κόλυμβος

From LSJ
Revision as of 03:15, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott

Menander, Monostichoi, 79
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλυμβος Medium diacritics: κόλυμβος Low diacritics: κόλυμβος Capitals: ΚΟΛΥΜΒΟΣ
Transliteration A: kólymbos Transliteration B: kolymbos Transliteration C: kolymvos Beta Code: ko/lumbos

English (LSJ)

ὁ,

   A = κολυμβίς, Ar. Ach.876.    II = κολύμβησις, ἅμιλλα κολύμβου Paus.2.35.1, cf.Str. 16.2.42, AP9.82 (Antip. Thess.), Plu.2.162f (pl.), Herod.Med. ap. Orib.10.39.3, Antyll.ib.6.27.4, X.Ep.3.2.    2 = κολυμβήθρα 1, Hero *Mens.19.

German (Pape)

[Seite 1476] ὁ, der Taucher, Schwimmer, bes. Sp. – Bei Ar. Ach. 875 derselbe Wasservogel wie κολυμβίς. – Das Schwimmen; Antp. Th. 51 (IX, 82); ἁμίλλης κολύμβου Paus. 2, 35, 1.

Greek (Liddell-Scott)

κόλυμβος: ὁ, κολυμβητής, δύτης, Ἀριστοφ. Ἀχ. 876· πρβλ. κολυμβίς. ΙΙ. = κολύμβησις, Παυσ. 2. 35, 1, Ἀνθ. Π. 9. 82, Πλούτ. 2. 163Α.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 action de plonger, de nager;
2 plongeon, oiseau.
Étymologie: R. Κρυφ > κλυφ-, κλυβ-, se cacher, s’enfoncer.

Greek Monolingual

ο (AM κόλυμβος)
το πτηνό κολυμβίς
αρχ.-μσν.
κολύμβηση, κολύμπι («ἡ λίμνη... ἀγχιβαθής..., ὥστε μή δεῖν κολύμβου», Παυσ.)
μσν.
δεξαμενή
αρχ.
λουτρό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα kol- της ΙΕ ρίζας kel- «σκοτεινός, μαύρος» (πρβλ. κελαινός) και συνδέεται πιθ. με το λατ. columba «περιστέρι». Και οι δύο γλώσσες εμφανίζουν παρέκταση -umb-, της οποίας η αναγωγή σε ΙΕ -on-b(h)- δεν ερμηνεύει ικανοποιητικά το ελλ. -υ-.
ΠΑΡ. κολυμβώ, κολυμβάς / -πάδα
αρχ.
κολύμβαινα, κολυμβίς.
ΣΥΝΘ. αρχ. ακόλυμβος, εὐκόλυμβος, πολυκόλυμβος.

Greek Monotonic

κόλυμβος: ὁ, κολυμβητής, δύτης, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κόλυμβος:
1) Arph. = κολυμβίς;
2) ныряние, плавание Plat., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόλυμβος -ου, ὁ fuut (watervogel).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: small diver, Podiceps minor (Ar.; Thompson Birds 158), also backformation of κολυμβάω, s. v.
Other forms: Note κολυμφάω (EM 526, 2). In the same meaning κολυμβίς f. (Ar., Arist.), -άς f. id. (Ath.), but usu. of olives pickled in brine (Diph. Siph., pap.); κολύμβαινα = κολύβδαινα (Archig. ap. Gal.), κολύμβατος name of a plant (Gp.), motive unknown, cf. Strömberg Pflanzennamen 113 and κολυμβάς as name of the ostrich (στοιβή) in Gal.
Derivatives: Denomin. verb κολυμβάω, often with prefix, e. g. ἐκ-, κατα-, ἀνα-, δια-, dive (under), jump into the water, swim (Att., hell.) with κολυμβήθρα bathing place, pool, cistern (Pl.), κολύμβησις diving = pearl-fishery (Peripl. M. Rubr.), as backformation κόλυμβος = κολύμβησις (Str., Paus., Plu.) and -ήθρα (Hero); κολυμβητήρ (A.) and -ητής (Th., Pl.) diver (cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 14 a. 17f.) with κολυμβητική (τέχνη) art of diving (Pl.); also κολυμβιστής (sch.); κολυμβιτεύω (= -ητεύω?) throw into the water (Pap.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Uncertain. Against equation with Lat. columba dove rightly W.-Hofmann s. v.; a common IE. *kolu-mb(h)- (-nb(h)-) is of course a phonetic nonentity. S. Pok. 547f., W.-Hofmann s. columba. Apart from the suffix -υμβ- the vatiant κολυμφάω shows a Pre-Greek word. The variation μβ \/ βδ can be most easily explained from a palatalized b (by), of which the palatal feature was lost after pernasalization, giving μβ (cf. Fur. 307 n. 117, but μόλυβδος \/ plumbum must now be given up, s.v.).

Middle Liddell

!κόλυμβος, ὁ,
a diver, Ar.