ποιμαίνω
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
Ep. impf.
A ποιμαίνεσκεν Od.9.188: (ποιμήν):—herd, tend, μῆλα Od. l.c.; ἄρνας Hes.Th.23; ποίμνας E.Cyc.26, A.R.2.1004; πρόβατα v.l. in Pl.R.345c; ποιμαίνειν ἐπ' ὄεσσι to be shepherd over sheep, Il.6.25, 11.106: abs., act as shepherd, tend flocks, Lys.20.11, Pl.Tht.174d, Theoc.11.65; ἐν τοῖς ἄλσεσιν μὴ π. SIG986.3 (Chios, v/iv B.C.):—Pass., to be herded, roam the pastures, of flocks, Il.11.245, E.Alc.579 (lyr.): metaph., ἀτρεκέων ποιμαίνεται ἔθνος ὀνείρων Mosch. 2.5 (unless Med., with ὕπνος (l. 3) as subject). 2 πᾶς πεποίμανται τόπος every country has been traversed (as by a shepherd or flocks of sheep), A.Eu.249. II metaph., tend, cherish, ζωᾶς ἄωτον Pi.I.5(4).12; ἱκέτην A.Eu.91; τὸ σῶμα Pl.Ly.209a; θεσμόν AP 12.99. 2 guide, govern, στρατόν E.Fr.744; μάλα καὶ κατόπιν ἡμᾶς ἐποίμαινον αὖραι Luc.Am.6. 3 soothe, beguile, ἔρωτα π. Theoc.11.80; ὀνομάτων κομψεύμασι τοὺς ἀμαθεῖς π. Luc.Am.54: hence, generally, deceive, E.Hipp.153(lyr., cod. M and Sch. for πημαίνει). 4 εἴδωλα ἃ ποιμαίνουσιν images which they send flocking, i.e. represent as flocking, Plu.2.420b.
German (Pape)
[Seite 651] (ποιμάνατε) Petr. 5, 31, weiden, hüten, auf die Weide treiben, vom Hirten; μῆλα, Od. 9, 188; ἄρνας, Hes. Th. 23; ποίμνας, Ap. Rh. 2, 1004; Eur. Cycl. 26, wie in Prosa, τὰ πρόβατα, Plat. Rep. I, 345 c, u. Sp.; auch absolut, Hirt sein, ποιμαίνειν ἐπ' ὄεσσιν, Il. 6, 25. 11, 106; Lys. 20, 11; καὶ βο υκολεῖν, Plat. Legg. VII, 805 e. – Das pass. von den Heerden, weiden, Il. 11, 245, Eur. Alc. 581, wie auch in Prosa, z. B. Dem. 47, 52. – Uebh. nähren, hegen, pflegen; ἱκέτην, Aesch. Eum. 91; ζωᾶς ἄωτον, Pind. I. 4, 12; mit θεραπεύειν verbunden, Plat. Lys. 209 a; auch von Leidenschaften, wie ἄρσενα θεσμόν, Ep. ad. 9 (XII, 99); aber ἔρωτα Theocr. 11, 80 ist = fallere amorem, sich durch allerlei Zeitvertreib über den Schmerz der Liebe hinwegtäuschen. – Umherschweifen, umherirren, πᾶς πεποίμανται τόπος, jede Gegend ist durchschweift worden, Aesch. Eum. 240; u. med., εὖτε καὶ ἀτρεκέων ποιμαίνεται ἔθνος ὀνείρων Mosch. 2, 5, u. einzeln bei a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ποιμαίνω: μέλλ. -ᾰνῶ· (ποιμήν)· ― ὡς καὶ νῦν, βόσκω, καὶ περιποιοῦμαι, ὡς οἱ ποιμένες τὰ ποίμνια αὐτῶν, μῆλα Ὀδ. Ι. 188· ἄρνας Ἡσ. Θ. 23· ποίμνας Εὐρ. Κύκλ. 26· πρόβατα Πλάτ. Πολ. 345C· ― ὡσαύτως ποιμαίνω ἐπ’ ὄεσσι, εἶμαι ποιμὴν προβάτων, Ἰλ. Ζ. 25, Λ. 106· καὶ ἀπολ., βόσκω, περιποιοῦμαι ποίμνια, Λυσί. 159. 2, Πλάτ. Θεαίτ. 174D, Θεόκρ. 11. 65· ― Παθ., ὡς τὸ νέμομαι, βόσκομαι, πλανῶμαι ἀνὰ τὰς βοσκάς, ἐπὶ ποιμνίων, Ἰλ. Λ. 245, Εὐρ. Ἄλκ. 579· μεταφορ., ἐπὶ ὀνείρων, Μόσχ. 2. 5 (ἔνθα ἄλλοι λαμβάνουσιν αὐτὸ ὡς μέσ. μετὰ ὑποκειμένου τοῦ ὕπνος). 2) ἐν Αἰσχύλ. Εὐμ. 249, πᾶς πεποίμανται τόπος, πᾶσα χώρα ἀνηρευνήθη (ὡς ὑπὸ ποιμένος ζητοῦντος τὸ ἀπολωλὸς αὐτοῦ πρόβατον). ΙΙ. μεταφορ., περιποιοῦμαι, ἐπιμέλομαι, ὡς τὸ θεραπεύω, ζωᾶς λωτὸν Πινδ. Ι. 5 (4). 14, πρβλ. Dissen εἰς Ν. 8. 6· ἱκέτην Αἰσχύλ. Εὐμ. 91· τὸ σῶμα Πλάτ. Λῦσις 209Α· θεσμὸν Ἀνθ. Π. 12. 99. 2) ὁδηγῶ, διοικῶ, στρατὸν Εὐρ. Ἀποσπ. 744· ἡμᾶς ἐποίμαινον αὖραι (διάφ. γραφ. ἐκύμαινον) Λουκ. Ἔρωτ. 6. ― πρβλ. ποιμήν. 3) ὡς τὸ βουκολεῖν, πραΰνω, ἐξαπατῶ, Λατ. pascere, lactare, fallere, ἔρωτα π. Θεόκρ. 11. 80· ὀνομάτων κομψεύμασι τοὺς ἀμαθεῖς π. Λουκ. Ἔρωτ. 51· ἐντεῦθεν καθόλου, πλανῶ, ἀπατῶ, Εὐρ. Ἱππ. 153 (οὕτως ὁ Σχολ. ἀντὶ τοῦ πημαίνει).
French (Bailly abrégé)
f. ποιμανῶ;
1 faire paître, mener paître, acc. ; Pass. être conduit au pâturage, paître ; avec le n. de lieu pour suj. être choisi ou parcouru comme lieu de pâturage ; fig. χθονὸς πᾶς πεποίμανται τόπος ESCHL j’ai parcouru toutes les régions de la terre ; fig. nourrir, élever, soigner;
2 abs. être pâtre, berger.
Étymologie: ποιμήν.
English (Autenrieth)
ipf. iter. ποιμαίνεσκε, mid. ipf. ποιμαίνοντο: act., tend as a shepherd, Il. 6.25, Od. 9.188; mid. or pass., be tended, pasture, feed.
English (Slater)
ποιμαίνω
1 tend met., cherish τὰ μὲν ἁμετέρα γλῶσσα ποιμαίνειν ἐθέλει (O. 11.9) δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (sic distinxit Hartung, post ὄλβῳ edd. plerique) (I. 5.12)
English (Strong)
from ποιμήν; to tend as a shepherd of (figuratively, superviser): feed (cattle), rule.
English (Thayer)
future ποιμανῶ; 1st aorist imperative 2nd person plural ποιμάνατε (ποιμήν, which see); from Homer down; the Sept. for רָעָה; to feed, to tend a flock, keep sheep;
a. properly: ποίμνην, α. to rule, govern: of rulers, τινα, Winer s Grammar, 17)) (see ποιμήν, b. at the end); of the overseers (pastors) of the church, β. to furnish pasturage or food; to nourish: ἑαυτόν, to cherish one's body, to serve the body, R. V. shall be their shepherd), βόσκω, at the end.)