κάδος
Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist
English (LSJ)
[ᾰ], ὁ, A jar or vessel for water or wine, Anacr.17, Archil.4, Hdt.3.20, S.Fr.534.3 (anap.), Ar.Ach.549, etc.; κάδος ἀντλητικός CPR 232.12 (ii A.D.); said to be Ion. for κεράμιον, Clitarch.Gloss. ap. Ath. 11.473b. 2 a liquid measure = ἀμφορεύς, Philoch.155a; ἐλαίου LXX 2 Ch.2.10(9) (cod. A), cj. in Simon.155.4 (Hermes64.274); πίνει τετραχόοισι κάδοις Hedyl. ap. Ath.l.c.; later, half an ἀμφορεύς, Script. Metrol.1.257, 2.144 Hultsch. II = καδίσκος ΙΙ, Ar.Av.1032. III funerary urn, Jahresh.8.154.—The metre usually requires κάδος, never κάδδος which is written in Them.in Ph.268.2, al.; cf. κάδδιχος.
κᾶδος, Dor. for κῆδος. κάδουσα· εἶδος σταφυλῆς, Hsch. καδρανές (perhaps for καπρανές, i.e. καταπρηνές)· κατωφερές, Id. κάδυρος· κάπρος ἔνορχις, Id.
German (Pape)
[Seite 1279] ὁ (vgl. κάδδος; nach E. M. mit χάζω, χανδάνω zusammenhangend), VLL. σκεῦός τι, Suid. μέτρον οἰνηρόν, ein Gefäß, Faß, Eimer, zu Wasser u. zu Wein; Archil. frg. 49; Her. 3, 20; ὀπὸν χαλκέοισι κάδοις δέχεται Soph. frg. 479; οἴνου δ' ἐξέπιον κάδον Anacr. bei Ath. XI, 472 e; aber auch εἰς κάδον λαβὼν οὔρει, Ar. bei Poll. 10, 185; Plat. καθάπερ οἱ κάδοι οἱ ἐς ἀλλήλους ἁρμόττοντες, Rep. X, 616 d. – Bei Ar. Av. 1032 die Urne zum Stimmensammeln. Vgl. καδίσκος u. καδδίζω. – Als Maaß für Flüssigkeiten nach Philoch. Poll. 10, 71 = ἀμφορεύς, nach Diosc. = 10 congii.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
grand vase pour les liquides.
Étymologie: R. Καδ, contenir, > χάζω ; cf. lat. cadus.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάδος en κάδδος -ου, ὁ kruik (voor vloeistoffen). urn (om te stemmen).
Russian (Dvoretsky)
κάδος: (ᾰ) ὁ
1 ваза, кувшин Soph., Her., Plat., Arst.;
2 Arph., Arst. = καδίσκος;
3 Anth. = ἀμφορεύς 2.
Greek Monolingual
(I)
ο (AM κάδος)
κουβάς, ξύλινο ή μετάλλινο δοχείο για εναπόθεση, άντληση ή μεταφορά νερού ή άλλου υγρού («φοινικηΐου φ68οίνου κάδον», Ηρόδ.)
νεοελλ.
1. ξύλινο δοχείο για πήξιμο τυριού
2. ξύλινο βυτίο για ζύμωση γλεύκους
3. φρ. (μεταλργ.) «κάδος χυτηρίου» — δοχείο μεταφοράς τετηγμένων μετάλλων από την κάμινο σε καλούπια ή σε άλλες εγκαταστάσεις κατεργασίας
αρχ.
1. μέτρο υγρών, ο αμφορέας
2. η κάλπη στην οποία οι ψηφοφόροι έριχναν τις ψήφους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. σημιτικής προελεύσεως (πρβλ. εβρ. kad «κάδος» — αντίστοιχοι τ. απαντούν στην Ουγκαριτική και στην Καρχηδονιακή. Τη λ. κάδος δανείστηκε η λατ. με τη μορφή cadus].
(II)
κᾱδος, τὸ (Α)
δωρ. τ. αντί κήδος.
Greek Monotonic
κάδος: [ᾰ], ὁ (χαδεῖν;)·
I. 1. δοχείο ή αγγείο για νερό ή κρασί, Λατ. cadus, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. μέτρο μέτρησης υγρών = ἀμφορεύς, σε Ανθ.
II. κάλπη για την συγκέντρωση ψήφων, ψηφοδόχος όπως το καδίσκος, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
κάδος: ᾰ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ἀγγεῖον πρὸς ἐναπόθεσιν ὕδατος ἢ οἴνου, Λατ. cadus, Ἀνακρ. 16, Ἀρχίλ. 4, Ἡρόδ. 3. 20, Σοφ. Ἀποσπ. 479, Ἀριστοφ. κλ.· οἱ Ἴωνες τὸ κεράμιον ἐκάλουν κάδον, Κλείταρχος (ἐν ταῖς γλώσσαις) παρ’ Ἀθην. 473Β. 2) μέτρον ὑγρῶν, = ἀμφορεύς, Φιλόχ. παρὰ Πολυδ. Ι, 71, Ἀνθ. Π. παράρτ. 28. Ἀριστ. Ἀποσπ. 426. ΙΙ. κάλπη ἐν ᾗ οἱ ψηφοφοροῦντες ἔρριπτον τὰς ψήφους, ὡς τὸ καδίσκος, Λατ. situla, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1032. - Τὸ μέτρον συνήθως ἀπαιτεῖ τὸ κάδος δι’ ἑνὸς δ, οὐδέποτε κάδδος, τὸ δὲ διπλοῦν δ εἶναι βεβαιωμένον μόνον ἐν τοῖς Δωρ. τύποις κάδδιχος, καδδίζομαι.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: vase or wine and other fluidities; also a measure (IA.).
Derivatives: Deminut. κάδιον (LXX, Delos IIIa, Cyrene II-IIIp), καδίσκος, also voting urn (Att.); with hypocoristic gemination and familiar χ-suffix (Chantr. Form. 404) κάδδιχος, as measure = half ἑκτεύς (Lac., H.) with κεκαδδίσθαι (-ίχθαι?) to be rejected on a vote (Lac., Plu. Lyc. 12); also κάδδιξ (Heracl.), prob. after χοῖνιξ and ἄδδιξ (Ar. Fr. 709); hypercorrect καταδίχιον (Tauromenion) for *καδδίχιον as if from κατά and δίχα. - Wackernagel Hell. 11f. = Kl. Schr. 1042f., Bechtel Dial. 2, 374f., Fraenkel Phil. 97, 163.
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Sem., PGX [probably a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Loanword, cf. Hebr. kad bucket (s. Schwyzer 64 a.152); E. Masson, Emprunts sémit. 42-44. From κάδος Lat. cadus, Arab. ḳādūs (Lokotsch Et. Wb. No 988). - Fur. 130 compares ἅδδιξ, with κ/zero, and suggests that the words are Pre-Greek.
Middle Liddell
κᾰ́δος, ὁ, χαδεῖν
I. a jar or vessel for water or wine, Lat. cadus, Hdt., etc.
2. a liquid measure, = ἀμφορεύς, Anth.
II. an urn or box for collecting the votes, like καδίσκος, Ar.
Frisk Etymology German
κάδος: {kádos}
Grammar: m.
Meaning: Gefäß zur Aufbewahrung von Wein und anderen Flüssigkeiten, auch als Maß (ion. att.).
Derivative: Mehrere Deminutiva: κάδιον (LXX, Delos IIIa, Kyrene II-IIIp), καδίσκος, auch Stimmurne (att.); mit hypokoristischer Gemination und familiärem χ-Suffix (Chantraine Formation 404) κάδδιχος, als Maß = Hälfte des ἑκτεύς (lak., H.) mit κεκαδδίσθαι (-ίχθαι?) wegballotiert sein (lak., Plu. Lyk. 12); daneben κάδδιξ (herakl.), wohl nach χοῖνιξ und ἄδδιξ, Ben. eines Hohlmaßes (Ar. Fr. 709; urspr. persisch); hyperkorrekt καταδίχιον (Tauromenion) für *καδδίχιον wie von κατά und δίχα. — Wackernagel Hell. 11f. = Kl. Schr. 1042f., Bechtel Dial. 2, 374f., Fraenkel Phil. 97, 163.
Etymology: Mittelmeerwort, vgl. hebr. kad Eimer (dazu Schwyzer 64 u. 152). Aus κάδος lat. cadus, arab. ḳādūs (Lokotsch Et. Wb. No 988).
Page 1,751-752
Chinese
原文音譯:Ð b£toj 何(陽性冠詞) 巴拖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:簍
字義溯源:簍;猶太人液量單位,相當於一伊法,約合二十公升。源自希伯來文(בַּת)=罷特),約合六加侖;或源自(בַּתָּה)=荒地)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 簍(1) 路16:6