οἰκουμένη

From LSJ
Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκουμένη Medium diacritics: οἰκουμένη Low diacritics: οικουμένη Capitals: ΟΙΚΟΥΜΕΝΗ
Transliteration A: oikouménē Transliteration B: oikoumenē Transliteration C: oikoumeni Beta Code: oi)koume/nh

English (LSJ)

(sc. γῆ), ἡ,

   A inhabited region, v. οἰκέω A. 1 ; then the Greek world, opp. barbarian lands, D.7.35 ; πᾶσα ἡ οἰ. Id.18.48 ; in Arist.Mete.362b26, ἡ οἰ., = the inhabited world (including non-Greek lands, as Ethiopia, India, Scythia), as opp. possibly uninhabited regions, cf. Cleom.2.1 ; in Arist.Mu.392b26, ἥδε ἡ οἰ., = our world (= Asia, Libya, Europe); οἰκουμέναι worlds, ib.31 ; ἡ φιλία περιχορεύει τὴν οἰ. Epicur.Sent.Vat.52 ; σοῦ (i.e. Ptolemy 11 or 111) τῆς οἰ. πάσης βασιλεύοντος PSI5.541.7, cf. LXX 1 Es.2.3 ; loosely, the whole world, Hyp.Eux.33 (prob.), Antiph.179, PMag.Lond.121.704, Luc. Halc.3, Ath.8.350a : so perh. in some passages cited under 11.    II the Roman world, ὁ ἀγαθὸς δαίμων (etc.) τῆς οἰ., i.e. the Emperor, OGI666.4,668.5, POxy.1021.5 (i A.D.), CIG2581-2,4416,Ev.Luc.2.1, Act.Ap.17.6, 24.5, Sammelb.176.2 (ii A.D.), Gal.10.7, Luc.Macr. 7.    III ἡ οἰ. ἡ μέλλουσα the world to come, i.e. the kingdom of Christ, Ep.Hebr.2.5.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκουμένη: (ἐξυπ. γῆ), ἡ, ἡ κατοικουμένη, τὸ κατοικούμενον μέρος αὐτῆς, δι’ ἧς λέξεως ἐδήλουν οἱ Ἕλληνες τὸ ὑπ’ αὐτῶν κατοικούμενον μέρος τῆς γῆς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰς βαρβαρικὰς χώρας, Ἡρόδ. 4. 110· ἐν τῇ οἰκ. Δημ. 85. 17· πᾶσα ἡ οἰκ. ὁ αὐτ. 242. 1· ἐν Ὑπερείδη ὑπὲρ Εὐξ. 42, πιθ. ὁ ὅλος κόσμος. ΙΙ. οὕτω κατὰ τοὺς Ρωμαϊκοὺς χρόνους, ὁ Ρωμαϊκὸς κόσμος, ὁ κύριος τῆς οἰκουμένης, δηλ. ὁ αὐτοκράτωρ, ἐπιγραφ. Ἱεραπυτν. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2581-2, πρβλ. 4416, Εὐαγγ. κ. Λουκ. β΄ 1, Πράξ. Ἀπ. ιζ΄, 6, κδ΄, 5, κτλ. ΙΙΙ. ἡ οἰκ. ἡ μέλλουσα ὁ ἐρχόμενος κόσμος, δηλ. ἡ βασιλεία τοῦ Χριστοῦ, Ἐπιστ. π. Ἑβρ. β΄, 5.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
v. οἰκέω.

English (Strong)

feminine participle present passive of οἰκέω (as noun, by implication, of γῆ); land, i.e. the (terrene part of the) globe; specially, the Roman empire: earth, world.

English (Thayer)

οἰκουμένης, ἡ (feminine of the present passive participle from οἰκέω (namely, γῆ; cf. Winer s Grammar, § 64,5; Buttmann, § 123,8));
1. the inhabited earth;
a. in Greek writings often the portion of the earth inhabited by the Greeks, in distinction from the lands of the barbarians, cf. Passow, ii., p. 415a; (Liddell and Scott, under the word, I.).
b. in the Greek authors who wrote about Roman affairs (like the Latin orbis terrarum) equivalent to the Roman empire: so πᾶσαοἰκουμένη contextually equivalent to all the subjects of this empire, the whole inhabited earth, the world (so in (Hyperides, Eux. 42 (probably Liddell and Scott)) the Sept. for תֵּבֵל and אֶרֶץ): πᾶσαοἰκουμένη, Josephus, b. j. 7,3, 3); ὅλῃ ἡ οἰκουμένη, Josephus, Antiquities 8,13, 4 πᾶσαοἰκουμένη; cf. Bleek, Erklär. d. drei ersten Evv. i., p. 68); by metonymy, the inhabitants of the earth, men: ἡ οἰκουμένη ὅλῃ, all mankind, the universe, the world: τά πάντα); ἡ οἰκουμένη μελλουσα, that consummate state of all things which will exist after Christ's return from heaven, πάντα and τά πάντα, Hebrews 2:8, which there is taken in an absolute sense).

Greek Monolingual

η (ΑΜ οικουμένη, Α ιων. τ. οἰκεομένη, αιολ. τ. οἰκημένα)
1. όλες οι χώρες και όλοι οι λαοί της γης («ἐμὲ ἀνέδειξε βασιλέα τῆς οἰκουμένης ὁ κύριος τοῡ Ἰσραήλ», ΠΔ)
2. (κατ' επέκτ.) όλη η έκταση της γης, η υφήλιος, ο κόσμος, το σύμπαν («όλην την οικουμένην σκεπάζουν σκοτεινά... τα μεγάλα πτερά της βαθειάς νύκτας», Κάλβ.)
αρχ.
1. το μέρος της γης που κατοικούσαν οι Έλληνες, ο ελληνικός κόσμος, σε αντιδιαστολή προς τις βαρβαρικές χώρες
2. (στους Ρωμαίους) όλος ο κόσμος που βρισκόταν κάτω από την εξουσία της Ρώμης, ο ρωμαϊκός κόσμος
3. φρ. «ἡ οἰκουμένη ἡ μέλλουσα» — η επερχόμενη βασιλεία του Χριστού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οικουμένη (ενν. γη). Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. της μτχ. οἰκούμενος του ρ. οἰκοῡμαι].