χρίω

From LSJ
Revision as of 18:02, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T21)

νύκτα οὖν ἡμέραν ποιούμενος → without delay, as soon as possible, as fast as possible, making the night day, making night into day, turning night into day

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρίω Medium diacritics: χρίω Low diacritics: χρίω Capitals: ΧΡΙΩ
Transliteration A: chríō Transliteration B: chriō Transliteration C: chrio Beta Code: xri/w

English (LSJ)

Ep. impf.

   A χρῖον Od.4.252, also χρίεσκε A.R.4.871: fut. χρίσω E.Med.789: aor. ἔχρῑσα Od.10.364, etc., Ep. χρῖσα Il.16.680, Od.4.49: pf. κέχρῑκα LXX 1 Ki.10.1, al.:—Med., fut. χρίσομαι Od.6.220: aor. part. χρῑσάμενος ib.96, Hes.Op.523, etc.:—Pass., fut. χρισθήσομαι LXXEx.30.32: aor. ἐχρίσθην A.Pr.675, Achae.10: pf. κέχρῑμαι Hdt.4.189,195, Magnes 3, etc., later κέχρισμαι LXX 2 Ki. 5.17: plpf. ἐκέχριστο f. l. in X.Cyr.7.1.2; 3pl. ἐκέχριντο Callix.2. [Even in pres. and impf. ι is long, Od.21.179 (ἐπι-χρῑοντες), Il.23.186, S.Tr.675, etc.; χρῐει only in late Poets, as AP6.275 (Noss.): in fut. and all other tenses ῑ without exception, whence the proper accent. is χρῖσαι, κεχρῖσθαι, χρῖσμα, etc.:—touch the surface of a body slightly, esp. of the human body, graze, hence,    I rub, anoint with scented unguents or oil, as was done after bathing, freq. in Hom., λόεον καὶ χρῖον ἐλαίῳ Od.4.252; ἔχρισεν λίπ' ἐλαίῳ 3.466; λοέσσαι τε χρῖσαί τε 19.320; of a dead body, χρῖεν ἐλαίῳ Il.23.186; anoint a suppliant, Berl.Sitzb.1927.170 (Cyrene); πέπλον χ. rub or infect with poison, S.Tr.675, cf. 689,832 (lyr.): metaph., ἱμέρῳ χρίσασ' οἰστόν E.Med.634 (lyr.); οὐ μέλανι, ἀλλὰ θανάτῳ χ. τὸν κάλαμον Plu.2.841e:—Med., anoint oneself, Od.6.96; κάλλεϊ ἀμβροσίῳ οἵῳ . . Κυθέρεια χρίεται 18.194, cf. Hes.Op.523; ἐλαίῳ Gal.6.417; ἐκ φαρμάκου Luc. Asin.13: c. acc. rei, ἰοὺς χρίεσθαι anoint (i. e. poison) one's arrows, Od.1.262:—Pass., χρίεσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου Hdt.3.124; βακκάριδι κεχριμένος Magnes l. c.; συκαμίνῳ τὰς γνάθους κεχριμέναι Eub.98.3: metaph., Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχριμένου Ar.Fr.581.    2 in LXX, anoint in token of consecration, χ. τινὰ εἰς βασιλέα 4 Ki.9.3; εἰς ἄρχοντα 1 Ki.10.1; εἰς προφήτην 3 Ki.19.16; also χ. τινὰ τοῦ βασιλεύειν Jd.9.15: c. dupl. acc., χ. τινὰ ἔλαιον Ep.Heb.1.9.    II wash with colour, coat, αἰγέαι κεχριμέναι ἐρευθεδάνῳ Hdt.4.189; πίσσῃ ib.195, cf. Inscr.Délos442A188 (ii B. C.); ἀσφάλτῳ X.Cyr.7.5.22 (Pass.); στοάν Supp.Epigr.4.268 (Panamara, ii A. D.):—Med., τὸ σῶμα μίλτῳ χρίονται smear their bodies, Hdt.4.191.    III wound on the surface, puncture, prick, sting, of the gadfly in A.Pr.566,597, 880 (all lyr.):—Pass., ὀξυστόμῳ μύωπι χρισθεῖσ' ib.675.

German (Pape)

[Seite 1377] eigtl. die Oberfläche eines Körpers, bes. des menschlichen Leibes, leicht berühren, darüber hinstreichen; dah. – a) mit wohlriechender Salbe, mit Salböl bestreichen u. einreiben, salben, welches von den ältesten Zeiten an gleich nach dem Bade zu geschehen pflegte; oft bei Hom.: χρῖεν ἐλαίῳ Il. 23, 186; ὅτε δή μιν ἐγὼ λόεον καὶ χρῖον ἐλαίῳ Od. 4, 252, wie ἐπεὶ λοῦσέν τε καὶ ἔχρισεν λίπ' ἐλαίῳ 3, 466 u. öfter; λοέσσαι τε χρῖσαί τε 19, 320; u. med., ἀμβροσίῳ, οἵῳ Κυθέρεια χρίεται 18, 194, sich salben, wie χρισάμενοι 6, 96; Hes. O. 524; χρίεσθαι ἰούς, sich, zu eigenem Gebrauche seine Pfeile salben, mit Gift bestreichen, Od. 1, 262; Soph. Tr. 672. 686; ἱμέρῳ χρίσασα τόξα Eur. Med. 635, vgl. 789; μύρῳ Luc. merc. cond. 28. – b) mit Farbe überstreichen, anstreichen, färben, schminken, tünchen; κεχριμένος ἐρευθεδάνῳ Her. 4, 189, πίσσῃ 195; χρίεσθαι τὰ σώματα μίλτῳ 191; ὅπλα ἐκέχριστο χρυσοειδεῖ χρώματι Xen. Cyr. 7, 1,2. – Auch = die Haut leicht verletzen, ritzen, streifen, in welcher Bdtg ι im aor. u. den übrigen tempp. außer praes. u. impf. kurz ist; χρίει τις αὖ με τάλαιναν οἶστρος Aesch. Prom. 566, vgl. 600. 882; ὀξυστόμῳ μύωπι χρισθεῖσα 678; Phryn. in B. A. 46.

Greek (Liddell-Scott)

χρίω: Ἐπικ. παρατ. χρῖον, ἴδε κατωτ.˙ -μέλλ. χρίσω Εὐρ. Μήδ. 789. - ἀόρ. ἔχρῑσα, Ἐπικ. χρῖσα Ἰλ. Π. 680, Ὀδ. Δ. 49˙ - πρκμ. κέχρῑκα Ἑβδ. (Α΄ Βασ. Γ, 1, κ. ἀλλ.)˙ - Μέσ. μέλλ. χρίσομαι Ὀδ. Ζ. 220˙ - ἀόρ. μετοχ. χρῑσάμενος Ζ. 96, Ἠσ., κλπ.- Παθ., μέλλ. χρισθήσομαι Ἑβδ. - ἀόρ. ἐχρίσθην Αἰσχύλ. Πρ. 675, Ἀχαι. Τραγ. Ἀποσπ. 10˙ - πρκμ. κέχρισμαι ἢ (παρὰ τοῖς παλαιοτέροις) κέχρῑμαι Ἡρόδ. 4. 189, 195, καὶ Ἀττ., ἴδε κατωτ. ὑπερσ. ἐκέχριστο ἢ -ι το Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 1, 2. [Τὸ ι εἶναι μακρὸν ἔτι καὶ ἐν τῷ ἐνεστ., ἴδε Ὀδ. Φ. 179, Ἰλ. Ψ. 186, Σοφ. Τρ. 675, κλπ.˙ χρῐει μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, οἷον Ἀνθ. Π. 6. 275˙ ἐν τῷ μέλλ. καὶ τοῖς λοιποῖς χρόνοις ῑ ἄνευ ἐξαιρέσεως, ὅθεν ὁ προσήκων τονισμὸς εἶναι χρῖσαι, κεχρῖσθαι, χρῖσμα, κλπ. Ἡ παρατήρησις τοῦ Buttm. ὅτι τὸ ι εἶναι βραχὺ ἐπὶ τῆς σημασ. ΙΙΙ δὲν δύναται νὰ δικαιολογηθῇ]. Ἐκ τῆς √ΧΡΙ παράγεται καὶ τὸ χρίμπτω˙ Σανσκρ. ghri, ghartum, (conspergo), ghrish, gharsh-ami  Λατ. fri-o, fri-co, πρβλ. καὶ χράω Α.) Ἐγγίζω, ψαύω τὴν ἐπιφάνειαν σώματός τινος, ἐλαφρῶς, μάλιστα δὲ τὸ ἀνθρώπινον σῶμα, ἐπιψαύω, ὅθεν, 1) ἐπιτρίβω, ἐπαλείφω δι’ εὐώδους μύρου ἢ ἐλαίου, ὡς ἐγίνετο μετὰ τὸ λουτρὸν, συχν. παρ’ Ὁμ., λόεον καὶ χρῖον ἐλαίῳ Ὀδ. Δ. 252˙ ἔχρισεν λίπ’ ὅ ἐλαίῳ Ἰλ. Ψ. 186˙ ᾧ γὰρ τὸν ἐνδυτῆρα πέπλον ἀρτίως ἔχριον… τοῦτ’ ἠφάνισται, τοῦτο ἐξηφανίσθη, Σοφ. Τρ. 675, πρβλ. 689, 832˙ μεταφορ., ἱμέρῳ χρίσασ’ οἰστὸν Εὐρ. Μήδ. 634˙ - Μέσ., ἀλείφω ἐμαυτόν, ἀλείφομαι, Ὀδ. Ζ. 96˙ κἀλλεῖ ἀμβροσίῳ οἵῳ Κυθέρεια χρίεται Σ. 193, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 521˙ ἐκ φαρμάκου Λουκ. Λούκιος ἢ Ὄκ. 13˙ μετ’ αἰτ. πράγμ., χρίεσθαι ἰούς, ἀλείφειν διὰ δηλητηρίου τὰ βέλη Ὀδ. Α. 262. - Παθ., χρίεσθαι ὑπὸ τοῦ ἡλίου Ἡρόδ. 3. 124˙ βακκάριδι κεχριμένος Μάγνης ἐν «Λυδοῖς» 1˙ συκαμίνῳ τὰς γνάθους κεχριμέναι Εὔβουλος ἐν «Στεφανοπώλεσιν»1˙ μεταφορ., Σοφοκλέους τοῦ μέλιτι κεχριμένου Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 231. 2) παρὰ τοῖς Ἑβδ., χρίω διὰ τοῦ ἱεροῦ χρίσματος εἰς ἔνδειξιν καθιερώσεως, π.χ. χρ. τινά εἰς βασιλέα Α΄ Βασιλ. Θ΄, 3˙ εἰς ἄρχοντα Α΄ Βασιλ. Ι΄, 1˙ εἰς προφήτην Γ΄ Βασιλ. ΙΘ΄, 16 ὡσαύτως, χρ. τινὰ τοῦ βασιλεύειν Κριτ. Θ΄, 15˙ μετὰ διπλ. αἰτ., ἔλαιον χρ. τινὰ Ἐπιστ. πρ. Ἑβρ. α΄, 9. ΙΙ. ἐπιχρίω, ἀλείφω, κεχριμένος ἐρευθεδάνῳ Ἡρόδ. 4. 189 πίσσῃ αὐτόθι 195˙ ἀσφάλτῳ Ξεν. Κύρ. Παιδ. 7. 5, 22˙ - ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, χρίεσθαι τὰ σώματα μίλτῳ, ἀλείφεσθαι διὰ μίλτου, κοκκίνου χρώματος, αὐτόθι 191. ΙΙΙ. νύττω, κεντῶ, κεντρίζω, χρίει τις αὖ με τὴν τάλαιναν οἶστρος Αἰσχύλ. Πρ. 567 χρίουσα μέτροισι 598˙ οἴστρου δ’ ἄρδις χρίει μ’ ἄπυρος 880.- Παθ., ὀξυστόμῳ μύωπι χρισθεῖσ’ αὐτόθι 675˙ πρβλ. ἐγχρίω ΙΙΙ. - Ἴδε Cabet ἐν Λογίῳ Ἑρμῇ Κόντου τόμ. Α΄ , σ. 471.

French (Bailly abrégé)

pf. κέχρικα;
Pass. f. χρισθήσομαι, ao. ἐχρίσθην, pf. κέχριμαι, postér. κέχρισμαι;
toucher légèrement, effleurer, d’où
1 écorcher légèrement, piquer : μύωπι ESCHL avec l’aiguillon ; fig. en parl. de la maladie;
2 frotter ; oindre, enduire : χρ. ἐλαίῳ OD oindre d’huile ; oindre d’ambroisie, d’un parfum, d’un onguent ; avec l’acc. de l’objet qu’on enduit : πέπλον χρ. SOPH enduire une tunique (de poison) ; χρ. ὅπλα χρώματι XÉN enduire des armes d’une couleur;
Moy. χρίομαι (ao. ἐχρισάμην);
1 intr. se graisser : ἐλαίῳ OD d’huile;
2 tr. oindre, enduire : ἰούς OD enduire ses flèches de poison ; τὰ σώματα μίλτῳ HDT enduire leur corps de vermillon.
Étymologie: R. Χρι, frotter ; cf. lat. frio, frico ; cf. χρίμπτω.

English (Autenrieth)

ipf. χρῖον, aor. ἔχρῖσα, χρῖσε, mid. fut. χρίσομαι: smear with oil, anoint; mid., oneself, or something of one's own, ἰοὺς φαρμάκῳ, Od. 1.262.

English (Slater)

χρῑω
   1 rub on ἀντίτομα στερεᾶν ὀδυνᾶν δῶκε χρίεσθαι (P. 4.222)

Spanish

ungir, untar

English (Strong)

probably akin to χράομαι through the idea of contact; to smear or rub with oil, i.e. (by implication) to consecrate to an office or religious service: anoint.

English (Thayer)

1st aorist ἀχρισα; (akin to χείρ (?), see Curtius, § 201), χραίνω; properly, 'to touch with the hand', 'to besmear'); from Homer down; the Sept. for מָשַׁח; to anoint (on the persons who received anointing among the Hebrews , see χρῖσμα); in the N. T. only tropically, of God a. consecrating Jesus to the Messianic office, and furnishing him with powers necessary for its administration (see χρῖσμα): ἔλαιον, (like verbs of clothing, putting on, etc. (cf. Winer s Grammar, § 32,4a.; Buttmann, § 131,6)), Theophilus ad Autol. 1,12we find χρίεσθαι ἔλαιον Θεοῦ and χρίεσθαι φωτί καί πνεύματι almost in the same sentence); πνεύματι ἁγίῳ καί δυνάμει, χρίειν used absolutely, ἐγχρίω, ἐπιχρίω. Synonym: see ἀλείφω, at the end)