πόσος

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόσος Medium diacritics: πόσος Low diacritics: πόσος Capitals: ΠΟΣΟΣ
Transliteration A: pósos Transliteration B: posos Transliteration C: posos Beta Code: po/sos

English (LSJ)

Ion. κόσος, η, ον, interrog. Adj.

   A of what quantity?    1 of Number, how many? κόσοι τινές εἰσι οἱ Αακεδαιμόνιοι Hdt.7.234; π. καὶ ποῖα . .; X.Mem.4.4.7; π. χρήματα; Id.Cyr.3.1.35; π. ἄττα δὴ ὑποδήματα Arist.EN1133a21: with sg. Nouns, how great? how much? π. πλῆθος νεῶν; A.Pers.334; π. τις ἀριθμός; Pl.Tht.198c; π. χρυσίον; X.An.7.8.1.    2 of Distance, how far? πόσον ἄπεστιν ἐνθένδε τὸ στράτευμα; Id.Cyr.6.3.10; π. τις ὁδὸς εἴη ib.4.6.10; μέχρι πόσου; Anon. ap. Gell. 1.3.9, cf. E.Fr.953.32.    3 of Time, how long? π. τινὰ χρόνον; S.OT558, etc.; π. χρόνου;πότε; Ar.Ach.83.    4 of Value, how much? πόσον δίδως; Id.Pax 1262; πόσου; at what price? Id.Ach.812,898, Pl.Ap.20b, etc.; ἐπὶ πόσῳ; ib.41a, X.Cyr.3.1.43; ἐκ πόσου is f.l. for ὁπόσου in D.50.30.    5 of Degree, how great? πόθος; πόσος τις; Ar.Ra.55; πόσης γέμει σωφροσύνης; Pl.Smp.216d: neut. Adv. πόσον; πόσα; to what amount? Ar.Ec.399, X.Mem.2.2.    8    II ποσός, ή, όν, indef. Adj. of a certain quantity or magnitude, Gorg.Fr.3D., Pl.Sph.245d, etc.; ποσὰ τῶν περιφερῶν a certain number of . ., Epicur.Ep.2p.50U.; ἐπὶ ποσόν for a certain time, Plb.2.34.15, etc.; οὐδ' ἐπὶ π. Id.1.1.2; κατὰ ποσόν to a certain extent, Vett.Val. 81.22.    2 ποσόν, τό, = ποσότης, Pl.Phlb.24c, 24d, Arist.Cat.4b20, Metaph.1020a7, etc.; κατὰ ποσόν in point of quantity, Id.EN1158b31.    III Adv. ποσῶς Corn.ND34, Ruf.Oss.18, Sor.Fract.2, Vett.Val.238.24, S.E.P.1.120, 227. (I.-E. q[uglide]oty-os, cf.Lat.quot, Skt. káti 'how many?')

German (Pape)

[Seite 687] wie groß? wie viel? directes Fragewort; πόσον τι πλῆθος ἦν νεῶν; Aesch. Pers. 324; πόσον τίν' ἤδη δῆθ' ὁ Λάϊος χρόνον ἄφαντος ἔῤῥει; Soph. O. R. 558; u. in Prosa: πόσος ἀριθμός, Plat. Theaet. 198 c; πόσου διδάσκει; für wie viel? Apol. 20 b; πόσων ἂν εἴη ποδῶν τὸ ὅλον, Men. 82 c; πόσον ἄπεστι , wie weit? Xen. Cyr. 6, 3, 10; Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

πόσος: Ἰων. καὶ Αἰολ. κόσος, η, ον; ἐρωτηματ. ἐπιθετικὴ ἀντωνυμ. ἔχουσα ἀντίστοιχον τὴν ἀναφορ. ὅσος καὶ τὴν δεικτικὴν τόσος, Λατ. quantus? πόσος τὴν ποσότητα; ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πηλίκος (ὅπερ ἀναφέρεται εἰς τὸ μέγεθος), καὶ συχνάκις τροποποιεῖται τῇ προσθήκῃ τοῦ τις· 1) ἐπὶ ἀριθμοῦ πόσος τὸν ἀριθμόν; κόσοι τινές εἰσιν οἱ Λακεδαιμόνιοι Ἡρόδ. 7. 234· πόσα καὶ ποῖα...; Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 7· πόσα χρήματα; ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 3. 1, 35· πόσα ἄττα δὴ ὑποδήματα Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 5. 5, 10· μετὰ ὀνομάτων καθ’ ἑνικόν, πόσον μέγας; πόσος; π. τι πλῆθος; Αἰσχύλ. Πέρσ. 334· π. τις ἀριθμός; Πλάτ. Θεαίτ. 198C· π. χρυσίον; Ξεν. Ἀν. 7. 8, 1. 2) ἐπὶ ἀποστάσεως, πόσον μακράν; πόσον ἄπεστιν ἐνθένδε τὸ στράτευμα; ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 6. 3, 10· πόση τις ὁδὸς εἴη αὐτόθι 4. 6, 10· μέχρι πόσου; παρὰ Γελλ. 1. 3. 9. 3) ἐπὶ χρόνου, ἐπὶ πόσον χρόνον; πόσον τινὰ χρόνον; Σοφ. Ο. Τ. 558, κτλ.· πόσου χρόνου; = πότε; Ἀριστοφ. Ἀχ. 83. 4) ἐπὶ ἀξίας, πόσον; πόσα; πόσον δίδως; Ἀριστοφ. Εἰρ. 1262· πόσου; ἀντὶ πόσου, ἀντὶ ποίας τιμῆς; Λατ. quanti? Ἀριστοφ. Ἀχ. 812, 898, Πλάτ. Ἀπολογ. 20Β, κτλ.· οὕτως, ἐπὶ πόσῳ; αὐτόθι 41Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 3. 1, 43· ἀντὶ τοῦ ἐκ πόσου παρὰ Δημ. 1216. 18, ὁ Δινδ. διορθοῖ ὁπόσου. 5) ἐπὶ βαθμοῦ, πόσον μέγας; πόσον ἰσχυρός; πόσος; πόσος τις; Ἀριστοφ. Βάτρ. 55, πρβλ. Πλάτ. Συμπ. 216D· ― οὕτω κατ’ οὐδ. ἐπίρρ., πόσον; πόσα; ἕως πόσα; Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 399, Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 8. ΙΙ. ποσός, ή, όν, (ὀξυτόνως), ἀόρ. ἐπιθετικὴ ἀντων., ἔχων ποσόν τι ἢ μέγεθος, Λατ. aliquantus, Πλάτ. Σοφιστ. 245D, κτλ.· πρβλ. ποσάκις; ― ἐπὶ ποσόν, ἐπί τινα χρόνον, Πολύβ. 2. 34, 15, κτλ. 2) ποσόν, τό, = ποσότης, Πλάτ. Φίληβ. 24D, Ἀριστ. Κατηγ. 6, Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 13· κατὰ ποσόν, ὡς πρὸς τὴν ποσότητα, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 7, 3. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ποσῶς, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 120, 227. (Ὁ Ἰων. τύπος κόσος, εἶναι ὁ αὐτὸς τῷ Λατ. quot quotus, διὰ τῆς αὐτῆς μεταβολῆς ἥτις παρατηρεῖται ἐν τοῖς *πὸς quis, ἴδε ἐν λ. *πός).

French (Bailly abrégé)

η, ον :
adj. interr.
combien grand ? combien nombreux ?;
1 en parl. de l’espace combien grand ? combien long ? combien loin ?;
2 en parl. du temps combien long ?;
3 en parl. du nombre combien nombreux ?;
4 en parl. du prix, de la valeur πόσου (s.e. ἀργυρίου) ou ἐπὶ πόσῳ (s.e. ἀργυρίῳ) ; pour combien d’argent ? à quel prix ?;
5 fig. en parl. de choses abstraites combien grand ? combien fort ? en ces divers sens, joint à τις, pour marquer l’indétermination : πόσος τις ; de quelle grandeur, de quelle longueur peut bien être ? neutre adv. • πόσον ; • πόσα ; en quelle quantité ?
Étymologie: *πός.

English (Strong)

from an absolute pos (who, what) and ὅς; interrogative pronoun (of amount) how much (large, long or (plural) many): how great (long, many), what.

English (Thayer)

πόση, πόσον (cf. Curtius, § 631), from Aeschylus down, Latin quantus), how great: πόσος χρόνος, how great (a space) i. e. how long time, how much, πόσῳ (by) how much, πόσῳ μᾶλλον, πόσῳ χείρονος τιμωρίας, how many: with nouns, πόσα, how grave, Mark 15:4.

Greek Monolingual

-η, -ο / πόσος, -η, -ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. κόσος, -η, -ον, Α
(ερωτ. αντων.)
1. ποιας ποσότητας
α) ως προς τον αριθμό (α. «πόσοι πελάτες ήρθαν;» β. «πόσα παιδιά έχει;» γ. «κόσοι τινές εἰσιν oἱ λοιποί;», Ηρόδ.)
β.) ως προς το πλήθος (α. «πόσοι ήταν στη συγκέντρωση;» β. «πόσο στρατό είχαμε;» γ. «νεῶν πόσον δὴ πλῆθος ἦν Ἑλληνίδων;», Αισχύλ.)
γ) ως προς τον βαθμό, την ένταση, την ισχύ (α. «πόσος ήταν ο σεισμός;» β. «πόση αξιοπιστία έχει αυτός ο άνθρωπος;» γ. «εἰ οὖν τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκότος ἐστί, τὸ σκότος πόσον;» ΚΔ.)
δ) ως προς την αξία ή την τιμή (α. «πόσο κάνει το τυρί;» β. «πόσο πάει το κομμάτι;» γ. «πόσον δίδως δῆτα;», Αριστοφ.)
ε) ως προς την απόσταση (α. «πόσο είναι η Αθήνα από δω;» β. «πόσον ἄπεστιν ἐνθένδε τὸ στράτευμα;», Ξεν.)
στ) ως προς τον χρόνο (α. «πόσο θα μείνεις;» β. «πόσο χρόνο χρειάζεσαι;» γ. «πόσον τίν' ἤδη δῆθ' ὁ Λάϊος χρόνον ἀφαντος ἔρρει;», Σοφ.)
2. (το ουδ. εν. ως επίρρ.) πολύ (α. «πόσο έξω πέφτει!» β. «πόσο κουράστηκα!» γ. «ὁ δῆμος ἀναβοᾷ πόσον δοκεῑς;», Αριστοφ.)
αρχ.
φρ. «ἐπὶ πόσῳ;» — με ποιο τίμημα, πληρώνοντας πόσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η ερωτ. αντων. πό-σος είναι παράγωγο σε -yo- IE επιρρήματος kwoti (πρβλ. αρχ. ινδ. kati, λατ. quot). Για τη ρίζα της λ. kwo- και τον ιων. τ. κόσος, βλ. λ. πο-].