαβική ανομοίωση (απλολογία)].

Greek Monotonic

κᾰπῠρός: -ά, -όν,
I. 1. αποξηραμένος από τον αέρα, ξηρός, σε Θεόκρ.
2. Ενεργ., αυτός που αποξηραίνει, στον ίδ.
II. μεταφ. λέγεται για ήχο, καπυρὸν γελᾶν, γελώ δυνατά, μεγαλοφώνως, σε Ανθ.· κ. στόμα, δυνατή, ξεκάθαρη φωνή (δηλ. καλλίφωνη), σε Θεόκρ., Μόσχ.· κ. συρίζειν, παίζω τον αυλό ώστε να βγάζει δυνατούς ήχους, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰπῠρός: -ά, -όν, ἀπεξηράμμενος ὑπὸ τοῦ ἀέρος, ξηρός, κάρυα Ἐπιχ. 101 Ahr.· κρέα Ἀντιφάνης ἐν «Παρασίτῳ» 2· ὁστέον, διάφ. γραφ. ἐν Ἱππ. 911C· ἄλευρον καὶ ἄλφιτον κ. Ἀριστ. Προβλ. 21. 3· ἐπὶ τοῦ πάππου τῆς ἀκάνθης, ὡς ἀπ’ ἀκάνθας ταὶ καπυραὶ χαῖται, «ὡς ἀπὸ τῆς κινάρας οἱ πάπποι. λέγονται δὲ οιμαι χαῖται διὰ τὸ κόμαις ἐοικέναι. καπυραὶ δὲ αἱ κεκαυμέναι ὑπὸ τοῦ ἡλίου» (Σχόλ.), Θεόκρ. 6. 16. 2) ἐνεργ., ὁ ξηραίνων, ἀποξηραίνων, κ. νόσος, ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, ὁ αὐτ. 2. 85. ΙΙ. μεταφ., ἐπὶ ἤχου, καπυρὸν γελᾶν, γελᾶν μεγαλοφώνως, Ἀνθ. Π. 7. 414, Λόγγος 2. 5. κ. γέλως Ἀλκίφρων 3. 48: - οὕτω περὶ τῶν ποιητῶν λέγεται ὅτι ἔχουσι, καπυρὸν στόμα, στόμα ἢ ᾆσμα καλλίφωνον (πρβλ. κράμβος), Θεόκρ. 7. 37, Μόσχ. 3. 94· συρίζω πάνυ καπυρόν, πάνυ λιγοφώνως, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 22. 3· - ᾠδαὶ κ., ᾠδαὶ ἀγροικικαὶ καὶ ἄσεμνοι ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐσπουδασμέναι, Ἀθήν. 697Β: πρβλ. κράμβος, κρεμβαλέος. (Ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης, ἐξ ἧς αἱ λέξ. καπύω, καπνός· πρβλ. αὖος ἐκ τοῦ ἄω, ἄημι).

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: dry, brittle, crackly, clear sounding (Hp., Epich., Antiph., Arist., Theoc.).
Derivatives: καπύρια, -ίδια pl. kind of cake (pap.); καπυρόομαι be dryed, singed, crackly (Str., Orib.), καπυρίζω make noise, drink with καπυριστής drinker (Str.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: - From the υ-stam in *καπύω (κάπυς), so prop. giving smoke, burnt; on the meaning Legrand REGr. 20, 10ff., Bugiatzides Ἀθ. 26, 109ff. S. καπνός.

Middle Liddell

κᾰπῠρός, ή, όν
I. dried by the air, dry, Theocr.
2. act. drying, parching, Theocr.
II. metaph. of sound, καπυρὸν γελᾶν to laugh loud, Anth.; κ. στόμα a loud, clear-sounding voice, Theocr., Mosch.; κ. συρίζειν to play clearly on the syrinx, Luc.

Frisk Etymology German

καπυρός: {kapurós}
Meaning: trocken, spröde, knisternd, hell von der Stimme (Hp., Epich., Antiph., Arist., Theok. usw.).
Derivative: Davon καπύρια, -ίδια pl. Art Kuchen (Pap. u. a.); καπυρόομαι trocken, gesengt werden, knistern (Str., Orib.), καπυρίζω lärmen, zechen mit καπυριστής Zecher (Str.).
Etymology: Zunächst vom υ-Stamm in *καπύω (κάπυς), somit eig. Rauch von sich gebend, verbrannt; zur Bedeutung Legrand REGr. 20, 10ff., Bugiatzides Ἀθ. 26, 109ff. Unbegründeter Zweifel bei WP. 1, 379, wo eine Grundform *καταπυρός (zu πυρόω) empfohlen wird. S. καπνός.
Page 1,784

Mantoulidis Etymological

(=ξερός, εὐδιάκριτος). Ἀπό τό καπύω (=ἐκπνέω) ἀπό ὅπου τό καπνός, ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα.