ἀνάκειμαι
English (LSJ)
poet. ἄγκ-, serving as Pass. to ἀνατίθημι,
A to be laid up as a votive offering in the temple, to be dedicated, κρητῆρές οἱ . . ἓξ χρύσεοι ἀνακέαται Hdt.1.14; ἀ. ἐν ἱρῷ Id.2.135; πρὸς τοῖς ἱεροῖς Lys.10.28: metaph., αἶνος Ὀλυμπιονίκαις ἄγκειται Pi.O.11(10).8, cf.13.36; λόγος τῷ θεῷ ἀ, Pl.Smp.197e; ἐν οὐρανῷ παράδειγμα ἀ R.592b. b to be set up as a statue in public, Σόλων ἀνάκειται παράδειγμα D.19.251, cf. IG14.1389i8; χρύσεοί κ' ἀνεκείμεθα Theoc.10.33, cf. Lycurg. 51. 2 to be ascribed or offered, αἱ πράξεις ἀ. τινι Plu.Lyc.1; ἡ ἡγεμονία ἀ. τινι Id.Arist.15; ἐς τοὺς ἀστέρας τοὺς ἑπτὰ . . τὰς ἡμέρας ἀνακεῖσθαι D.C.37.18, cf. Polem.Cyn.15. II πᾶν or πάντα ἀνάκειται ἔς τινα everything is referred to a person, depends on his will, Hdt.1.97, 3.31: so c. dat. pers., πάντων ἀνακειμένων τοῖς Ἀθηναίοις ἐς τὰς ναῦς since they had their whole fortunes depending on their ships, Th.7.71; ἐπὶ σοὶ τάδε πάντ' ἀνάκειται Ar.Av.638; ἅπαντα . . ἐπὶ τῇ τύχῃ μᾶλλον ἀ. ἢ τῇ προνοίᾳ Antipho 5.6; of persons, σοὶ ἀνακείμεσθα E.Ba.934; εἰς θάνατον ἦν ἀνακείμενα τοῖς ἀλογήσασι the death penalty was reserved for... J.AJ17.6.5; λιμὸς εἰς ὑστάτην ἀνακείμενος ἀναισχυντίαν 18.1.1. 2 to be put aside, ταῦτα ἀνακείσθω Them. in Ph.29.20. III lie at table, recline, S.Fr. 756, Philippid.30, Arist. Cat.6b12, Fr.607, Diph.40 Mein. (om. Kock), Plb.13.6.8, Ev.Matt. 9.10, al.; cf. Phryn.191.
German (Pape)
[Seite 191] (s. κεῖμαι), = ἀνατέθειμαι, vgl. über dieses Wort Ath. I, 23 c; a) vorräthig daliegen, Plnd. Ol. 13, 86; bes. von Dingen, die den Göttern geweiht sind, κρητῆρες Her. 1, 14; ποίημα ἐν ἱερῷ 2, 185; λόγος τῷ θεῷ ἀνακείσθω Plat. Conv. 197 c; offen daliegen, παράδειγμα ἐν οὐρανῷ Rep. IX, 592 b; ὁ Σόλων ἐν τῇ ἀγορᾷ, die Statue des Solon steht auf dem Markte, Aesch. 1, 25; Lycurg. 51; – τινί od. πρός τινι, sich einer Sache widmen, Sp. – b) ἀνάκειται εἴς τινα, es wird einem zugeschrieben, beruht auf ihm, πάντα εἰς τούτους Her. 3, 31; vgl. 1, 97; αἱ πράξεις ἀνάκεινταί τινι Plut. Lys. 1; πάντων τοῖς Ἀθηναίοις εἰς τὰς ναῦς ἀνακειμένων, alles hing von den Schiffen ab, Thuc. 7, 71; ἐπί τινι, Ar. Av. 637 ἐπὶ τῇ τύχῃ; Antiph. 5, 6 ἀνάκειταί μοι ἐς τοῦτο, es kommt mir darauf an. Bei Sp. zu Tische liegen, s. die von Ath. angeführten Stellen; Matth. 9, 10; Lucill. 28 (IX, 140); von Phrynich. als unatt. getadelt.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνάκειμαι: ποιητ. ἄγκ-: (ἴδε κεῖμαι): - ἐν χρήσει ὡς παθητ. τοῦ ἀνατίθημι, κεῖμαι ὡς προσφορὰ ἢ ἀφιέρωμα ἐν τῷ ναῷ θεοῦ τινος· κρητῆρές οἱ... ἓξ χρύσεοι ἀνακέαται (Ἰων. ἀντὶ ἀνάκεινται) Ἡρόδ. 1.14· ἀν. ἐν ἱρῷ ὁ αὐτ. 2. 135· πρὸς τοῖς ἱεροῖς Λυσ. 118. 30: - μεταφ., αἶνός τινι ἄγκειται, ἔπαινος, προσφέρεται ἢ ἀφιεροῦταί τινι, Πινδ. Ο.11 (10). 8, πρβλ. 13. 48· λόγος τῷ θεῷ Πλάτ. Συμπ. 197E. β) εἶμαι ἀνεγηγερμένος, ἐπὶ ἀνδριάντος, φασὶν ἀνακεῖσθαι [τὸν ἀνδριάντα], Δημ. 420. 8, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 592Β, Συλλ. Ἐπιγρ. 6280· οὕτω χρύσεοι ἀνακείμεθα Θεόκρ. 10. 33, πρβλ. Λυκοῦργ. 154. 19· ἴδε ἐν λ. ἵστημι Α. ΙΙΙ. 1. 2) ἀποδίδομαι ἢ ἀνήκω εἴς τινα, αἱ πράξεις ἀν. τινὶ Πλουτ. Λυκοῦργ. 1· ἡ ἡγεμονία ἀν. τινὶ ὁ αὐτ. Ἀριστείδ. 15. ΙΙ. πᾶν ἢ πάντα ἀνάκειται ἔς τινα, πᾶν πρᾶγμα ἀναφέρεται εἴς τινα, ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς θελήσεως αὐτοῦ, Ἡρόδ. 1.97., 3. 31· οὕτω μετὰ δοτ. προσ., πάντων ἀνακειμένων τοῖς Ἀθηναίοις ἐς τὰς ναῦς, ἀφοῦ τὰ πάντα τῶν Ἀθηναίων ἐξηρτῶντο ἐκ τῶν πλοίων των, Θουκ. 7. 71· ἐπὶ σοὶ τάδε πάντ’ ἀνάκειται Ἀριστοφ. Ὄρν. 638· ἅπαντα... ἐπὶ τῇ τύχῃ μᾶλλον ἀνάκειται ἢ τῇ προνοίᾳ Ἀντιφῶν 130. 4· ἐπὶ προσώπων, σοὶ ἀνακείμεθα Εὐρ. Βάκχ. 934. ΙΙΙ. μεταγεν., εἶμαι ἀνακεκλιμένος παρὰ τὴν τράπεζαν, Λατ. accumbere, Ἀριστ. Κατηγ. 7, 3, Ἀποσπ. 565, Δίφιλ. ἐν Ἀδήλ. 41, κτλ., ἴδε Ἀθήν. 23C: πρβλ. ἀνακλίνω, ἀναπίπτω.
French (Bailly abrégé)
1 (au sens du pf. Pass. de ἀνατίθημι) être offert, dédié ou consacré en parl. d’offrandes votives;
2 être érigé, se dresser en parl. de statues;
3 se rattacher à, dépendre de : ἔς τινα, ἐπί τινι de qqn.
Étymologie: ἀνά, κεῖμαι.
English (Slater)
ἀνάκειμαι, ἄγκειμαι
1 be stored up ἀφθόνητος δ' αἶνος Ὀλυμπιονίκαις οὗτος ἄγκειται (Σ. byz.: ἔγκειται codd.) (O. 11.8) πατρὸς δὲ Θεσσαλοἶ ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν αἴγλα ποδῶν ἀνάκειται lies to his credit (O. 13.36) [ἄγκειται Maas e Σ: κεῖται codd. (I. 5.18) ]
Spanish (DGE)
• Alolema(s): poet. ἀγκ- Pi.O.11.8, Call.Epigr.49
• Morfología: [pres. ind. jón. 3a pers. plu. ἀνακέαται Hdt.1.14; perf. arcad. ἀνάκεικε IG 5(2).266.26]
I 1de ofrendas, altares, estatuas, etc., estar consagrado, dedicado, expuesto κρητῆρες Hdt.l.c., βωμοί Arist.Mir.839b17, ὅπλα Plb.5.8.9, μνάματα elegía en Paus.5.22.3, ἐν ἱρῷ Hdt.2.135, cf. Th.3.114, Arist.HA 614a7, πρὸς τοῖς ἱεροῖς Lys.10.28, (κήπων) ἀνακειμένων τῇ Οὐρανίᾳ Ἀφροδίτει IG 12(7).57.3 (Amorgos III a.C.), ἱερὸν εἶδος εὐζώνοιο γυναικὸς ἀγκεῖται IG 14.1389.1, 8, χρύσεοι ἀμφότεροί κ' ἀνεκείμεθα τᾷ Ἀφροδίτᾳ Theoc.10.33, ἀθληταὶ ἀνακείμενοι Lycurg.51, ἐν τῇ ἀγορᾷ τᾷ Σαλαμινίων ἀνάκειται ὁ Σόλων Aeschin.1.25, cf. ἔφη τὸν Σόλων' ἀνακεῖσθαι τῆς τῶν τότε δημηγορούντων σωφροσύνης παράδειγμα D.19.251, Μνησαρέτην, ἣν Κράτης εἶπε τῆς τῶν Ἑλλήνων ἀκρασίας ἀνακεῖσθαι τρόπαιον Plu.2.401a
•de una máscara, que habla ella misma Ἀγοράνακτός με λέγε, ξένε, κωμικὸν ὄντως ἀγκεῖσθαι νίκης μάρτυρα τοῦ Ῥοδίου forastero, dí que yo estoy expuesta como el verdadero testigo cómico de Agoranacte el Rodio Call.Epigr.49
•fig. αἶνος ὀλυμπιονίκαις οὗτος ἄγκειται Pi.O.11.8, ὁ παρ' ἐμοῦ λόγος, ὦ Φαῖδρε, τῷ θεῷ ἀνακείσθω sea mi discurso, oh Fedro, dedicado al dios Pl.Smp.197e, cf. Plu.2.593a.
2 de cosas y abstr. en gener. hallarse, encontrarse, estar, ser ἐπ' Ἀλφεοῦ ῥεέθροισιν αἴγλα ποδῶν Pi.O.13.36, ἐν οὐρανῷ ἴσως παράδειγμα ἀνάκειται Pl.R.592b, μήθ' ὅθι θύρσου μνῆμ' ἀνάκειται E.Ba.1386, ἐν γραφαῖς Origenes Io.1.6 (p.11.23)
•en part. εἰς γὰρ θάνατον ἦν ἀνακείμενα τοῖς ἀλογήσασι τῶν ἐπιστολῶν pues estaba establecida la pena de muerte para los que no hacían caso de las órdenes escritas I.AI 17.174, λιμός τε εἰς ὑστάτην ἀνακείμενος ἀναισχυντίαν quedando reservada el hambre para (mostrar) el último grado de desvergüenza I.AI 18.8, δεδήλωται ... τὸ μὴ τοῖς τῶν πολεμάρχων οἰκείοις ἀνακεῖσθαι τοὺς ἐπιταφίους Polem.Cyn.15.
3 id. c. dat. o prep. de dat. o ac. estar adscrito, pertenecer, depender de σοὶ γὰρ ἀνακείμεσθα δή E.Ba.934, τῷ ἑτέρῳ τὰς ἀμφοῖν πράξεις διὰ τὴν δόξαν ἀνακεῖσθαι Plu.Lyc.1, ἐκείνῳ γὰρ ἀνακεῖσθαι τὴν ἡγεμονίαν Plu.Arist.15, θεῷ Cyr.Al.M.74.544C, πάντα ἐς τούτους ἀνάκειται Hdt.3.31, cf. 1.97, πάντων γὰρ δὴ ἀνακειμένων τοῖς Ἀθηναίοις ἐς τὰς ναῦς para los atenienses todo dependía de las naves Th.7.71, ἐς τοὺς ἀστέρας τοὺς ἑπτὰ τοὺς πλάνητας ... τὰς ἡμέρας ἀνακεῖσθαι D.C.37.18.1, ἐπὶ σοὶ τάδε πάντα ἀνάκειται Ar.Au.638, ἐπὶ τῇ τύχῃ Antipho 5.6.
II de pers.
1 estar echado, recostado, reclinarse a la mesa para comer δειπνῶν ἀεὶ ἀνακείμενος παρ' αὐτόν Philippid.30, cf. S.Fr.756, Arist.Fr.607, Plb.13.6.8, LXX 1Es.4.11, Eu.Matt.9.10
•en gener. ἐν τῷ κόλπῳ τοῦ Ἰησοῦ Eu.Io.13.23
•estar acostado des un enfermo καὶ ἀνακίμενος τὰς ἀναφορὰς παρεσχόμην τῷ κυρίῳ PMich.624.27 (VI a.C.), μή τις ἀνάκειται no fuera que hubiera alguien enfermo Pall.H.Laus.13.2.
2 fig. part. subst. ὁ ἀνακείμενος el invitado, el huésped, Eu.Matt.22.10, cf. Eu.Luc.22.27, BGU 344.
III dejar a un lado ταῦτα δὲ ἅπαντα ἀνακείσθω νῦν Them.in Ph.29.20.
English (Thayer)
(imperfect 3rd person singular ἀνέκειτο); deponent middle to be laid up, laid: R L brackets (cf. English to lay out). In later Greek to lie at table (on the lectus tricliniaris (cf. B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Meals); the earlier Greeks used κεῖσθαι, κατακεῖσθαι, cf. Lob. ad Phryn., p. 216f; Fritzsche (or Wetstein (1752)) on T Tr WH); L T Tr WH κατάκειται); Rec. συνανάκειμαι); to eat together, to dine: ἀναπίπτω, at the end. Compare: συνανάκειμαι.)
Greek Monolingual
(Α ἀνάκειμαι)
βρίσκομαι σε κάποιον χώρο ως αφιέρωμα, είμαι αφιερωμένος (ειδ. για αγάλματα «είμαι ανιδρυμένος, έχω ανεγερθεί»)
αρχ.
1. θεωρούμαι ως έργο κάποιου, αποδίδομαι σ' αυτόν
2. εξαρτώμαι
3. ξαπλώνω σε ανάκλιντρο για να δειπνήσω
4. φρ. «πᾱν ἢ πάντα ἀνάκειται ἔς τινα», τα πάντα εξαρτώνται από τη θέληση κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κεῖμαι.
Greek Monotonic
ἀνάκειμαι: ποιητ. ἄγ-κειμαι, μέλ. -κείσομαι, λειτουργεί ως Παθ. του ἀνατίθημι,
I. 1. κείμαι ως προσφορά ή αφιέρωμα σε ναό, είμαι αφιερωμένος ή αφοσιωμένος, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. είμαι ορθωμένος όπως ένα άγαλμα, σε Δημ., Θεόκρ.
3. ανήκω ή αποδίδομαι σε κάποιον, τινι, σε Πλούτ.
II. αναφέρομαι σε κάποιο πρόσωπο, εξαρτώμαι από τη θέλησή του, σε Ηρόδ.· πάντων ἀνακειμένων τοῖςἈθηναῖοις ἐς τὰς ναῦς, εφόσον είχαν εναποθέσει όλη την τύχη τους στα πλοία, σε Θουκ.· ἐπί σοι τάδε πάντ' ἀνάκειται, σε Αριστοφ.· σοὶ ἀνακείμεσθα, σε Ευρ.