μοιχεύω

From LSJ
Revision as of 07:39, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (25)

εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιχεύω Medium diacritics: μοιχεύω Low diacritics: μοιχεύω Capitals: ΜΟΙΧΕΥΩ
Transliteration A: moicheúō Transliteration B: moicheuō Transliteration C: moicheyo Beta Code: moixeu/w

English (LSJ)

   A commit adultery with a woman, debauch her, c. acc., Ar.Av.558, Lys. 1.15, Pl.R.360b:—Pass., of the woman, Ar.Pax980 (anap.); μοιχευθῆναί τινι Arist.HA586a3; μεμοιχεῦσθαι ὑπ' ἀλλήλων, of birds, ib.619a10.    2 metaph., worship idolatrously, τὸ ξύλον καὶ τὸν λίθον LXX Je.3.9.    II intr., commit adultery, Xenoph.11.3; ἐμοίχευσάς τι Ar.Nu.1076, cf. X.Mem.2.1.5, Arist.EN1129b21.    III metaph., in fut. Med. (in pass. sense), οὐ μοιχεύσεταί μου τὰ φιλήματα her kisses shall not be adulterously stolen from me, Ach.Tat.4.8.

German (Pape)

[Seite 198] = μοιχάω, ein μοιχός sein; intr., Ar. Av. 793, vgl. Nubb. 1059; Xen. Mem. 2, 1, 5; und τινά, z. B. μοιχεύσοντες τὰς Ἀλκμήνας κατέβαινον, Ar. Av. 558; Plat. Rep. II, 360 b; γυναῖκα, Lys. 1, 4. 3, 66 u. A.; μοιχεύειν τὴν θάλατταν sagte Callicratds vom Konon, Plut. non posse 18, der es erkl. αἰσχρῶς καὶ κρύφα πειρᾶν καὶ παραβιάζεσθαι τὴν θάλατταν (vgl. μοιχάω); oft bei Sp., wie Luc. – Auch pass., μοιχευομένη ὑπό τινος, Ath. XIII, 578.

Greek (Liddell-Scott)

μοιχεύω: ἐκτελῶ μοιχείαν μετὰ γυναικός, ἢ καθόλου διαφθείρω αὐτήν, μετ’ αἰτ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 558, Λυσίας 93. 8, Πλάτ. Πολ. 360Β· - Παθ., ἐπὶ τῆς γυναικός, Ἀριστοφ. Εἰρ. 986· μοιχεύεσθαί τινι ἢ ὑπό τινος Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 7. 6, 7., 9. 32, 6. ΙΙ. ἀμετάβ., ἐκτελῶ μοιχείαν, Λατ. moechari, Ἀριστοφ. Νεφ. 1076, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 5.

French (Bailly abrégé)

1 intr. commettre un adultère, entretenir une liaison adultère;
2 tr. corrompre une femme mariée, acc. ; Pass., en parl. d’une femme se laisser séduire.
Étymologie: μοιχός.

English (Strong)

from μοιχός; to commit adultery: commit adultery.

English (Thayer)

future μοιχεύσω; 1st aorist ἐμοίχευσα; passive, present participle μοιχευομένη; 1st aorist infinitive μοιχευθῆναι; (μοιχός); from Aristophanes and Xenophon down; the Sept. for נָאַף; to commit adultery;
a. absolutely (to be an adulterer): τινα (γυναῖκα), to commit adultery with, have unlawful intercourse with another's wife: Aristophanes av. 558; Plato, rep. 2, p. 360b.; Lucian, dial. deor. 6,3; Aristaenet. epistles 1,20; Aeschines dial. Socrates 2,14); passive of the wife, to suffer adultery, be debauched: L T Tr WH; (WH marginal reading); μοιχαλίς, b.) tropically, μετά τίνος (γυναικός) μοιχεύειν is used of those who at a woman's solicitation are drawn away to idolatry, i. e. to the eating of things sacrificed to idols, Jeremiah 3:9, etc.

Greek Monolingual

(ΑΜ μοιχεύω) μοιχός
διαπράττω μοιχεία, παραβαίνω τη συζυγική πίστη, είμαι μοιχός, συνευρίσκομαι με έγγαμη γυναίκα («οὐ μοιχεύσεις», ΠΔ)
μσν.
1. (για ζώα) συνουσιάζομαι
2. μτφ. α) μολύνω ηθικά
β) παραποιώ, αλλοιώνω, διατρέφω
(μσν.-αρχ.)1. διαφθείρω γυναίκαπάλινγόης ἀπατᾷ θέλων αὐτὴν μοιχεῡσαι», Βί. Αλεξ.)
2. λατρεύω τα είδωλα («καὶ ἐμοίχευσε τὸ ξύλον καὶ τὸν λίθον», ΠΔ)
3. μέσ. μοιχεύομαι
(για γυναίκα) είμαι ή γίνομαι μοιχαλίδα
αρχ.
1. (για πτηνά) έρχομαι σε επιμιξία με άλλο γένος, διασταυρώνομαι («τὰ γὰρ ἄλλα γένη μέμικται καὶ μεμοίχευται ὑπ' ἀλλήλων», Αριστοτ.)
2. φρ. «οὐ μοιχεύσεταί μου τὰ φιλήματα» — δεν θα μού υφαρπαγούν τα φιλιά κατά μοιχικό τρόπο, Αχιλλ. Τάτ.