πόσις

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόσις Medium diacritics: πόσις Low diacritics: πόσις Capitals: ΠΟΣΙΣ
Transliteration A: pósis Transliteration B: posis Transliteration C: posis Beta Code: po/sis

English (LSJ)

ὁ, poet. πόσσις AP6.323 (Leon.); gen. πόσιος (no gen. is found in Att., πόσεως only in Hdn.Gr.2.700); dat. πὁσει, Ep.

   A πόσεϊ Il.5.71; voc. πόσι E.Alc.323, Ar.Th.913; also πόσις E.Hel.1399: pl. πόσεις Id.IA176 (lyr.); acc. πόσιας Il.6.240:—husband, spouse, Il.3.329, Alcm.29, Inscr.Cypr.93 H., Pi.P.9.99, etc.; τὸν ὁμοδέμνιον π. A.Ag.1108 (lyr.); esp. lawful husband, μὴ π. μὲν Ἡρακλῆς ἐμὸς καλῆται, τῆς νεωτέρας δ' ἀνήρ S.Tr.550 (but cf.Il.24.725 and 763): rare in Prose, Arist.Pol.1335b41; π. καὶ ἄλοχος ib. 1253b6; κρυπτὸς π., of a paramour, E.Or.561. (I.-E. potis 'lord, master', cf. πότνια, δεσπότης, Skt.pátis 'lord, master, husband', pátnī 'lady, wife', Lat. potis (sum), etc.)
πόσῐς, ιος, Att. εως, ἡ; dat. πόσει, Ion.

   A πόσι Hdt.5.19: (πίνω):— drinking, drink, beverage, πόσιος καὶ ἐδητύος ἐζ ἔρον ἕντο Il.1.469, al.; βρῶσίς τε π. τε Od.10.176, cf. Hes.Sc.395: pl., βρώσεσιν ἢ πόσεσιν Democr.235; carousal, Alc.101, Critias 6.9 D.; συγγίνεσθαι ἐς πόσιν to meet for a carousal, Hdt. 1.172, cf. Bull.Soc.Alex.7.66; πρὸς πόσιν τετράφθαι Th.7.73; λιπαρέειν τῇ πόσι Hdt.5.19; παρὰ τὴν π. over their cups, Id.2.121.δ; ἐκ δὲ θοίνας π. ἐγένετο, ἐκ δὲ πόσιος μῶκος Epich.148; πόσιος ἐν βάθει Theoc.14.29: pl., Pl.Lg.641a.    2 draught, αἷμα πίεται τρίτην πόσιν A.Ch.578; ἐκπίνειν ὑστάτην π. Antipho 1.20; πόσις φαρμάκου Id.6.22.

German (Pape)

[Seite 687] ἡ (πίνω, πέπομαι), der Trank, das Trinken; neben ἐδητύς oft bei Hom.; ἐν νηῒ θοῇ βρῶσίς τε πόσις τε, Od. 10, 176, vgl. Il. 19, 210, öfter; Hes. Sc. 295; ἄκρατον αἷμα πίεται τρίτην πόσιν, Aesch. Ch. 571; u. in Prosa: Plat. Theaet. 159 e u. öfter; Xen. Cyr. 5, 2, 17; auch das Trinkgelag, Her. 1, 172; παρὰ τὴν πόσιν, 2, 121, = παρὰ πότον. ὁ (mit πότνια, δεσπότης, potis zusammenhangend), der Ehemann. Gemahl; oft bei Hom.; gen. πόσιος, Cd. 17, 571. 16, 162 u. öfter; dat. πόσεϊ Il. 5, 71, πόσει Od. 11, 430. 19, 95; acc. plur. πόσιας, Il. 6, 240; Pind. u. Tragg.: τὸν ὁμοδέμνιον πόσιν, Aesch. Ag. 1079; πόσει, Soph. Ant. 1181; μὴ πόσις μὲν Ἡρακλῆς ἐμὸς καλῆται, Gemahl, τῆς νεωτέρας δ' ἀνήρ, Mann, Trach. 547; Ar., u. einzeln bei sp. D., wie Anth.; auch in poet. Form πόσσις, Leon. Al. 33 (VI, 323).

Greek (Liddell-Scott)

πόσις: ὁ, ποιητ. πόσσις Ἀθν. Π. 6. 323· γεν. πόσιος (Ἀττ. γεν. πόσεως δὲν ἀπαντᾷ Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 906)· δοτ. πόσει, Ἐπικ. πόσεϊ Ἰλ. Ε. 71· κλητ. πόσι Εὐρ. Ἄλκ. 323, Ἑλ. 644, Ἀριστοφ. Θεσμ. 913· ὡσαύτως πόσις Εὐρ. Ἑλ. 1399· πληθ. πόσεις Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 176, Ἐπικ. αἰτ. πόσιας Ἰλ. Ζ. 240. ― Σύζυγος, ἀνήρ, συχνάκις παρ’ Ὁμ., Πινδ., κλπ· τὸν ὁμοδέμνιον πόσιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1108· ἰδίως ὁ νόμιμος σύζυγος, μὴ πόσις μὲν Ἡρακλῆς ἐμὸς καλῆται, τῆς νεωτέρας δ’ ἀνὴρ Σοφ. Τρ. 550, πρβλ. Ἰλ. Ω. 725 πρὸς τὸν στίχ. 763· ― σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 16, 18· π. καὶ ἄλοχος αὐτόθι 1. 3, 1· κρυπτὸς π., ἐπὶ ἐραστοῦ παρανόμου, Εὐρ. Ὀρ. 561. (Ὁ ἀρχικὸς τύπος θὰ ἦτο πότις, ὡς φαίνεται ἐκ τῶν πότνια, δεσπότης, δέσποινα (δηλ. δεσπότνια)· πρβλ. Σανσκρ. pat-is (dominus, vir), pat-ni (dominá, uxor), pat-yé (potior, rego)· Λατ. pot-is, pot-estas, pot-ior, possum (potis sum), com-pos, pot-a (παλαιὰ λέξις ἀντὶ τοῦ victoria)· Λιθ. pats, pati (ἀνὴρ ἔγγαμος, γυνὴ ἔγγαμος), vesz-pats (dominus). Πιθανῶς ἡ ῥίζα εἶναι ΠΑ, = Σανσκρ. pâ, pâ-mi (tueor).)

French (Bailly abrégé)

1εως (ἡ) :
1 action de boire ; boisson;
2 gorgée d’une boisson.
Étymologie: R. Πο, boire ; cf. πίνω, lat. potus, poculum, etc.
2ιος (ὁ) :
époux.
Étymologie: R. Ποτ, être le maître ; cf. πότνια, δεσπότης, etc. ; lat. potis, potens.

English (Autenrieth)

(1), ιος (πίνω): drink.
(2), ιος (cf. δεσπότης, potens): husband, spouse.

English (Slater)

πόςῐς (-ις, -ιν, -ις.)
   1 husband πατὴρ μέγας πόσις ὁ Ῥέας (Kronos) (O. 2.77) πόσις Ἀμφιτρίτας (Poseidon: voc., v. Kambylis, Anredeformen, 141) (O. 6.104) “χαλκάρματος πόσις Ἀφροδίτας” (Ares) (P. 4.87) “ταύτᾳ πόσις ἵκεο βᾶσσαν τάνδε” (Apollo) (P. 9.51) ἄφωνοί θ' ὡς ἕκασται φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν (P. 9.99) ὦ μάκαρ, τὶν δ' ἐπέοικεν Ἥρας πόσιν τε πειθέμεν κόραν τε γλαυκώπιδα (Zeus) (N. 7.95) “τόνδε δ' ἔπειτα πόσις σπέρμα θνατὸν ματρὶ τεᾷ πελάσαις στάξεν ἥρως” (Tyndareus) (N. 10.80)

English (Strong)

from the alternate of πίνω; a drinking (the act), i.e. (concretely) a draught: drink.

English (Thayer)

πόσεως, ἡ (πίνω), from Homer down, a drinking, drink: βρῶσις).

Greek Monolingual

-εως, και ποιητ. τ. πόσσις, -ιος, ὁ, Α
1. ο σύζυγος
2. ο νόμιμος σύζυγος σε διάκριση από τον μη νόμιμο
3. φρ. «κρυπτός σύζυγος» — ο παράνομος σύζυγος, ο εραστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πόσις (< πότις, με συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι-) ανάγεται σε αρχαίο ινδοευρωπαϊκό τ. potis με σημ. «σύζυγος, κύριος του σπιτιού» και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. pati- αβεστ. paiti-, λιθουαν. pats, λεττον. pats και λατ. potis «δυνατός, κραταιός, κύριος (πρβλ. λατ. possum). Η λ. πόσις εμφανίζεται επίσης ως β' συνθετικό στο σύνθ. δεσ-πότης (πρβλ. αρχ. ινδ. dampati-) και στα σύνθ. με α' συνθετικό το θέμα της λ. οἶκος: αρχ. ινδ. viś-pati-, λιθουαν. vieš-pats και λατ. hospes. Οι τ. της Λιθουανικής και Λεττονικής που δεν εμφανίζουν φωνηεντισμό -ι- οδήγησαν στην υπόθεση ότι το όλο σύστημα θα πρέπει να αναχθεί πιθανότατα σε συμφωνόληκτη ρίζα pet-/pot-. Σύμφωνα με την άποψη αυτή το θέμα poti- έχει παραχθεί από ένα μόριο pet-/pot- με αντωνυμιακή σημ. δηλωτικό ταυτότητας ισοδύναμο τών: «ο ίδιος, ο εαυτός του» (πρβλ. χεττιτ. pat «ο ίδιος»). Ο τ. λοιπόν poti- έχει σχηματιστεί με ουσιαστικοποίηση του μορίου pot- προς δήλωση του συζύγου, του κυρίου, με έμφαση στην έννοια της ταυτότητας: «ο σύζυγος ο ίδιος, αυτοπροσώπως». Στην αποδοχή αρχικού θέματος pet-lpot- οδηγεί και ο τ. πότ-ν-ια, αρχαϊκό θηλυκό του πόσις (βλ. λ. πότνια). Έχει διατυπωθεί ωστόσο και η αντίθετη άποψη σύμφωνα με την οποία όλοι οι τ. ανάγονται σε ρίζα poti-, ενώ οι τ. της Λιθουανικής και Λεττονικής θα πρέπει να αποκλειστούν από το σύστημα (για την παραγωγή του πότνια σύμφωνα με την τελευταία θεωρία βλ. λ. πότνια)].