ἡσσάομαι
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
Att. ἡττ-, S.Fr.936, Th.3.57: fut.
A ἡσσηθήσομαι E.Hipp. 727, 976, ἡττ- Lys.20.32, X.Cyr.3.3.42: fut. Med. ἡττήσομαι in pass. sense, Lys.28.9, X.An.2.3.23: aor. ἡσσήθην E.Andr.917, etc.: pf. ἥσσημαι S.Aj.1242, E.Alc.697: plpf. ἥττητο D.19.160: Ion. ἑσσόομαι, part. ἑσσούμενος Hdt.1.82: impf. ἑσσοῦτο (without augm.) Id.7.166, 8.75: aor. ἑσσώθην Id.2.169, etc.: pf. ἕσσωμαι Id.8.130 (and v.l. in 7.9.β), Herod.8.19: (ἥσσων):—to be less or weaker than, inferior to, c. gen. pers., E.Alc.697: c. gen. pers. et part., ἡττᾶσθαί τινος εὖ ποιοῦντος X.An.3.2.23, cf. Cyr.5.4.32; ἡττᾶσθαί τινός τινι ib.8.2.13; ἔν τινι in a thing, ib.3.3.42, etc.: c. gen. rei, τὸ μὴ δίκαιον τῆς δίκης -ώμενον E.Ion 1117: c. neut. Adj. in acc., ὃ ἡττῷτο wherein he had proved inferior, X.Cyr.1.4.5. 2 as a real Pass., to be defeated, discomfited, ὑπό τινος Hdt.3.106, And.4.28, Th.2.39; ὑπ' ἔρωτος, ὑπ' ἔχθρας, Pl.Phdr.233c, Plt.305c, etc.; πρὸς τἀφροδίσια Id.Lg.650a: c. gen. pers., E.Hec.1252, Ar.Av.70, Th.3.57, etc.: c. gen. rei, τοῦ κόπου γὰρ ἕσσωμαι Herod. l.c.: c. dat. modi, ἑσσωθῆναι μάχῃ ὑπό τινων Hdt.5.46, etc.; τοῖς ὅλοις D.9.64, etc.; also c. acc., μάχην Isoc.5.47, D.19.320; ἀγῶνα D.C.63.9: c. dat., τῷ θυμῷ to be broken in spirit, Hdt.8.130; ἑσσωθέντες τῇ γνώμῃ πρὸς Κύρου Id.9.122; ἡ. περί τι Pl.Sph.239b: abs., οἱ ἡσσώμενοι, opp. οἱ κρατοῦντες, A.Th. 516, cf. Hdt.7.9.β ; τὴν γνώμην αὐτῶν οὐχ ἡσσῆσθαι Th.6.72. 3 as law-term, to be cast in a suit, S.Aj.1242, Ar.Pl.482, etc.; ἡττ. ἐν τοῖς δικαστηρίοις X.Mem.4.417; δίκην, παραγραφήν, Pl.Lg.880c, D.45.51. 4 give way, yield, c. gen. pers., οἱ φύσαντες ἡσσῶνται τέκνων S.Fr.936; εἰ παθών γε σοῦ τάδ' ἡσσηθήσομαι E.Hipp.976; give way, be a slave to passion and the like, νηδύος ἡσσημένος Id.Fr.282.5; τοῦ παρόντος δεινοῦ Th.4.37; τῶν φόβων Pl.Lg.635d; ἡδονῆς X.Ages.5.1; ὕπνου Id.Cyr.1.5.11; [χρημάτων] Lys.28.9; τῆς τούτων παρασκευῆς ib. 11; θνητοῦ κάλλους Isoc.10.60; πικροῦ ἔρωτος E.Hipp.727: c. gen. pers., to be in love with . ., Plu.2.771f; of other things, ἡττ. τοῦ ὕδατος X.HG5.2.5; τοῦ δικαίου ib.5.4.31; τῆς ἀληθείας D.18.273; τὸ δίκαιον ἡττ. τοῦ φθόνου D.25.75. 5 c. dat., to be overcome by . ., ἀκοῆς ἡδονῇ ἡσσώμενοι Th.3.38, cf. 7.25; ὕπνῳ Ael.NA13.22; τοῖς δικαίοις Plu. Cat.Mi.16. II later in Act. ἡττάω, overcome, τινα Corn.ND9, Arr.Epict.2.22.6, al.: aor. 1 ἥττησα, τὰς ψυχὰς τῶν ὑπεναντίων Plb.1.75.3; ταῖς ψυχαῖς τοὺς ὑπεναντίους Id.3.18.5, cf. Heraclit.Incred.16; defeat, τοὺς Λακεδαιμονίους ἀπὸ κράτους ἡττηκότες D.S.15.87.
German (Pape)
[Seite 1177] att. ἡττάομαι, ion. ἑσσέομαι, fut. ἡσσηθήσομαι, aber auch ἡττήσομαι, Lys. 28, 9 Xen. An. 2, 3, 23; das act. ἡσσηκότες, ἡττήσαντες führt Suhd. an, Isae. 11, 21 ist jetzt geändert; sonst findet es sich nur bei Sp., in der Bedeutung besiegen, überwältigen, ἥττησε τὰς ψυχὰς τῶν ἐναντίων Pol. 1, 75, 3, vgl. 3, 18, 5; κατὰ κράτος ἥττησεν D. Sic. 20, 30; τοὺς Λακεδαιμονίους ἡττηκότες 15, 87; das pass. oder den. ἡσσάομαι heißt schwächer (ἥσσων) sein als ein Anderer, ihm nachstchen, gegen ihn den Kürzern ziehen, von ihm übertroffen, besiegt werden; absolut, Thuc. im Ggstz von ἐπικρατεῖν, 1, 49, Aesch. πρὸς τῶν κρατούντων δ' ἐσμέν, οἱ δ' ἡσσημένων, Spt. 498; εἰ κοὐκ ἀρκέσει ποθ' ὗμιν οὐδ' ἡσσημένοις εἴκειν Soph. Ai. 1221; Eur. Phoen. 1264; μάχην, in der Schlacht, Isocr. 4, 145 u. öfter, wie Dem. μάχην ἥττηντο 19, 320; auch τὴν δίκην, im Proceß, d. i. den Proceß verlieren, Plat. Legg. IX, 880 c; öfter in der Gerichtssprache, Ar. Plut. 482; Oratt.; Sp., ἡττήθησαν τὴν μάχην Pol. 5, 105, 10; ähnl. τὴν γνώμην οὐχ ἡσσῆσθαι, den Muth nicht verloren haben, Thuc. 6, 72; aber auch τῷ θυμῷ, γνώμῃ, Her. 8, 130. 9, 122; τῇ μάχῃ, 5, 46; τοῖς δικαίοις, im Proceß, Plut. Cat. min. 16. Ggstz νικάω Plat. Legg. XII, 955 b, κατορθοῦν Isocr. 4, 124. – Als eigtl. pass., ὑπό τινος, ἑσσοῦσθαι ὑπὸ Περσέων Her. 3, 106. 4, 197; Thuc. 2, 39; ὑπ' ἔρωτος ἡττώμενος Plat. Phaedr. 233 c; ὑπ' ἔχθρας Polit. 305 c; auch πρός τινος, Her. 9, 122. Seltener c. dat., Eur. Andr. 918; ὕπνῳ Ael. H. A. 13, 22. – Häufiger aber τινός, dem darin liegenden Compar. entsprechend, γυναικὸς ἡσσημένος Eur. Alc. 700; τὸ μὴ δίκαιον τῆς δίκης ἡσσώμενον Ion 1117; τοῦ δεινοῦ, unterliegen, Thuc. 4, 37; Xen. Cyr. 1, 5, 11; τῶν φόβων Plat. Legg. I, 635 d; Sp., ἥττητο Λαγίδος Ath. III, 592 c. – Adj. verb., κοὔτοι γυναικὸς οὐδαμῶς ἡσσητέα, man darf sich nicht von einem Weibe überwinden lassen, ihm nicht nachgeben, Soph. Ant. 674; vgl. Ar. Lys. 450.
Greek (Liddell-Scott)
ἡσσάομαι: ἐν τῇ νεωτ. Ἀτθίδ. ἡττ-, Σοφ., Θουκ.· μέλλ. ἡσσηθήσομαι Εὐρ. Ἱππ. 727, 976, ἡττ- Λυσ. 161. 3, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 42· ἀλλὰ μέσ. μέλλ. ἡττήσομαι, ἐπὶ παθ. σημασ., Λυσ. 161. 4., 180. 19, Ξεν. Ἀν. 2. 3, 23· ἀόρ. ἡσσήθην Εὐρ., κλ.· πρκμ. ἥσσημαι Σοφ. κλ.· ― παρ’ Ἴωσιν ἔχομεν τὸν τύπον ἑσσόομαι, μετοχ. ἑσσούμενος Ἡρόδ. 1. 82· παρατ. ἑσσοῦτο (ἄνευ αὐξήσ.) 7. 166., 8. 75· ἀόρ. ἑσσώθην 2. 169, κτλ.· πρκμ. ἕσσωμαι 7. 9, 2., 8. 130· ― παθ. (ἥσσων). Εἶμαι ἥσσων, κατώτερος ἢ ἀσθενέστερός τινος, μετὰ γεν. προσ., Εὐρ. Ἀλκ. 697, Ἴωνι 1117· μετὰ γεν. προσ. καὶ μετοχ., ἡττᾶσθαί τινος εὖ ποιοῦντος Ξεν. Ἀν. 3. 2, 23, πρβλ. Κύρ. 5. 4, 32· ἡττᾶσθαί τινός τινι ἢ ἔν τινι, εἴς τι πρᾶγμα, αὐτόθι 3. 3, 42., 8. 2, 13, κτλ.· ὡσαύτως μετὰ γεν. πράγμ., ἡσσ. ῥήματος, ὑποχωρῶ εἰς τὴν δύναμιν τῆς λέξεως, Θουκ. 5. 111, πρβλ. Λυσ. 180. 19, 28· ὡσαύτως μετ’ οὐδ. ἐπιθ. καὶ αἰτ., ὃ ἡττῷτο, ἐν ᾧ ἦτο κατώτερος, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 5. 2) ὡς ἀληθὲς παθητικόν, νικῶμαι, ὑπό τινος Ἡρόδ. 3. 106, Ἀνδοκ. 32. 40, Θουκ. 2. 39· ὑπ’ ἔρωτος, ὑπ’ ἔχθρας Πλάτ. Φαίδρ. 233C, Πολιτ. 305C, κλ.· πρός τινος Ἡρόδ. 9. 122· πρός τι Πλάτ. Νόμ. 650Α· ἀλλ’ ὡσαύτως μετὰ γεν. προσ., Εὐρ. Ἑκ. 1252, Ἀριστοφ. Ὄρν. 70, κτλ.· ― μετὰ δοτ. τρόπου, ἡσσᾶσθαι μάχῃ Ἡρόδ. 5. 46, κτλ.· τοῖς ὅλοις Δημ. 127. 21, κτλ.· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., μάχην Ἰσοκρ. 91D, Δημ. 444. 5· ἀγῶνα Δίων Κ. 63. 9· ― ἡσσ. τῷ θυμῷ Ἡρόδ. 8. 130· ἑσσωθέντες τῇ γνώμῃ πρὸς Κύρου ὁ αὐτ. 9. 122· ἡσσ. τὴν γνώμην Θουκ. 6. 72· ἡσσ. περί τι Πλάτ. Σοφ. 239Β· - ἀπολ., οἱ ἡσσώμενοι, ἀντίθ. οἱ κρατοῦντες, Αἰσχύλ. Θήβ. 516, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 1242, Ἡρόδ. 7. 9, 2. 3) ὡς δικαν. ὅρος, νικῶμαι ἐν δίκῃ, χάνω τὴν δίκην, Λατ. causa cadere, Σοφ. Αἴ. 1242, Ἀριστοφ. Πλ. 482, καὶ παρὰ ῥήτορσι· ἡττ. ἐν τοῖς δικαστηρίοις Ξεν. Ἀπομν. 4. 4, 17· δίκην, παραγραφὴν Πλάτ. Νόμ. 880C, Δημ. 1117. 5. 4) παρ’ Ἀττ. συχνάκις, ὑποχωρῶ, μετὰ γεν. (ὡς τὸ ἥσσων ΙΙ), οἱ φύσαντες ἡσσῶνται τέκνων Σοφ. Ἀποσπ. 674, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 976· - ὑποχωρῶ, ἐνδίδω, κ.τ.τ., νηδύος ἡσσημένος ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 284. 5· τοῦ παρόντος δεινοῦ Θουκ. 4. 37· τῶν φόβων Πλάτ. Νόμ. 635D· τῶν ἡδονῶν Ξεν. Ἀγησ. 5, 1· ὕπνου ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 5, 11· χρημάτων Λυσ. 180. 19· καὶ συχνάκις ἔρωτος Εὐρ. κλπ. (ὡσαύτως ὑπ’ ἔρωτος κτλ., ἴδε ἀνωτέρω) μετὰ γεν. προσ., Πλούτ. 2. 771F· - ἀκολούθως ἐπὶ ἄλλων πραγμάτων, ἠττ. ὕδατος Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 5· τοῦ δικαίου αὐτόθι 4. 31· τῆς ἀληθείας Δημ. 317. 10· τὸ μὴ δίκαιον τῆς δίκης ἡσσημένον Εὐρ. Ἲωνι 1117· τὸ δίκαιον ἡττ. τοῦ φθόνου Δημ. 792. 25. 5) μετὰ δοτ., νικῶμαι, καταβάλλομαι ὑπό τινος.., ἀκοῆς ἡδονῇ ἡσσώμενοι Θουκ. 3. 38, πρβλ. 7. 25· τῷ ὕπνῳ Αἰλ. π. Ζ. 13. 22· τοῖς δικαίοις Πλούτ. Κάτωνι Νεωτ. 16. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἡττάω, νικῶ, καταβάλλω, ἀπαντᾷ παρὰ μεταγ. πεζοῖς, μέλλ. -ήσω, Θεόδ. Πρόδρ. 5. 174· ἀόρ. ἥττησα Πολύβ. 1. 75, 3., 3. 18, 5· πρκμ. ἥττηκα Διόδ. 15. 87.
English (Thayer)
(ἡττάω) (ἥττων); to make less, inferior, to overcome (the active is only in Polybius, Diodorus, Josephus, Antiquities 12,7, 1 (other examples in Veitch, under the word)); passive ἡττάομαι, from (Sophocles and) Herodotus down; perfect ή῾ττημαι; 1st aorist ἡττήθην (ἡσσωθην, L T Tr WH; in opposed to which form cf. Fritzsche, De conform. N. T. crit. quam Lachmann edition, p. 32 (yet see Kuenen and Cobet, N. T. ad fid. Vat., p. xc.; WH s Appendix, p. 166; Buttmann, 59 (52); Veitch, under the word)); to be made inferior; to be overcome, worsted: in war, ὑπό τίνος, τίνι (cf. Buttmann, 168 (147); Winer's Grammar, 219 (206)), to be conquered by one, forced to yield to one, τί ὑπέρ τινα, equivalent to ἧττον ἔχω τί, to hold a thing inferior, set below (on the accusative (ὁ) cf. Buttmann, § 131,10; and on the comparitive use of ὑπέρ see ὑπέρ, II:2b.), 2 Corinthians 12:13.
Greek Monotonic
ἡσσάομαι: Αττ. ἡττ-, μέλ. ἡσσηθήσομαι ή Μέσ. ἡττήσομαι, με Παθ. σημασία, αόρ. αʹ ἡσσήθην, παρακ. ἥσσημαι, Ιων. ἑσσόομαι, μτχ. ἑσσούμενος, γʹ ενικ. παρατ. ἑσσοῦτο (χωρίς αύξηση), αόρ. αʹ ἑσσώθην, παρακ. ἕσσωμαι —
1. Παθ., είμαι λιγότερος από κάποιον άλλο, κατώτερός του· με γεν. προσ., σε Ευρ., Ξεν. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., ἡσσάομαι ῥήματος, υποτάσσομαι στη δύναμη των λέξεων, σε Θουκ.· ὃ ἡττῷτο, στο οποίο αποδείχτηκε κατώτερος, σε Ξεν.
2. ως Παθ., ηττώμαι, υποτάσσομαι, νικιέμαι, κατατροπώνομαι, συντρίβομαι· ὑπό τινος, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, με γεν. προσ., σε Ευρ. κ.λπ.· ἡσσᾶσθαι μάχῃ ή μάχην, σε Ηρόδ., Δημ.
3. υποχωρώ, ενδίδω, υποτάσσομαι, είμαι δέσμιος σε πάθη και επιθυμίες· με γεν., ἡσσημένος ἔρωτος, σε Ευρ.· τῶν ἡδονῶν, σε Ξεν.· επίσης με δοτ., νικιέμαι, καταβάλλομαι από κάποιον, ἡδονῇ ἡσσώμενοι, σε Θουκ.