ζωπυρέω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
(ζώπυρον) A kindle into flame, cause to blaze up, ζ. τοὺς ἄνθρακας Men.71; τὸ πνεῦμα ζ. Thphr.Ign.27:—in Pass., to be quickened by fire, of the foetus, Hp.Vict.1.9. 2 metaph., μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβος A.Th.290 (lyr.); ζωπυρουμένας φρενός Id.Ag.1034 (lyr.); τῆς φύσεως τὸ ζωπυροῦν Arist.PA670a25, cf. Plu.2.940c; ζ. τινά to provoke him, Ar.Lys.682 (lyr.); ζ. τρυφήν increase it, Plu.Lyc.9; in Magic, quicken, fill with power, PMag.Leid.V.10.7 (Pass.). II intr., burst into flame, ἢν ἡ θέρμη ζωπυρῇ Aret.SD1.8.
German (Pape)
[Seite 1144] zunächst vom Feuer, es anfachen zu einem lebhaften Feuer, Suid.; ζωπύρει τοὺς ἄνθρακας Com. bei E. M. 413; Sp.; übertr., τὸ ζωπυροῦν τῆς φύσεως Arist. part. an. 3, 7. Gew. übertr. = anfachen, entflammen, γείτονες δὲ μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβος Aesch. Spt. 270; ζωπυρουμένας φρενός Ag. 1004; εἴ με ζωπυρήσεις, wenn du mich reizen wirst, Ar. Lys. 682; einzeln bei Sp.; τρυφήν, nähren, Plut. Lyc. 9.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 ranimer le feu, rallumer ; fig. animer, rallumer (l'ardeur, une querelle, etc.);
2 p. ext. allumer, animer, exciter, acc..
Étymologie: ζώπυρον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζωπυρέω [ζώπυρον] Ion. 3 plur. ζωπυρέονται act. met acc., causat. aansteken:. τοὺς ἄνθρακάς σοι ζωπυρῶ ik steek de kooltjes voor je aan Men. Dysc. 547. overdr. aanwakkeren, provoceren:. μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβος τὸν ἀμφιτειχῆ’ ς λεών verontrustende gedachten wakkeren de vrees voor het leger dat de muur omsingelt aan Aeschl. Sept. 290 ( lyr. ); εἰ... με ζωπυρήσεις als je me uitdaagt Aristoph. Lys. 682. med.-pass. intrans. ontbranden; (door vuur) tot leven komen (van foetus). Hp.
Russian (Dvoretsky)
ζωπῠρέω:
1 раздувать, разжигать (τοὺς ἄνθρακας Men.; φλόγα Plut.);
2 вызывать, пробуждать, возбуждать (τάρβος Aesch.; νείκη νέα Eur.; τρυφήν Plut.): τὸ ζωπυροῦν Arst. возбуждающее или движущее начало;
3 раздражать, выводить из себя (τινα Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ζωπῠρέω: (ζώπυρον) παράγω φλόγα, ἀνάπτω, ζωπ. τοὺς ἄνθρακας Μένανδ. Ἀρρ. 7· τὸ πνεῦμα ζ. Θεόφρ. Πυρ. 27. 2) μεταφ., μέριμναι ζωπυροῦσι τάρβος Αἰσχύλ. Θήβ. 289· ζωπυρούμενας φρενὸς ὁ αὐτ. Ἀγ. 1034· ζ. νείκη νέα Εὐρ. Ἠλ. 1121· τῆς φύσεως τὸ ζωπυροῦν Ἀριστ. Ζ. Μ. 3. 7, πρβλ. Πλούτ. 2. 940C· ζ. τινα, ἐξερεθίζω, προκαλῶ τινα, Ἀριστοφ. Λυσ. 682· ζ. τρυφήν, ἐπαυξάνω, Πλούτ. Λυκούργ. 9. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐξάπτομαι εἰς φλόγα, ἢν ἡ θέρμη ζωπυρῇ Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 8. - Πρβλ. Κόντον Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 22 κἑξ.
Spanish
Greek Monotonic
ζωπῠρέω: παράγω φλόγα, ανάβω· μεταφ., ζωπῠρέω τάρβος, σε Αισχύλ.· νείκη, σε Ευρ.
Middle Liddell
to kindle into flame, light up: metaph., ζ. τάρβος Aesch.; νείκη Eur.
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=ἀνάβω, ἐρεθίζω). Παρασύνθετο ἀπό τό ζώπυρον (=σπινθήρας) (ζωός+πῦρ).
Παράγωγα: ζωπύρησις, ζωπύρημα, ἀναζωπύρησις, ἀναζωπύρημα.
Léxico de magia
llenar con poder mágico en v. pas. τὸ ἱερὸν Οὐφωρ, ... δι' οὗ ζωπυρεῖται πάντα πλάσματα καὶ γλυφαί el sagrado Ufor, por el cual han sido llenadas con poder mágico todas las figuras modeladas y grabadas P XII 319