σκανδαλίζω
στέργει γὰρ οὐδεὶς ἄγγελον κακῶν ἐπῶν → for no one loves the messenger who brings bad news
English (LSJ)
A cause to stumble, give offence or scandal to any one, τινα Ev.Matt.5.29, 17.27, etc.:— Pass., to be made to stumble, take offence, ib.26.33, etc.; ἔν τινι LXX Si.9.5, al., Ev.Matt.11.6, 26.31, etc.
German (Pape)
[Seite 889] einen Anstoß, ein Aergerniß geben, verursachen, N. T. u. K. S.; auch pass., ὃς ἂν μὴ σκανδαλισθῇ ἐν ἐμοί, Matth. 11, 6.
Greek (Liddell-Scott)
σκανδᾰλίζω: κάμνω νὰ προσκόψῃ τις, ἐμβάλλω εἰς πειρασμόν, ἢ πειράζω, τινὰ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 29, ιζ΄, 27, κτλ. - Παθητ., προσκόπτω, σκανδαλίζομαι, πειράζομαι αὐτόθι κϚ΄, 33, κτλ.· ἔν τινι αὐτόθι ια΄, 6, κϚ΄, 31, κτλ.· ἀπὸ πίστεως Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
causer du scandale, scandaliser ; Pass. être scandalisé, être offensé.
Étymologie: σκάνδαλον.
English (Strong)
from σκάνδαλον; to entrap, i.e. trip up (figuratively, stumble (transitively) or entice to sin, apostasy or displeasure): (make to) offend.
English (Thayer)
1st aorist ἐσκανδαλισα; passive, present σκανδαλίζομαι; imperfect ἐσκανδαλιζομην; 1st aorist ἐσκανδαλίσθην (cf. Buttmann, 52 (45)); 1future σκανδαλισθήσομαι; (σκάνδαλον); Vulg. scandalizo; Peshitto lSK) ; properly, to put a stumbling-block or impediment in the way, upon which another may trip and fall; to be a stumbling-block; in the N. T. always metaphorically, (R. V. to cause or make to stumble; A. V. to offend (cause to offend));
a. to entice to sin (Luth. ärgern, i. e. arg, bös machen): τινα, offendor (A. V. to be offended), Vulg. scandalizor, Peshitto lSK : R G L Tr text); R. V. is made to stumble; cf. Winer s Grammar, 153 (145)).
b. "to cause a person to begin to distrust and desert one whom he ought to trust and obey; to cause to fall away," and in the passive, to fall away (R. V. to stumble (cf. ' Teaching etc. 16,5 [ET]; Hermas, vis. 4,1, 3 [ET]; mand. 8,10 [ET])): τινα, ἐν τίνι (A. V.) to be offended in one, (find occasion of stumbling in), i. e. to see in another what I disapprove of and what hinders me from acknowledging his authority: to cause one to judge unfavorably or unjustly of another, σκανδαλίζω means c. to cause one to feel displeasure at a thing; to make indignant: τινα, passive, to be displeased, indignant (A. V. offended), σκανδαλίζω is found neither in secular authors nor in the Sept., but only in the relies of Aq.'s version of the O. T., כָּשַׁל; besides in Winer's Grammar, 33.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και σκανταλίζω Ν σκάνδαλον / σκάνταλο]
βάζω κάποιον σε πειρασμό, διεγείρω σε κάποιον την επιθυμία για κακές ή πονηρές και, κυρίως, για ερωτικές σκέψεις (εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου... σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτόν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. προκαλώ την περιέργεια κάποιου
2. γίνομαι αιτία σκανδάλου, δημιουργώ τις προϋποθέσεις για σκάνδαλο
3. προξενώ βλάβη σε κάτι («μού σκανταλίστη το κλουβί και μού 'φυγε τ' αηδόνι», δημ. τραγούδι)
4. ναυτ. τινάζω απότομα την άγκυρα του πλοίου για να τήν αποσπάσω πιο εύκολα από τον βυθό.
Greek Monotonic
σκανδᾰλίζω: μέλ. -σω, κάνω κάποιον να σκοντάψει, βάζω σε πειρασμό, προσβάλλω κάποιον, τινά, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., μπαίνω σε πειρασμό, κολάζομαι, κριματίζομαι, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
σκανδᾰλίζω: 1) соблазнять (τινά NT);
2) задевать, оскорблять (τινά NT); pass. быть задетым, возмущаться (ἐσκανδαλίσθησαν ἀκούσαντες τὸν λόγον NT).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκανδαλίζω [σκάνδαλον] doen struikelen, in verleiding brengen. NT Mt. 5.29. aanstoot geven. NT Mt. 17.28.