σίγμα

From LSJ
Revision as of 08:36, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt

Menander, Monostichoi, 74
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σίγμα Medium diacritics: σίγμα Low diacritics: σίγμα Capitals: ΣΙΓΜΑ
Transliteration A: sígma Transliteration B: sigma Transliteration C: sigma Beta Code: si/gma

English (LSJ)

or σῖγμα, the letter

   A sigma, v. Σς.    II a <*> shaped portico, Princeton Exp.Inscr. III A No.560 (v A.D.), JHS28.195 (Aspendus, written σῖμμα).    2 Lat. sigma, crescent-shaped dining-table, Mart. 10.48.6, etc.

German (Pape)

[Seite 878] od. σῖγμα, τό, der Buchstabe Sigma, als dessen Name eigtl. indecl., Plat. Crat. 427 a Theaet. 203 a, von Sp. auch deklinirt. Von der ältesten Gestalt des Buchstabens, C, überhaupt ein Halbkreis, wie Aeschrion den Mond τὸ καλὸν οὐρανοῦ νέον σίγμα, »des Himmels schöne neue Sichel« nannte, der Neumond, Naeke Choeril. p. 189; die Orchestra, als ein Halbrund, τὸ τοῦ θεάτρου σίγμα, Tim. Lex. 196; Xen. Hell. 4, 4, 10 nennt σίγματα die Adzeichen, welche die Sicyonier auf ihren Schilden hatten.

Greek (Liddell-Scott)

σίγμα: ἢ σῖγμα, τὸ γράμμα, ἴδε ὑπὸ τὸ στοιχεῖον Σσ. IV. στοὰ ἔχουσα τὸ σχῆμα Ϲ, Βυζ.· ἴδε Δουκάγγ. - Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ι΄, σ. 529 κἑξ. καὶ περὶ τῶν ἐξ αὐτοῦ ἐπιθέτων καὶ ῥημάτων.

French (Bailly abrégé)

c. σῖγμα.

Greek Monolingual

το, ΝΜΑ, και σῑγμα ΜΑ, και σῑμμα Α
άκλ. το δέκατο όγδοο γράμμα του ελληνικού αλφαβήτου («κάμηλος κεχαραγμένος ἐπὶ τῷ δεξιῷ μηρῷ... σίγμα», πάπ.)
νεοελλ.
1. βιολ. α) υπομονάδα της βακτηριακής πολυμερασης RNΑ, η οποία υπεισέρχεται στην αναγνώριση και επιλογή τών σημείων έναρξης για τη μεταγραφή, καθώς και στην ανάπτυξη της διπλής έλικας της μήτρας του DNΑ
β) κάθε σκελετική βελόνη τών σπόγγων σε σχήμα S ή C
2. φρ. α) «δεσμός σίγμα»
χημ. είδος ομοιοπολικού χημικού δεσμού που χαρακτηρίζεται από την παρουσία ενός μοριακού τροχιακού σίγμα μεταξύ τών ατόμων τα οποία συμμετέχουν σε αυτόν
β) «μοριακό τροχιακό σίγμα»
χημ. είδος μοριακού τροχιακού, όπου η μέγιστη επικάλυψη τών ατομικών τροχιακών, από τα οποία προέκυψε, έχει πραγματοποιηθεί κατά την ευθεία που συνδέει τους πυρήνες τών ατόμων τους
γ) «παράγοντας σίγμα»
βιολ. πρωτεΐνη του βακτηριακού είδους Escherichia coli, η οποία παίζει σημαντικό ρόλο για την πρόσδεση της πολυμεράσης RNΑ στα κατάλληλα σημεία του DNΑ, ώστε να αρχίσει η σύνθεση του RNΑ
μσν.
ως κύριο όν. Σίγμα
α) πολυτελές οικοδόμημα στον περίβολο τών βασιλικών παλατιών στην Κωνσταντινούπολη που ανεγέρθηκε από τον Θεόφιλο και το οποίο πήρε αυτήν την ονομασία από το ημικυκλικό σχήμα του
β) ονομασία δύο συνοικιών στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίες ονομάστηκαν έτσι από την ύπαρξη σιγμοειδών στοών σε αυτές
μσν.-αρχ.
καθετί που έχει σχήμα ημικυκλίου, δηλαδή όμοιο με το αρχαιότερο σχήμα του γράμματος αυτού , όπως λ.χ. η στοά, η ορχήστρα θεάτρου, η νέα σελήνη κ.ά.
αρχ.
1. (στη Ρώμη) κλίνη ή ανάκλιντρο με ημικυκλικό σχήμα, το οποίο χρησιμοποιούσαν κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους αντί για το τρικλίνιο
2. στον πληθ. τὰ σίγματα
τα σήματα που είχαν οι Σικυώνιοι, κάτοικοι περιοχής της Πελοποννήσου, στις ασπίδες τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μολονότι πρόκειται για ονομασία γράμματος του αλφαβήτου, το σίγμα δεν φαίνεται να είναι σημιτικό δάνειο, αν και η δωρ. του ονομασία σάν προέρχεται από το εβρ. šin. Πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι έχει σχηματιστεί από σίζω «σφυρίζω, παράγω συριστικό ήχο» (πρβλ. σιγμός)].

Russian (Dvoretsky)

σίγμα: или σῖγμα τό indecl.
1) сигма (название буквы Σ, σ, ς) Plat.;
2) луночка, серповидное украшение: τὰ σ. (иногда - τὰ σίγματα) τὰ ἐπὶ τῶν ἀσπίδων Xen. луночки на щитах (сикионских воинов).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σίγμα en σῖγμα, τό [σίζω?] indecl., sigma (zie Σ, σ ), achttiende letter van het alfabet; als schildteken. Xen. Hell. 4.4.10.