περιφέρεια

From LSJ
Revision as of 22:00, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρίαbane and salvation to a house is woman, bane or salvation to a house is woman, for a woman is disaster and salvation for the house

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιφέρεια Medium diacritics: περιφέρεια Low diacritics: περιφέρεια Capitals: ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ
Transliteration A: periphéreia Transliteration B: periphereia Transliteration C: perifereia Beta Code: perife/reia

English (LSJ)

Ion. περιφερείη, ἡ,
A circumference, κύκλου Heraclit.103; (rounded) surface, σφαίρας Ti.Locr.100e; of helmets, Plu.Cam.40 (pl.); τὰ ὦτα ἐπὶ τῆς αὐτῆς π. τοῖς ὄμμασι Arist.HA494b14; more generally, curve, Id.EN1102a31; curvature of the edge of a leaf, Thphr. HP 3.10.5; roundness, Hp.Art.61; spherical or curved shape, Epicur.Ep.2pp.49,51U.
2 arc of a circle, Arist.Ph.264b25, Euc.3.28; marked on concave sun-dial (πόλος), Sammelb.358.1 (iii B.C.).
II wandering, error, ἐν καρδίᾳ LXX Ec.9.3.

German (Pape)

[Seite 598] ἡ, das Herumgehen, sich Herumbewegen, der Umlauf, bes. Umfang eines runden Dinges, Peripherie, Tim. Locr. 100 e; auch Rundung, runder Körper, Sp., wie Plut. öfter.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. au pr. 1 circonférence, périphérie;
2 partie d'un cercle, arc de cercle;
3 rondeur;
II. fig. action de sortir du droit chemin, erreur.
Étymologie: περιφερής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιφέρεια -ας, ἡ [περιφερής] omtrek:; ἐπὶ κύκλου περιφερείας op de omtrek van een cirkel Heraclit. B 103; ronde vorm:. καθάπερ ἐν τῇ περιφερείᾳ τὸ κυρτὸν καὶ τὸ κοῖλον zoals bij een ronde vorm het bolle en het holle Aristot. EN 1102a31; κράνη... λεῖα ταῖς περιφερείαις helmen die glad waren aan de ronde buitenkant Plut. Cam. 40.4.

Russian (Dvoretsky)

περιφέρεια:
1 окружность, периферия Plat., Arst.;
2 часть окружности, дуга Arst.;
3 поверхность Plut.;
4 округлость Plut.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ περιφερής
1. η κλειστή επίπεδη καμπύλη στην οποία τερματίζεται η επιφάνεια του κύκλου, η κλειστή καμπύλη της οποίας όλα τα σημεία έχουν ίση απόσταση από το κέντρο το οποίο βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο
2. η κλειστή γραμμή που περιβάλλει κυκλικό ή σφαιρικό, περίπου, ανάλογο σχήμα ή σώμα (α. «περιφέρεια του κορμού του δέντρου» β. «περιφέρεια του κίονα»)
3. κυρτή, σφαιρική επιφάνεια (α. «περιφέρεια της σφαίρας» β. «περιφέρεια του θόλου» γ. «κράνη ὁλοσίδηρα καὶ λεῖα ταῖς περιφερείαις», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. εδαφική έκταση στην οποία ασκείται η δικαιοδοσία μιας αρχής ή συντελείται μια διαδικασία όπως τήν ορίζει ο νόμος (α. «Περιφέρεια Διοικήσεως Πρωτεύουσας» β. «Περιφέρεια Σουφλίου» γ. «εκπαιδευτική περιφέρεια» δ. «εκλογική περιφέρεια»)
2. η απομακρυσμένη από την πρωτεύουσα περιοχή
3. μτφ. το σύνολο τών χωρών του τρίτου κόσμου που είναι εξαρτημένες πολιτικά ή οικονομικά από τις πλούσιες και ισχυρές χώρες
4. οι γλουτοί
μσν.-αρχ.
1. η εξωτερική γραμμή, το περίγραμμα
αρχ.
1. η ακολουθία, η συνοδεία («τὴν τῶν χερουβεὶμ περιφέρειαν»)
2. τόξο κύκλου
3. σφάλμα, πλάνηπεριφέρεια ἐν καρδίᾳ αὐτῶν», ΠΔ).

Greek Monotonic

περιφέρεια: ἡ,
I. γραμμή γύρω από κυκλικό σώμα, περιφέρεια, σε Αριστ.
II. εξωτερική επιφάνεια, σε Πλούτ.
III. στρογγυλό σώμα, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

περιφέρεια: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡ γραμμὴ ἡ πέριξ κυκλοτεροῦς σώματος, κυκλοτερὴς γραμμή, περιφέρεια, Τίμ. Λοκρ. 100Ε, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 13, 10, κ. ἀλλ.˙ τὰ ὦτα ἐπὶ τῆς αὐτῆς π. τοῖς ὄμμασι ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 15, 13. β) μέρος κύκλου, τόξον, Ἀριστ. Φυσ. 8. 8, 32, Εὐκλείδ. 3. 28. 2) ἡ ἔξω ἐπιφάνεια, Πλουτ. Κάμιλλ. 40˙ στρογγυλότης, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 827˙ σῶμα στρογγύλον, Πλουτ. Ἀντών. 26. ΙΙ. πλάνη, σφάλμα, Ἑβδ. (Ἐκκλ. Θ΄, 3)˙ πρβλ. περιφορὰ ΙΙ. 4.

Middle Liddell

περιφέρεια, ἡ,
I. the line round a circular body, a periphery, circumference, Arist.
II. the outer surface, Plut.
III. a round body, Plut. [from περιφερής

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό περιφερής (=κυκλικός) τοῦ περιφέρωπερί + φέρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.