συντονία

From LSJ
Revision as of 17:34, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντονία Medium diacritics: συντονία Low diacritics: συντονία Capitals: ΣΥΝΤΟΝΙΑ
Transliteration A: syntonía Transliteration B: syntonia Transliteration C: syntonia Beta Code: suntoni/a

English (LSJ)

ἡ,
A tension, of the body or its organs, Hp.Acut.(Sp.) 29, Pl.Ti.84e, Arist.HA540a6, al., Thphr. Lass.7, Gal.6.174, 7.789; ῥώμη ἢ σ. Id.6.154.
2 tension of mind, intense application or exertion, opp. ἄνεσις, Arist.Pol.1341b41, Rh.1370a12; σ. ψυχῆς πρὸς τὸ καταμαθεῖν Pl.Def.413d.
II intensity, φλεγμονῆς Hp.Prog.6 (interpol. in 2 codd., om. Kühl.); φορᾶς Epicur.Ep.2p.45U.
III agreement, τῶν οὐρανίων πρὸς τὰ ἐπίγεια Chrysipp.Stoic.2.172.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 forte tension (du corps, des organes, etc.);
2 tension de l'esprit, application intense.
Étymologie: σύντονος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συντονία -ας, ἡ, Ion. ξυντονίη [σύντονος] spanning. overdr. inspanning:; μετὰ πόνου καὶ συντονίας met moeite en inspanning Aristot. Pol. 1337b40; κιρναμένην … τὴν Φαβίου βεβαιότητα καὶ ἀσφάλειαν τῇ Μαρκέλλου συντονίᾳ de vastheid en onwankelbaarheid van Fabius gemengd met de geconcentreerde daadkracht van Marcellus Plut. Fab. 19.4; met πρός + acc. gericht op. [Plat.] Def. 413d.

German (Pape)

ἡ, Spannung, παθήματος, Plat. Tim. 84e; Anspannung, Anstrengung, ψυχῆς πρὸς τὸ καταμαχεῖν, detin. 413d; Hippocr.; – Zusammenstimmung, DL. 7.140.

Russian (Dvoretsky)

συντονία:
1 натяжение, напряжение (τὸ ἀπὸ τῆς συντονίας πάθημα Plat.);
2 стремление, рвение (ψυχῆς πρός τι Plat.);
3 созвучность, согласованность (τῶν οὐρανίων πρὸς τὰ ἐπίγεια Diog. L.).

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυντονία Α σύντονος
νεοελλ.
1. συντονισμός
2. μουσ. συμφωνία τόνου
μσν.-αρχ.
επίταση
αρχ.
1. σύντονη ενέργεια
2. ένταση, τέντωμα
3. συμφωνία («τὴν τῶν οὐρανίων πρὸς τὰ ἐπίγεια σύμπνοιαν καὶ συντονίαν», Χρύσ. Στωικ.).

Greek Monotonic

συντονία: ἡ, συντονισμένη ενέργεια ή έντονη δραστηριότητα σκέψης, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

συντονία: ἡ, ἔντασις, ἐπὶ τοῦ σώματος ἢ τῶν ὀργάνων αὐτοῦ, Ἱππ. 401. 28, Πλάτ. Τίμ. 84Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 5. 2, 6, κ. ἀλλ. 2) ἔντασις τῆς διανοίας, σύντονος ἐνέργεια αὐτῆς, δραστικότης, ἀντίθετον τῷ ἄνεσις, ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 8. 7, 3, Ρητορ. 1. 11, 4· σ. ψυχῆς πρὸς τὸ καταμαθεῖν Πλάτ. Ὅροι 413D. II. ἐπίτασις, φλεγμονῆς Ἱππ. Προγν. 38. ΙΙΙ. συμφωνία, Διογ. Λ. 7. 140.

Middle Liddell

συντονία, ἡ,
intense application or exertion, Arist.

Translations

agreement

Arabic: اِتِّفَاق‎, تَوَافُق‎, تَفَاهُم‎; Moroccan Arabic: اتفاقية‎; Azerbaijani: razılaşma, saziş, müqavilə, bağlaşma; Belarusian: пагадненне; Bengali: করার; Bulgarian: съгласие; Catalan: acord, pacte; Chinese Mandarin: 協議/协议, 同意, 答應/答应, 協定/协定; Corsican: accordu; Czech: domluva, souhlas, soulad; Danish: aftale, samtykke; Dutch: afspraak, overeenkomst, goedkeuring; Esperanto: interkonsento; Finnish: sopimus; French: accord, entente, pacte; Galician: acordo; German: Vereinbarung, Zustimmung; Gothic: 𐍃𐌰𐌼𐌰𐌵𐌹𐍃𐍃; Greek: συμφωνία; Ancient Greek: ἅδιξις, ἀκολουθία, ἁρμονία, διαλλαγή, διομολογία, καταίνεσις, ξύμπνοια, ξυμφωνία, ξυναλλαγή, ξύνθεσις, ξύνθημα, ὁμολογά, ὁμολογία, ὁμολογίη, ὁμόνοια, ὁμοφωνία, πάκτον, συγκατάθεσις, συγχρηματισμός, συγχώρημα, συγχώρησις, σύμπνοια, συμπνοίη, συμφρόνησις, συμφώνημα, συμφώνησις, συμφωνία, συναλλαγή, σύνθεσις, σύνθημα, σύννευσις, συνομολογία, συνομόνοια, συντονία, συντρέχεια, συνῳδία, τὸ συμπνεῖν; Hebrew: הֶסְכֵּם‎, הַסְכָּמָה‎; Hindi: इक़रार; Hungarian: megegyezés, egyezmény; Irish: conradh; Italian: consenso, accordo; Japanese: 合意, 一致, 納得, 賛成; Kazakh: келісім; Khmer: កិច្ចព្រមព្រៀង, កតិកា; Korean: 협정(協定), 합의(合意), 동의(同意); Kurdish Central Kurdish: یەککەوتن‎; Northern Kurdish: peyman, tifaq; Kyrgyz: макулдук, келишим; Lao: ກະຕິກາ, ຂໍ້ຕົກລົງ; Latin: sponsio, pactum, foedus, compectum; Macedonian: спогодба, агреман; Malay: persetujuan; Malayalam: ഉടമ്പടി, തീരുമാനം; Maltese: ftehim; Maori: whakaaetanga, kirimana; Mirandese: acuordo; Navajo: ahaʼdeetʼaah; Norman: accord; Norwegian Bokmål: avtale, samtykke, overenskomst; Persian: پیمان‎, توافق‎; Polish: umowa; Portuguese: consenso, acordo, pacto; Romanian: acord, consens, înțelegere; Russian: согласие, договор, договор, соглашение, договорённость; Scottish Gaelic: aontachadh, còrdadh, aonta; Serbo-Croatian Cyrillic: спо̏разӯм; Roman: spȍrazūm; Sicilian: accordu, accordiu; Slovak: dohoda; Slovene: dogovor; Spanish: acuerdo, convenio; Swahili: mkataba; Swedish: avtal, överenskommelse, samtycke; Tagalog: usapan; Tajik: маслиҳат, созиш, тавофуқ; Thai: กติกา; Tocharian B: plāksar; Tok Pisin: agrimen; Ukrainian: угода, договір, домовленість; Vietnamese: đồng ý, hiệp định; Walloon: acoird; Welsh: cydfod, cytundeb, cytgord