πη
Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt
English (LSJ)
Dor. Adv.
A somewhere, anywhere, ἄλλη πη Berl.Sitzb.1927. 167 (Cyrene). II indirect interrog. πῆ, where, ἴσατι πῆ ἐστι Supp.Epigr.4.70 (Locr. Epizeph.); cf. sq. B. 11.2. (Panhellenic η and no iota, cf. πήποκα.)
Greek (Liddell-Scott)
πη: ἢ πῃ, Ἰων. (ἀλλ. οὐχὶ παρ’ Ὁμ.) κη, Δωρ. πα· ἐγκλιτ. μόριον. Ι. τρόπου, κατά τινα τρόπον, κἄπως, καὶ μετ’ ἀρνήσεως, οὐδόλως, διόλου, οὐδὲ πή ἐστι Ἰλ. Ζ. 267, πρβλ. Ὀδ. Μ. 433, Ν. 207· οὐδὲ τί πη δύναμαι Ἰλ. Φ. 219· οὔτι πη Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 105· οὕτω πη, κατὰ τοιοῦτόν τινα τρόπον, Ἰλ. Ω. 373· οὕτω, ταῦτά κη Ἡρόδ. 5. 40· τῇδε πη Πλάτ. Φαίδων 73Β, κτλ.· ταύτῃ πη ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 433Ε, κτλ.· ἢ ἔχεις πη ἄλλῃ λέγειν ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 427Ε· ἄλλῃ γέ πη ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 189C· εἴ πη, ἐὰν κατά τινα τρόπον, ὁ αὐτ. Πρωτ. 354Ε· μή πη..., μὴ κατά τινα τρόπον, ὁ αὐτ. ἐν Σοφιστ. 242Β, κτλ.· ἦ πα...; μήπως τῷ ὄντι…; Θεόκρ. 4. 3· οὕτως, ἆρά γέ πα...; ὁ αὐτ. 7. 149, 151· μάλιστά κη, κἄπου περίπου, ἐπὶ ἀορ. ἀριθμῶν, Ἡρόδ. 2. 75., 4. 86, κτλ.· πρὸς περιορισμὸν ὑπερθετικοῦ, ἀπορώτατά πη Πλάτ. Τίμ. 51Α, κτλ. ΙΙ. ἐπὶ τόπου, εἴς τι μέρος, ἠέ πη ἐς γαλόων ἢ εἰνατέρων...; Ἰλ. Ζ. 378, 383· οὔτε πη ἄλλῃ, οὔτε ἀλλοῦ πουθενά, Ὀδ. Β. 127· προσέτι, οὐδέ πῃ ἀσπὶς ἔην οὐδ’ ἄλκιμον ἔγχος ἕλεσθαι Χ. 25· ἀλλά πῃ ἄλλῃ, ἀλλὰ κἄπου ἀλλοῦ, Γ. 251· ― μετὰ γεν., ἦ πή με... πολίων... ἄξεις; θὰ μὲ φέρῃς εἴς τινα πόλιν, Ἰλ. Γ. 400· εἴ πη πιέζοιντο Θουκ. 1. 49· πεσόντος πη τοῦ τείχους Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5, κτλ.· οὐδὲ πη ἄλλῃ Ὀδ. Χ. 140· ἀέρι πα Θεόκρ. 17. 120. 2) πῆ μέν..., πῆ δέ..., ποῦ μέν..., ποῦ δέ..., πῇ μὲν ἀτέκμαρτοι βάθει χιόνος ἀτραποί, πῇ δὲ ἑλῶν καὶ ῥευμάτων παρατρεπομένων ἀσάφεια πολλὴ τῆς πορείας Πλουτ. Καῖσ. 25· ἐν μέρει μέν..., ἐν μέρει δέ, ἀφ’ ἑνὸς μέν, ἀφ’ ἑτέρου δέ, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 12· ― πῆ μέν..., ἔστι δ’ ὅτε, ὁτὲ μέν..., ἐνίοτε ὅμως, Πλουτ. Ἀλκ. 6. Β. πῆ ἢ πῇ, Ἰων. (ἀλλ. οὐχὶ παρ’ Ὁμ.) κῆ, Δωρ. πᾶ· ἐρωτημ. μόριον· Ι. τρόπου, κατὰ ποῖον τρόπον; πῶς; Λατ. qua ratione? πῇ κέν τις ὑφεκφύγοι αἰπὺν ὄλεθρον Ὀδ. Μ. 287, κτλ.· οὕτω παρ’ Ἀττ., πῇ σοι δοκεῖ περὶ αὐτοῦ…; Πλάτ. Φαίδων 76B, Πρωτ. 353C, κτλ.· πῇ δή; Πλάτ. Πολ. 376B, κτλ.· πῇ δὴ οὖν ποτε; πῶς ἄρά γε; πῶς ἐπὶ τέλους; ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 694B· πῆ μάλιστα; πῶς ἀκριβῶς; ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 537E· πῶς οὖν καὶ πῆ; ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 686B· ― ὡσαύτως ἐν πλαγίαις ἐρωτήσεσι, ἐκαραδόκεον τὸν πόλεμον κῆ ἀποβήσεται Ἡρόδ. 8. 67, πρβλ. 1. 3, 2, Αἰσχύλ. Πρ. 99· εἰδέναι πῆ διαφέρει Ξεν. Ἱέρ. 1. 2, πρβλ. Κύρ. 1. 6, 14, κτλ. 2) πρὸς τί; διὰ τί; πρὸς τίνα σκοπόν; Λατ. quorsum? Ἰλ. Κ. 385, Ὀδ. Β. 364, κτλ.· πῆ δή; Ρ. 219, κτλ. ΙΙ. τόπου, εἰς ποῖον μέρος; ποῦ; Λατ. qua? πῆ ἔβη Ἀνδρομάχη; Ἰλ. Ζ. 377, πρβλ. Ε. 472, κτλ.· πᾶ τις τράποιτ’ ἄν; Αἰσχύλ. Χο. 409· οὕτω, πῆ δή; Ἰλ. Ω. 201· πῆ γάρ; Ὀδ. Ο. 509. 2) σπανιώτερον ὡς τὸ ποῦ; Ἰλ. Ν. 307· πᾶ πᾶ κεῖται; Σοφ. Αἴ. 912, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 1057, ἔνθα ἴδε Πόρσ. (1062)· ― ὡσαύτως εἰς πλαγ. ἐρωτήσεις, Ξεν. Ἑλλ. 2. 4. 31· μετὰ γεν., ἐπειρώτα..., κῆ γῆς οἰκημένοι..., Ἡρόδ. 5. 73. ― Πρβλ. ποῖ. (Ἐπειδὴ εἶναι δοτικὴ τοῦ ἀχρήστου *πος, ἐξ οὗ τὸ Ἐπίρρ. πως, πολλοὶ τῶν ἐκδοτῶν γράφουσι πῃ, πῇ, ὡς ὁ Wolf ἐν τῇ τοῦ Ὁμήρου ἐκδόσει τοῦ 1804 (ἂν καὶ ἐν μεταγεν. ἐκδόσει ἔγραφε πη, πῆ), ὁ Βεκκῆρος ἐν Ὁμ., Θουκ., κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πῇ· ποῖ, πῶς, εἰς τίνα τόπον».
Greek Monolingual
(I)
Α
(δωρ. επίρρ.)
1. κάπου, οπουδήποτε («αλλη πη», Επιγρ. Κυρ.)
2. σε πλάγια ερώτηση («ἴσατι πῆ ἐστι», Επιγρ. Επιζ. Λοκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πο-].———————— (II)
και ιων. τ. κη και δωρ. τ. πα Α
Α' (εγκλιτ. μόριο) Ι. (τροπ.)
1. κατά κάποιο τρόπο, τρόπον τινά, κάπως (α. «ταῡτα κῃ λεγόντων συνεχώρησε ὁ Ἀναξανδρίδης», Ηρόδ.
β. «ἤ ἔχεις πῃ ἄλλῃ κάλλιον λέγειν», Πλάτ.)
2. (με άρνηση) καθόλου, διόλου, κατά κανέναν τρόπο («οὐ δὲ πῃ ἐστι, κελαινεφέϊ Κρονίωνι αἵματι καὶ λύθρῳ πεπαλαγμένον εὐχετάασθαι», Ομ. Ιλ.)
II. τοπ.
1. κάπου, προς κάποιο μέρος, σε κάποιον τόπο (α. «οὔτε πῃ ἄλλῃ», Ομ. Ιλ.
β. «ἦ πῄ με... πολίων... ἄξεις», Ομ. Ιλ.)
2. κάπου, οπουδήποτε (α. «οὐδέ πῃ ἀσπὶς ἔην», Ομ. Ιλ.
θ. «εἴ πῃ πιέζοιντο», Θουκ.)
3. φρ. «πῇ μέν... πῇ δέ» — εν μέρει μεν, εν μέρει δε, αφ' ενός... αφ' ετέρου
Β' (ερωτημ. μόριο) Ι. (τροπ.)
1. με ποιο τρόπο, πώς (α. «πῇ κέν τις ὑπεκφύγοι αἰπὺν ὄλεθρον», Ομ. Οδ.
β. «πῇ δή», πώς λοιπόν, Πλάτ.
γ. «πῇ δή οὖν ποτε», πώς επιτέλους, Πλάτ.
«πῇ μάλιστα», πώς ακριβώς; Πλάτ.
δ. «ἐκαραδόκεον τὸν πόλεμον κῇ ἀποβήσεται», Ηρόδ)
2. γιατί, για ποιο σκοπό, για ποιο λόγο («πῇ δ' οὕτως ἐπὶ νῆας ἀπὸ στρατοῡ ἔρχεται οἶος», Ομ. Ιλ.)
II. (του τόπου) σε ποιο μέρος, πού, προς τα πού («πῇ ἔβη Ἀνδρομάχη... ἐκ μεγάροιο», Ομ. Ιλ.)
2. (σπανιότερα) πού («πᾷ, πᾷ κεῑται;», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πο-].