πολύσπορος

From LSJ
Revision as of 11:25, 12 March 2023 by Spiros (talk | contribs)

εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύσπορος Medium diacritics: πολύσπορος Low diacritics: πολύσπορος Capitals: ΠΟΛΥΣΠΟΡΟΣ
Transliteration A: polýsporos Transliteration B: polysporos Transliteration C: polysporos Beta Code: polu/sporos

English (LSJ)

ον, A with many crops, fruitful, E.Tr.748, Opp.C.3.23, Orph.H.6.10; φύσις ib.10.19; rendering prolific, Ptol.Tetr.34, Vett.Val.6.6. Adv. πολυσπόρως = widely scattered, S.E.M.5.58. II = πολύσπερμος ΙΙ, Ptol.Tetr.72, Cat.Cod.Astr.7.212.

German (Pape)

[Seite 673] saamenreich, fruchtbar; Ἀσία, Eur. Troad. 743; sp. D., wie Opp. Cyn. 3, 23. – Adv., Sext. Emp. adv. astrol. 58.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
abondant en semences, fertile.
Étymologie: πολύς, σπόρος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύσπορος -ον [πολύς, σπείρω] zeer vruchtbaar.

Russian (Dvoretsky)

πολύσπορος: богатый семенами, т. е. плодородный (Ἀσία Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

πολύσπορος: -ον, πλήρης σπόρων, καρποφόρος, γόνιμος, Εὐρ. Τρῳ. 743, Ὀππ. Κυν. 3. 23, Ὀρφ., κτλ. Ἐπίρρ. -ρως, Λατ. sparsim, τοῦ σπέρματος πολυσπόρως ἐμπίπτοντος Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 58.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύσπορος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει πολλούς σπόρους, καρποφόρος, γόνιμος
νεοελλ.
(με υβριστική σημ.) αυτός που δεν γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, μούλος, μπάσταρδος
αρχ.
αυτός που καθιστά κάποιον γόνιμο.
επίρρ...
πολύσπορα/ πολυσπόρως ΝΜΑ
με πολύσπορο, δηλ. καρποφόρο τρόπο, γόνιμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + σπόρος (πρβλ. νεό-σπορος)].

Greek Monotonic

πολύσπορος: -ον (σπείρω), εξαιρετικά καρποφόρος, πολύ γόνιμος, σε Ευρ.

Middle Liddell

πολύ-σπορος, ον, σπείρω
very fruitful, Eur.

English (Woodhouse)

fertile

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

fruitful

Basque: emankor; Bulgarian: плодовит, плодотворен; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Esperanto: fruktoporta; Estonian: viljakas; Finnish: viljava, antoisa; French: fructueux; German: fruchtbar; Greek: καρποφόρος; Ancient Greek: ἀρόσιμος, αὐξητικός, βαθύσπορος, γόνιμος, ἔγκαρπος, ἐνάρετος, ἐπίκαρπος, ἐπίτεκνος, ἐπίτοκος, εὔκαρπος, εὔσταχυς, εὔφορος, εὐώδιν, εὔωρος, ζείδωρος, καλλίκαρπος, κάρπιμος, καρποτελής, καρποφόρος, λιπαρός, μητρίδιος, πάμφορος, πολύβωλος, πολύκαρπος, πολυλήϊος, πολύσπορος, πολυφόρος, σπερματοῦχος, φοράς, φόριμος, φορός; Italian: proficuo, fruttuoso, produttivo; Latin: fecundus; Latvian: produktīvs, ražīgs, auglīgs, rezultatīvs; Maori: makuru, huākumu; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: owocny; Portuguese: produtivo, frutuoso; Romanian: fructuos; Russian: плодотворный, продуктивный, производительный, эффективный, приносящий хорошие результаты; Sanskrit: सफल; Slovene: ploden; Spanish: fértil, prolífico, productivo, fructífero; Ukrainian: продуктивний, плі́дний