ἐπίτοκος

From LSJ
Revision as of 10:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίτοκος Medium diacritics: ἐπίτοκος Low diacritics: επίτοκος Capitals: ΕΠΙΤΟΚΟΣ
Transliteration A: epítokos Transliteration B: epitokos Transliteration C: epitokos Beta Code: e)pi/tokos

English (LSJ)

ἐπίτοκον, (τόκος I)
A near childbirth, Hp.Superf.17, Antiph.306 (condemned by Phryn. 310), Arist.HA573a2, etc.: heterocl. acc. sg. ἐπίτοκα IG5(1).1390.33 (Andania).
2 fruitful, having borne children, Hp.Epid.6.8.32.
II (τόκος II) bearing interest upon interest, τόκοι ἐ. compound interest, Pl. Lg.842d.

German (Pape)

[Seite 994] 1) der Geburt, der Niederkunft nahe, von Phryn. 333 als unattisch für ἐπίτεξ verworfen, doch mit einer Stelle aus Antiphan. com. belegt, s. Arist. H. A. 6, 18 auch von Thieren, wie Plut. es. carn. 2, 1. – 2) Zinsen tragend, τόκοι ἐπίτοκοι, die wieder Zinsen tragen, Zins auf Zins, Plat. Legg. VIII, 842 d; δάνεισμα Poll. 8, 141.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίτοκος:
1 близкая к родам (αἶγες Arst.);
2 отданный в рост, дающий проценты: τόκοι ἐπίτοκοι Plat. сложные проценты.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίτοκος: -ον, ἐπὶ γυναικός, ἡ ἐγγὺς τοῦ τεκεῖν, «ἐπίτοκος ἡ γυνὴ ἀδοκίμως εἶπεν Ἀντιφάνης ὁ κωμῳδός, δέον ἐπίτεξ εἰπεῖν» Φρύν. 333· ἀλλ’ ἡ ἀποδοκιμαζομένη λέξις ἀπαντᾷ παρ’ Ἱπποκρ. καὶ Ἀριστ. 2) γόνιμος, τίκτουσα, Ἱππ. 1201Η· ἐν γαστρὶ ἔχουσα, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 18, 573. a2: καὶ οὕτω γιγνώσκουσιν ὅτι ἐπίτοκά εἰσιν οἱ ποιμένες, ἴδε ἐπίτεξ. ΙΙ. (τόκος ΙΙ) φέρων τόκον ἐπὶ τόκῳ, τόκοι ἐπίτοκοι, τόκοι ἐπιφέροντες τόκους, Λατ. vorsura, Πλάτ. Νόμ. 842D.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐπίτοκος, -ον)
(για γυναίκα ή θηλυκό ζώο) ετοιμόγεννη («οὕτω γιγνώσκουσιν, ὅτι ἐπίτοκά εἰσιν», Αριστοτ.)
αρχ.
1. γόνιμος, καρποφόρος
2. αυτός που φέρνει κι άλλον τόκο («καὶ ἐπιτόκων τόκων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. επί + τόκος (< τίκτω)].

Translations

fruitful

Basque: emankor; Bulgarian: плодовит, плодотворен; Danish: frugtbar; Dutch: vruchtbaar; Esperanto: fruktoporta; Estonian: viljakas; Finnish: viljava, antoisa; French: fructueux; German: fruchtbar; Greek: καρποφόρος; Ancient Greek: ἀρόσιμος, αὐξητικός, βαθύσπορος, γόνιμος, ἔγκαρπος, ἐνάρετος, ἐπίκαρπος, ἐπίτεκνος, ἐπίτοκος, εὔκαρπος, εὔσταχυς, εὔφορος, εὐώδιν, εὔωρος, ζείδωρος, καλλίκαρπος, κάρπιμος, καρποτελής, καρποφόρος, λιπαρός, μητρίδιος, πάμφορος, πολύβωλος, πολύκαρπος, πολυλήϊος, πολύσπορος, πολυφόρος, σπερματοῦχος, φοράς, φόριμος, φορός; Italian: proficuo, fruttuoso, produttivo; Latin: fecundus; Latvian: produktīvs, ražīgs, auglīgs, rezultatīvs; Maori: makuru, huākumu; Norwegian Bokmål: fruktbar; Nynorsk: fruktbar; Plautdietsch: fruchtboa; Polish: owocny; Portuguese: produtivo, frutuoso; Romanian: fructuos; Russian: плодотворный, продуктивный, производительный, эффективный, приносящий хорошие результаты; Sanskrit: सफल; Slovene: ploden; Spanish: fértil, prolífico, productivo, fructífero; Ukrainian: продуктивний, плі́дний