πρόσκομμα

From LSJ
Revision as of 07:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

δίδαξε γὰρ Ἄρτεμις αὐτὴ βάλλειν ἄγρια πάντα → for Artemis taught him how to shoot all wild beasts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσκομμα Medium diacritics: πρόσκομμα Low diacritics: πρόσκομμα Capitals: ΠΡΟΣΚΟΜΜΑ
Transliteration A: próskomma Transliteration B: proskomma Transliteration C: proskomma Beta Code: pro/skomma

English (LSJ)

ατος, τό, (προσκόπτω)

   A stumble, λίθου πρόσκομμα LXX Is.8.14; ὁ λίθος τοῦ π. Ep.Rom.9.33: hence, offence, obstacle, hindrance, LXX Ex.23.33, Ep.Rom.14.13, etc.    II result of stumbling, bruise, hurt, προσκομμάτων ἀπόλυσις Plu.2.1048c, cf. Ath.3.97f.

German (Pape)

[Seite 770] τό, 1) Anstoß, Verstoß, Aergerniß, N. T. – 2) das durch ein Anstoßen, Fehltreten Bewirkte, Verletzung, eigtl. am Fuß, woran man sich gestoßen hat, Ath. III, 97 f. – 3) übertr., Hemmung, Hinderniß, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσκομμα: τό, (προσκόπτω) τὸ καθ’ οὗ τις προσκόπτει, λίθος προσκόμματος Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Η΄, 14), Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. θ΄, 32˙ ὅθεν, ἐμπόδιον, κώλυμα, σκάνδαλον, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΓ΄, 33), Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιδ΄, 13, κτλ. ΙΙ. τὸ ἀποτέλεσμα τοῦ προσκόπτειν, βλάβη, πληγή, κτύπημα, προσκομμάτων ἀπόλυσις Πλούτ. 2. 1048C, πρβλ. Ἀθήν. 97F.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 obstacle contre lequel on se heurte ; fig. objet de scandale SEPT, NT;
2 heurt, choc, achoppement ; p. suite dommage ou résultat d’un choc.
Étymologie: προσκόπτω.

English (Strong)

from προσκόπτω; a stub, i.e. (figuratively) occasion of apostasy: offence, stumbling(-block, (-stone)).

English (Thayer)

προσκόμματος, τό (προσκόπτω), a stumbling-block, i. e. an obstacle in the way which if one strike his foot against he necessarily stumbles or falls; tropically, that over which the soul stumbles, i. e. by which it is impelled to sin: τιθέναι πρόσκομμα τίνι, to put a stumblingblock in someone's way, i. e. tropically, to furnish one an occasion for sinning, WH marginal reading omits); ὁ διά προσκόμματος ἐσθίων (A. V.) who eateth with offence (see διά, A. I:2), by making no discrimination as to what he eats occasions another to act against his conscience, λίθος προσκόμματος (from נֶגֶף אֶבֶן), properly, a stone against which the foot strikes (A. V. stone of stumbling), used figuratively of Christ Jesus, with regard to whom it especially annoyed and offended the Jews that his words, deeds, career, and particularly his ignominious death on the cross, quite failed to correspond to their preconceptions respecting the Messiah; hence, they despised and rejected him, and by that crime brought upon themselves woe and punishment: Sept. for מוקֵשׁ, a sore or bruise caused by striking the foot against any object, Athen. 3, p. 97f.; a hindrance (?), Plutarch, mor., p. 1048c. (i. e. de Stoic. repugn. 30,8 at the end).)

Greek Monolingual

-όμματος, το, ΝΑ προσκόπτω
1. καθετί πάνω στο οποίο προσκρούει ή σκοντάφτει κανείς, εμπόδιο, κώλυμα (α. «η αντιπολίτευση προβάλλει προσκόμματα στο έργο της κυβέρνησης» β. «καὶ οὐχ ὡς λίθου προσκόμματι συναντήσεσθε», ΠΔ.)
αρχ.
1. εκκλ. αφορμή για αμαρτία, σκάνδαλο
2. το αποτέλεσμα του προσκόπτω, πλήγμα, χτύπημα, βλάβη, ζημιά.

Greek Monotonic

πρόσκομμα: -ατος, τό (προσκόπτω), εμπόδιο, κώλυμα, σε Καινή Διαθήκη· αποτέλεσμα παραπατήματος, στο ίδ.· βλάβη, πληγή, χτύπημα, στο ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πρόσκομμα: ατος τό1) препятствие Plut.: λίθος τοῦ προσκόμματος NT камень преткновения;
2) соблазн (τοῖς ἀσθενοῦσιν - v. l. ἀσθενέσιν NT).