περιφορά
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
ἡ, A carrying round, of dishes at table: hence, meats carried round, course at dinner, X.Cyr.2.2.4, Heraclid.Tarent. ap. Ath. 3.12oc (pl.), cf. 7.275b. II (from Pass.) going round, circular or rotatory motion, revolution, of a wheel, E.Ba.1067; of the heavens and heavenly bodies, Ar.Nu.172, X.Mem.4.7.5, Pl.Phdr.247c, Lg.898c, Arist.Mete.341a2, Cael.291a35, Epicur.Nat.11.10,al.; αἱ τῶν ὡρῶν π. J.AJ1.1.1, cf. Pl.R.546a, Plt.271a,274e. 2 revolving vault of heaven, Id.R.616c, Tht.153d; ἡ ὕπερθε π. the heavens, Critias 25.31 D. 3 metaph., in plural, twists, circumvolutions, Eub.73. 4 ἐν ταῖς περιφοραῖς in social intercourse, Plu.Per.5. 5 error, v.l. for παραφορά in LXX Ec.2.12,7.26(25). III story or tier of a funeral pile, D.S.17.115. IV turntable (?), PTeb.12.17 (ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 599] ἡ, 1) das Herumtragen, -geben, -reichen, z. B. der einzelnen Speisen bei Tische, Xen. Cyr. 2, 2, 4, dah. auch die herumgereichten Speisen selbst, gustationes, τὰς εἰθισμένας παρατίθεσθαι περιφοράς, Ath. III, 120 b. – 2) das Umlaufen, der Umlauf, περιφοραὶ τῆς σελήνης, Ar. Nubb 173, Plat. Phaedr. 247 c u. öfter; der Weltkreis, Thcaet. 153 d, vgl. Rep. X, 616 c; Sp. oft, wie Plut.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. action de porter autour ; particul. les mets qu'on passe à la ronde, service de la table;
II. mouvement circulaire (du ciel, des astres) ; p. suite
1 voûte du ciel;
2 action d'aller et de venir, relations, commerce de la vie.
Étymologie: περιφέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιφορά -ᾶς, ἡ [περιφέρω] gang (bij maaltijd). Xen. Cyr. 2.2.4. omgang:. τό Κίμωνος... μεμουσωμένον ἐν ταῖς περιφόραις de beschaving van Kimon in zijn sociale omgang Plut. Per. 5.3. omwenteling, draaiing:; Eur. Ba. 1067 (van een wiel); astr.. τοῦ ὅλου ἀπομιμεῖται περιφορήν (het pottenbakkerswiel) imiteert de draaiing van het heelal Hp. Vict. 1.22; αὐτὰς περιάγει ἡ περιφορά de draaiing (van de hemel) voert hen (de zielen) rond Plat. Phaedr. 247c. hemelgewelf. Plat. Resp. 616c.
Russian (Dvoretsky)
περιφορά: ἡ
1 перемена (блюд), подача кушаний: λοιπὸν τῆς περιφορᾶς Xen. последнее блюдо;
2 вращение (τῆς σελήνης Arph.);
3 небесный свод (ἡ π. κινουμένη Plat.);
4 pl. общение, обращение, тж. общественные отношения: τὸ ἐμμελὲς ἐν ταῖς περιφοραῖς Plut. учтивость в общении (с людьми);
5 кольцевой ярус, этаж Diod.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ περιφέρω
1. το να περιφέρεται κάτι ολόγυρα και να επανέρχεται εκεί από ὁπου ξεκίνησε (α. «η περιφορά του Επιταφίου» β. «καὶ ἐν τούτω περιέφερε τὸ τρίτον, ὅπερ δὴ λοιπὸν ἦν τῆς περιφορᾱς», Ξεν.)
2. αστρον. η περιοδική τροχιακή κίνηση ενός ουράνιου σώματος γύρω από ένα άλλο σώμα μεγαλύτερης μάζας (α. «η περιφορά της Σελήνης» β. «ζητοῦντος αὐτοῦ τὰς ὁδοὺς τῆς σελήνης καὶ τὰς περιφοράς», Αριστοφ.)
3. φυσ. η κίνηση ενός σώματος γύρω από ένα κεντρικό σημείο ή άξονα, κατά τη διάρκεια της οποίας το σώμα διέρχεται περιοδικώς από το ίδιο σημείο της τροχιάς του
μσν.-αρχ.
1. ο ουράνιος θόλος, η σφαίρα του ουρανού
2. ο κύκλος του χρόνου, κυκλική επάνοδος
3. θρησκ. η ανταρσία τών δαιμόνων
4. αναστάτωση, αναταραχή
5. καταστροφή
6. κάτι το τυχαίο, το απροσδόκητο
αρχ.
1. συστροφή, περιτύλιγμα με κάτι
2. συναναστροφή
3. πλάνη, σφάλμα.
Greek Monotonic
περιφορά: ἡ (περιφέρομαι),
I. εδέσματα που μεταφέρονται ολόγυρα στο τραπέζι, σε Ξεν.
II. 1. περιφορά, περιστροφική κίνηση, περιστροφή, περίμετρος, σε Αριστοφ., Πλάτ.
3. μεταφ., ἐν ταῖς περιφοραῖς, στην κοινωνία, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
περιφορά: ἡ, τὸ φέρειν τι ὁλόγυρα, ἐπὶ τῶν ἐδεσμάτων τῶν περιφερομένων ἐν ὥρᾳ δείπνου καὶ διδομένων εἰς τοὺς συνδειπνοῦντας, Λατ. gustationes, ὅπερ λοιπὸν ἦν τῆς περιφορᾶς Ξεν. Κύρ. 2. 2, 4, πρβλ. Πολυδ. Ϛϳ, 55 ἔνθα λέγει: «τὸ δὲ περιφέρεσθαι τὰς μερίδας περιφορὰν Ξενοφῶν ὠνόμασεν»˙ τὰς εἰθισμένας προπαρατίθεσθαι περιφορὰς Ἡρακλείδης ὁ Ταραντῖνος παρ’ Ἀθην. 120Β, πρβλ. 275Α. ΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.), τὸ περιφέρεσθαι, κίνησις περιφερική, κυκλική, περιστροφική, ἐπὶ τροχοῦ, Εὐρ. Βάκχ. 1065 (ἀμφίβ. τὸ χωρίον)˙ ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῶν οὐρανίων σωμάτων, Ἀριστοφ. Νεφ. 172, Πλάτ. Φαῖδρ. 247C, Νόμ. 898C, Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 3, 26, π. Οὐρ. 2. 10, 2, κ. ἄλλ.˙ αἱ τῶν ὡρῶν π. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 1. 1, 1. 2) ὁ περιστρεφόμενος τοῦ οὐρανοῦ θόλος, Πλάτ. Πολ. 616C, Θεαίτ. 153D˙ ἡ ὕπερθε π., οἱ οὐρανοί, Κριτίας 9. 31. 3) μεταφορ., ἐν τῷ πληθ., περιφοραῖς κυκλούμενος, ὥσπερ κυλιστὸς στέφανος Εὔβουλ. ἐν «Οἰνομάῳ» 1˙ ― ὡσαύτως, ἐν ταῖς περιφοραῖς, ἐν τῇ κοινωνίᾳ, Πλουτ. Περικλ. 5. 4) σφάλμα, πλάνη, Ἑβδ. (διάφ. γραφ. ἐν Ἐκκλ. Βϳ, 12, ἀντὶ παραφορά)˙ πρβλ. περιφέρεια ΙΙ. ΙΙΙ. σειρά, ἀράδα σωροῦ ξύλων, ἐπὶ νεκρικῆς πυρᾶς, Διόδ. 17. 115. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιφορά˙ ἡ κατὰ κύκλον κίνησις», καὶ «περιφορᾶς˙ περισπασμοῦ, πλάνης».
Middle Liddell
περιφορά, ἡ, [περιφέρομαι]
I. meats carried round, Xen.
II. a going round, rotatory motion, circuit, revolution, Ar., Plat., etc.
2. the revolving vault of heaven, Plat.
3. metaph., ἐν ταῖς περιφοραῖς in society, Plut.
English (Woodhouse)
circuit, circumference, orbit, revolution, circular motion, revolving motion