σινδών
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
English (LSJ)
όνος, ἡ (ὁ, A.Fr.153; acc. pl. in Hsch. σινδούς, as εἰκούς from εἰκών),
A fine cloth, usually linen, Hdt.1.200,2.95, A. l.c., S.Fr.210.67; βρόχῳ μιτώδει σινδόνος Id.Ant.1222; σ. βυσσίνης τελαμῶνες, used for mummies, Hdt.2.86; of surgeons' bandages, Id.7.181 (but also ἐξ ἐρίου τὰς σ. ὑφαίνουσιν Thphr.HP4.7.7, cf. Str.15.1.20). 2 anything made of such cloth, garment of linen (sts. muslin), Michel832.19 (Samos, iv B.C.), PCair.Zen.176.255 (iii B.C.), SIG2754.5 (Pergam.), PTeb.182 (ii B.C.), UPZ84.4 (ii B.C.), Luc.Deor.Conc.10; ἐν εὐτελεῖ σ. Plu.2.340d; napkin, Alciphr.3.66; ship's sail, E.Fr.773.42 (lyr.), Luc.Epigr.39, Alciphr.1.12; flag, standard, Plb.2.66.10; cloth or sheet, σ. καθαρά PLond.1.46.206 (iv A.D.) (so of a winding-sheet, Ev.Matt.27.59, cf. PPar.18bis 10); σ. κοιτάριαι sheets, Edict.Diocl. 28.16, cf. Th.2.49; ἐντὸς σινδόνος within the veil, esoteric, Iamb.VP 17.72; ἔξω σ. exoteric, ib.18.89.
German (Pape)
[Seite 883] όνος, ἡ, Sindon, ein seines, gewebtes Zeug aus Indien, indische Leinwand, Her. 1, 200. 2, 95; auch aus Baumwolle, σινδὼν βυσσίνη, Schweigh. Her. 2, 86. 7, 181, also eine Art Musselin; κρεμαστὴν βρόχῳ μιτώδει σινδόνος καθημμένην, Soph. Ant. 1207; Thuc. 2, 49; Luc. Deor. Conc. 70. – Bei Pol. 2, 66, 10 eine Fahne. – Bei Alciphr. 1, 12 auch ἱστίου, Segeltuch. – Alles aus Sindon Gemachte, Kleider, Tücher, Servietten, Bast ep. crit. p. 180. – Das Wort ist entweder ägyptisches Ursprungs oder von Σινδός, = Ἰνδός abzuleiten.
Greek (Liddell-Scott)
σινδών: -όνος, ἡ, (αἰτιατ. πληθ. παρ’ Ἡσυχ. σινδούς, ὡς εἰκοὺς ἐκ τοῦ εἰκών)· ― λεπτὸν ὕφασμα, εἶδος «μουσελίνας» (πιθ. παράγεται ἐκ τοῦ Ἰνδός, Sind), Ἡρόδ. 1. 200., 2. 95, ἴδε Ritter Erdkum…e 5. 436· σινδὼν βυσσίνη, ἧς ἐποιοῦντο χρῆσιν πρὸς περιβολὴν τοῦ ταριχευθέντος νεκροῦ («μουμίας»), Ἡρόδ. 2. 86., 7. 181 (ἴδε ἐν λ. βύσσος)· ἀλλ’ ὡσαύτως, ἐξ ἐρίου τὰς σινδόνας ὑφαίνουσιν, λέγει ὁ Θεόφρ. ἐν τῷ π. Φυτ. Ἱστ. 4. 7, 7, πρβλ. Στράβ. 693· ― βραδύτερον καθόλου, λεπτὸν ὕφασμα, βρόχῳ μιτώδει σινδόνος Σοφ. Ἀντ. 1222· σινδόνος βυσσίνης τελαμῶνες, ἐπίδεσμος, ὧν χρήσιν ποιεῖται ὁ χειρουργός, Ἡρόδ. 7. 181· τῶν πάνυ λεπτῶν ἱματίων καὶ σινδόνων Θουκ. 2. 49, 4. 2) πᾶν πρᾶγμα ἐκ τοιούτου ὑφάσματος πεποιημένον οἷον ἔνδυμα λεπτόν, Λουκ. Θεῶν Ἐκκλ. 10· μάκτρον, χειρόμακτρον, Λατ. mappula, Ἀλκίφρων 3. 66· πλοίου ἱστίον, Εὐρ. Ἀποσπ. 775. 36, Ἀλκίφρων 1. 12, κτλ. Πρβλ. Bast. Ep. Gr. σ. 180.
French (Bailly abrégé)
όνος (ἡ) :
I. fin tissu de lin (de coton ? ; DELG renvoie à βύσσος) à l’usage des Indiens ; p. anal. sorte de mousseline;
II. objet fait de cette étoffe de lin :
1 robe légère;
2 ceinture.
Étymologie: DELG emprunt sémit. certain.
Spanish
lienzo, trozo fino de tela, lino
English (Strong)
of uncertain (perhaps foreign) origin; byssos, i.e. bleached linen (the cloth or a garment of it): (fine) linen (cloth).
English (Thayer)
σινδονος, ἡ (of uncertain origin; Sanskrit sindhu (Egyptian, sehenti or 'sent'; cf. Vanicek, Fremdwörter under the word); the Sept. for סָדִין, fine cloth (Latin sindon), i. e.:
1. linen cloth, especially that which was fine and costly, in which the bodies of the dead were wrapped: Herodotus 2,86 who says of the Egyptians, κατειλισσουσι πᾶν τό σῶμα σινδονος βυσσινης (see Wilkinson's note in Rawlinson's Herod. 3rd edition, the passage cited)).
2. thing made of fine cloth: so of a light and loose garment worn at night over the naked body, A. V. linen cloth; cf. B. D. American edition, under the word Sheets). (Besides Herodotus, the writers Sophocles, Thucydides, Strabo, Lucian, others use the word.)
Greek Monolingual
-όνος, ἡ και ὁ, ΜΑ
1. λεπτό λινό ύφασμα
2. σεντόνι κρεβατιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σημιτικό δάνειο που συνδέται με ακκαδ. saddinu / sattinu και εβρ. sādīn «λινό μεσοφόρι, είδος πουκάμισου», παρά τον δυσερμήνευτο φωνηεντισμό -ι- και την εμφάνιση έρρινου προσφύματος -ν-. Εξάλλου, από την Ελληνική δανείστηκε τη λ. και η Λατινική, πρβλ. λατ. sindon, καθώς και τους νεώτερους τ.: ιταλ. zendale, γερμ. Zindel «είδος ταφτά»].
Greek Monotonic
σινδών: -όνος, ἡ,
1. σινδόνι, λεπτό ύφασμα, είδος καμβριού ή μουσελίνας (πιθ. προέρχεται από το Ἰνδός, Sind), σε Ηρόδ.· σινδὼν βυσσίνη, που χρησιμοποιείται για να τυλίξει την ταριχευμένη σορό, τη μούμια, σε Ηρόδ.· γενικά, λεπτό λινό ύφασμα, σε Σοφ., Θουκ.
2. ένδυμα από μουσελίνα, σε Λουκ.