εἰλύω

From LSJ
Revision as of 11:20, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰλύω Medium diacritics: εἰλύω Low diacritics: ειλύω Capitals: ΕΙΛΥΩ
Transliteration A: eilýō Transliteration B: eilyō Transliteration C: eilyo Beta Code: ei)lu/w

English (LSJ)

Arat.432: fut. εἰλύσω [ῡ] Il.21.319:—Med., part. εἰλῡόμενος, impf. εἰλῡόμην, S.Ph.702 (lyr.), 291:—Pass., pf. εἴλῡμαι, Ep. 3pl. εἰλύαται, plpf. εἴλῡτο, Il.5.186, Od.20.352, Il.16.640. [ῡ always in Hom. exc. in εἰλῠᾰται, also in S.; ῠ in Metag. (v. infr.), and late Ep., Arat.432, Nic.Al.18 (but

   A εἰλῡμένα Th.754).]:—enfold, enwrap, Act. once in Hom., κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισι Il.21.319; ὀλίγη δέ μιν εἰλύει ἀχλύς Arat. l. c.:—Pass., to be wrapped, covered, βοέῃς εἰλυμένω ὤμους Il.17.492; εἰλυμένοι αἴθοπι χαλκῷ 18.522; νεφέλῃ εἰλυμένος ὤμους 5.186; αἵματι καὶ κονίῃσιν εἴλῡτο 16.640; εἴλυτο δὲ πάνθ' ἁλὸς ἄχνῃ Od.5.403; νυκτὶ μὲν ὑμέων εἰλύαται κεφαλαί 20.352, cf. Il.12.286.    II Pass., after Hom., = ἰλυσπάομαι, crawl, wriggle along, of a lame man, εἰλῡόμην δύστηνον ἐξέλκων πόδα S.Ph.291; εἰλυόμενος, παῖς ἄτερ ὡς… τιθήνας ib.702; of a shoal of fish, Metag. 6.4.    2 in Theoc.25.246 εἰλυθείς is used like ἐλυσθείς in Hom., rolled up, crouching; but εἰλυμένος is part. of ἐλύω (q. v.) in A.R. 3.296.

Greek (Liddell-Scott)

εἰλύω: Ἄρατ. 432· μέλλ. εἰλύσω ῡ Ἰλ.: - Μέσ., μετοχ. εἰλῡόμενος, παρατ. εἰλῡόμην Σοφ. - Παθ., πρκμ. εἴλῡμαι, Ἐπ. γ΄ πληθ. εἰλύαται, ὑπερσυντέλ. εἴλῡτο, ἅπαντα παρ’ Ὁμ. ῡ ἀείποτε παρ’ Ὁμ., πλὴν ἐν τῷ εἰλῠᾰται, ὡσαύτως δὲ παρὰ Σοφ.· ῠ παρὰ Μεταγέν. ἔνθα κατωτ. καὶ μεταγεν. Ἐπ., Ἄρατ. ἔνθ’ ἀνωτ., Νικ. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε εἴλω ἐν τέλ.) Τυλίσσω, περιτυλίσσω, περιβάλλω, περικαλύπτω, κατακρύπτω, ἐνεργ. μόνον ἅπαξ παρ’ Ὁμήρῳ, κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισι (καὶ τοῦτο δυνατὸν νὰ ἀποδοθῇ εἰς τὸ σύνθετον κατειλύω) Ἰλ. Φ. 319· ὀλίγη δέ μιν εἰλύει ἀχλὺς Ἄρατ. 432: - Παθ., περιβάλλομαι, περικαλύπτομαι, τὼ δ’ ἰθὺς βήτην βοέῃς εἰλυμένω ὤμους Ἰλ. Ρ. 492· εἰλυμένοι αἴθοπι χαλκῷ Σ. 522· νεφέλῃ εἰλυμένος ὤμους Ε. 186· αἵματι καὶ κονίαις εἴλῡτο Π. 640· εἴλυτο δὲ πάνθ’ ἁλὸς ἄχνῃ Ε. 403· νυκτὶ μὲν ὑμέων εἰλύαται κεφαλαὶ Υ. 352, πρβλ. Ἰλ. Μ. 286. ΙΙ. ἐν τῷ παθ. ὡσαύτως μεθ’ Ὅμηρον, = ἰλυσπάομαι, λυγίζομαι, κινοῦμαι ἢ περιπατῶ λυγιζόμενος ὡς σκώληξ, ἐπὶ χωλοῦ ἀνθρώπου, εἰλῡόμην δύστηνος ἐξέλκων πόδα Σοφ. Φ. 291· εἰλυόμενος, παῖς ἄτερ ὡς... τιθήνας αὐτόθι 702· ἐπὶ ἀγέλης ἰχθύων, Μεταγένης ἐν «Θουριοπέρσαις» 1. 4. 2) ἐν Θεοκρ. 25. 246 τὸ εἰλυσθεὶς (εἰληθεὶς Ziegl.) κεῖται ὡς τὸ ἐλυσθεὶς παρ’ Ὁμ., συσταλείς, «συμμαζευθείς». - Ὁ Βουττμ. ἐν λεξιλόγῳ ποιεῖται διάκρισιν μεταξὺ τῆς Ὁμηρικῆς χρήσεως τοῦ εἰλύω καὶ τοῦ ἐλύω, ὅπερ αὐτὸς ἑρμηνεύει ὠθῶ. Παρὰ μεταγ. ὅμως ποιηταῖς οὐδεμία τοιαύτη διάκρισις παρατηρεῖται.

French (Bailly abrégé)

f. εἰλύσω, aο. et pf. inus;
Pass. aο.
εἰλύθην, pf. εἴλυμαι, pqp. εἰλύμην;
I. traîner en décrivant des circuits ; Pass. se traîner en rampant;
II. enrouler, envelopper ; couvrir tout autour, acc. ; Pass. être enveloppé de, τινι ; avec double rég. βοέῃσ’ εἰλυμένω ὤμους IL ayant tous deux les épaules couvertes de peaux de bœuf ; νεφέλῃ εἰλυμένος ὤμους IL ayant les épaules enveloppées d’une nuée.
Étymologie: R. ϜελϜ, cf. εἴλλω.

English (Autenrieth)

(ϝειλύω), fut. εἰλύσω, pass. perf. εἴλῦμαι, 3 pl. εἰλύαται, part. εἰλῦμένος, plup. εἴλῦτο: wrap, envelop, cover.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): εἱλ- Hdn.Epim.48, Basil.M.32.1304D; ἰλ- Apollon.Lex.s.u. ἰλύσω, Hsch.s.uu. ἰλύει, ἰλύσαι; ἐλ- Sch.Hes.Op.430a, Sch.Opp.H.2.89; ἑλ- Sch.Opp.H.1.116

• Prosodia: [-ῡ-]

• Morfología: [act. impf. 3a sg. εἴλυεν Hsch.; med.-pas. ind. aor. ἐλύσθη Il.23.393, part. ἐλυσθείς Il.24.510, Opp.H.2.89, εἰλῡθείς Theoc.25.246, Opp.H.2.124, perf. 3a sg. εἴλυται Il.12.286, ἴλυται Hsch., 3a plu. εἰλύαται Od.20.352, Il.12.286 (cód.), ἰλύαται Hsch., 3.a sg. o plu. εἰλῦται Il.12.286 en Sch.Er.ad loc., Eust.904.53, plusperf. 3a sg. εἴλυτο Il.16.640]
I intr., en v. med.-pas.
1 en tema de perf. estar envuelto, estar cubierto c. dat. instrum. ἄλλα τε πάντα εἴλυται κατύπερθ', ὅτ' ἐπιβρίσῃ Διὸς ὄμβρος Il.12.286, εἴλυτο δὲ πάνθ' ἁλὸς ἄχνῃ Od.5.403, νυκτὶ ... εἰλύαται κεφαλαί Od.20.352, βελέεσσι καὶ αἵματι καὶ κονίῃσιν ἐκ κεφαλῆς εἴλυτο Il.16.640, εἰλυμένοι ... χαλκῷ Il.18.522, παῖδ' ὀλίγον δολίῃς εἰλυμένον ἐντροπίῃσι h.Merc.245, Ζεῦ ... εἰλυμένε κόπρῳ μηλείῃ poét. en Philostr.Her.29.3, βόαυλα ... εἰλυμένα καπνῷ A.R.3.1291
c. ac. de rel. indicando la parte envuelta y dat. instrum. νεφέλῃ εἰλυμένος ὤμους Il.5.186, cf. 17.492, χαίτῃς εἰλυμένος εὐρέας ὤμους h.Ap.450, λημηρῇ νεφέλῃ εἰλυμένος ὄσσε Heliod.SHell.472.11, c. ac. de la prenda que envuelve, de Hermes niño σπάργανον ἀμφ' ὤμοις εἰλυμένος h.Merc.151, c. gen. πελάγει νεφέων εἰλυμένῳ Arat.413
estar envuelto con vestiduras εὐκήλως εἰλυμένοι A.R.2.861.
2 en pres. y aor. deslizarse, ir arrastrándose ῥυμὸς δ' ἐπὶ γαῖαν ἐλύσθη Il.23.393, λασίην ὑπὸ γαστέρ' ἐλυσθείς de Ulises escapando de la cueva de Polifemo Od.9.433, αὐτὸς ἂν τάλας εἰλυόμην, δύστηνον ἐξέλκων πόδα S.Ph.291, εἷρπε ... τότ' ἂν εἰλυόμενος, παῖς ἄτερ ὡς φίλας τιθήνας S.Ph.702, (κῦμα) βατίδων εἰλυομένων Metag.6.4, fig. de un veneno ἀμφὶ δὲ πρώτοις εἰλύεται στέρνοισι Nic.Al.18.
3 en aor. encogerse προπάροιθε ποδῶν Ἀχιλῆος ἐλυσθείς encogido, e.e., humillado ante los pies de Aquiles, Il.24.510
enrollarse, encogerse sobre sí mismo, agazaparse de un león a punto de saltar εἰλυθέντος ὑπὸ λαγόνας τε καὶ ἰξύν Theoc.25.246, ἐνὶ ψαμάθοισιν ἐλυσθείς A.R.1.1034, ἐν πηλοῖσιν ἐλυσθεὶς ῥίμφ' ἔφορεν Opp.C.3.418, cf. Sch.ad loc., A.R.3.296, ὑπ' ὀστράκῳ εἰλυθεῖσα Opp.H.2.124, de una rana πηλοῖο κατ' εὐρώεντος ἐλυσθεὶς κέκλιται Opp.H.2.89, cf. en v. act., Hsch.
II en v. act.
1 tr. envolver, cubrir, ocultar εἰ δὲ ... ὀλίγη δέ μιν εἰλύοι ἀχλὺς αὐτόν Arat.432, c. suj. de pers. y dat. instrum. πτύγματι ὀθονίου εἰλύσας Aët.9.42, cf. Hdn.Epim.48, Hsch.s.uu. ἰλύει, εἰλύσω.
2 c. gen. atraer ποταμὸς πυρὸς εἵλυεν ἔμπροσθεν αὐτοῦ Basil.l.c., cf. en v. med. εἰλύσθαι· ἕλκειν Hsch.

• Etimología: Es dud. si es un pres. u̯elnu- < *H1u̯el-nH-, cf. ai. vṛnóti- ‘envolver’, o secundario sobre perf. εἴλῡμαι < u̯e-u̯lū-m-; cf. γέλουτρον = Ϝέλυτρον, ai. varutra- ‘ropa de abrigo’, etc.

Greek Monolingual

εἰλύω (Α)
1. περιτυλίσσω, σκεπάζω
2. κινούμαι κουλουριάζοντας το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ρίζα welu- (αρχ. ελλ. Fελυ-), παρεκτεταμένη μορφή της αρχικής IE wel- «στρέφω, κυλίω» (βλ. λ. ειλώ), της οποίας η ύπαρξη επιβεβαιώνεται από τη γλώσσα του Ησυχίου «γέλουτρον
Fέλυτρον» που αντιστοιχεί ακριβώς στο αρχ. ινδ. varutra «πανωφόρι». Το θ. Fελυ απαντά στον αόριστο (F) ελύ-σ-θη (πρβλ. λατ. volvō), ενώ το -- στον τ. Fέλῡμα (πρβλ. λατ. volūmen) είναι υστερογενές. Ο ενεστωτικός τ. ειλύω, που θα μπορούσε να αναχθεί πιθ. σε τ. Fελ-ν-ύ-ω, θεωρείται υστερογενής σχηματισμός από το θ. του παρακμ. είλυ-μαι (< -Fλῡ-μαι), που απαντά επίσης και στον μέλλ. ειλῡσω, αόρ. ειλύσαι καθώς και σε πολλούς ονοματικούς τύπους (πρβλ. είλυμα, ειλυθμός, ειλυός κ.λπ.). Με την ίδια ρίζα επίσης συνδέεται πιθ. και ο τ. αλύτης].

Greek Monotonic

εἰλύω: μέλ. εἰλύσω [ῡ] — Παθ., παρακ. εἴλῡμαι, Επικ. γʹ πληθ. εἰλύαται [ῠ], υπερσ. εἴλυτο (εἴλω
I. τυλίγω, περιτυλίγω, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., είμαι τυλιγμένος ή καλυμμένος, νεφέλῃ εἰλυμένος ὤμους κ.λπ., σε Όμηρ.
II. 1. Παθ., επίσης ἰλυσπάομαι, σέρνομαι ή περπατώ έχοντας λυγίσει σαν σκουλήκι, λέγεται για κουτσό άνθρωπο, σε Σοφ.
2. στον Θεόκρ. εἰλυσθείς, σημαίνει αυτός που έχει ανασηκωθεί, ο μαζεμένος.

Russian (Dvoretsky)

εἰλύω: (ῡ) (fut. εἰλύσω; pass.: aor. εἰλύθην, pf. εἴλυμαι)
1) окутывать, покрывать (τινὰ ψαμάθοισιν Hom.): βοέῃς εἰλυμένος ὤμους Hom. с бычачьей шкурой на плечах; εἰλυμένος χαλκῷ Hom. закрываясь медным щитом;
2) med. волочить ноги, с трудом передвигаться (εἷρπε εἰλυόμενος ὡς παῖς Soph.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: wind around, envelop, cover (Il.)
Other forms: (Arat. 432; καταείλυον v. l. Ψ 135 for -νυον, -νυσαν), perf. med. εἴλυμαι , fut. κὰδ δέ ... \/ εἰλύσω Φ 319, aor. κατ-ειλύσαντε (A. R. 3, 206); εἰλύομαι wind itself and curl, sneak forward (S. Ph. 291 and 702, swarm (Com.), aor. pass. ἐλύσθη rolled, ἐλυσθείς, Theoc. 25, 246 therefor εἰλυθείς; A. R. 3, 296 εἰλυμένος).
Compounds: Some prefixed compounds: κατ-ειλύω (Hdt.), δι-ειλυσθεῖσα sneaking through (A. R. 4, 35), ἐξ-ειλυσθέντες (Theoc. 24, 17), συν-ειλύω (EM 333, 42).
Derivatives: From ἐλυ-: ἔλυ-τρον envelop, shell, container (Ion.-Att.) with ἐλυτρόομαι (Hp.); ἔλυμα plough-beam (Hes., length sec., s. below), in H. also = νύσσα (`turning point in a career') καὶ τὸ ἱμάτιον, cf. εἴλυμα; ἔλυμος a Phrygian pipe (S., Com.), in H. also envelop; ἔλυστα ἄμπελος μέλαινα H. (-σ- as in ἐλύσθη, s. below); deverbative ἐλύσσει εἰλεῖται H. - From εἰλυ-: εἴλυμα envelop (ζ 179 etc., cf. ἔλυμα); εἰλυθμός hiding-place, hole (Nic.), ap. H. = ἕλκος, τρόμος (to εἰλύομαι); εἰλυός = εἰλεός s. v.; εἴλυσις sneaking forward (sch. on εἰλύομαι); εἰλύτας, ἐλλύτας name of a cake' (inscr., H., ἐλύτης gramm.; s. Fraenkel Nom. ag. 1, 171f.); deverbat. εἰλύσσεται εἰλεῖται H. (cf. ἐλύσσει) with εἰλυστήριον (gloss.). - From ἀλυ- (zero grade): ἅλυσις, ἀλύτας, s. vv. - S. also πέλλυτρον and γολύριον.
Origin: IE [Indo-European] [1140] *u̯el-u- envelop, cover
Etymology: The gloss γέλουτρον ἔλυτρον, ἤγουν λέπυρον H. gives PGr. Ϝέλυ-τρον, identical with Skt. varu-tra- n. Obergewand (gramm.). εἰλύω can be from PGr. *Ϝελ-ν-ύ-ω and agree with Skt. vr̥ṇóti envelop, cover (IE *u̯l̥-ne-u-ti); but the Greek word is late and rare which makes the identification less probable, s. below. Disyllabic Ϝελυ- in (Ϝ)ελύ-σ-θη etc. (with analogical -σ-; Schwyzer 761) also in Arm. gelu-m turn (formation not certain) and in Lat. volvō; an iterative formation of it is Goth. walwjan, OE wealwian revolve (onself). Note (Ϝ)έλυ-μα with the same sec. long vowel as Lat. volūmen; further Arm. gelumn turning. - In the Greek system the perfect εἴλυμαι < *Ϝέ-Ϝλυ-μαι (with long vowel; Ϝ- uncertain s. Chantr. Gramm. hom. 1, 131 and Schwyzer 649e) was important; both in (late) εἰλῦσαι and εἰλυσθείς and in the many nouns in εἰλυ- it was decisive. - Ample discussion (partly diff.) in Solmsen Unt. 232ff.

Middle Liddell

εἴλω
I. to enfold, enwrap, Il.:—Pass. to be wrapt or covered, νεφέληι εἰλυμένος ὤμους, etc., Hom.
II. Pass., also, = ἰλυσπάομαι, to crawl or wriggle along, of a lame man, Soph.
2. in Theocr. εἰλυσθείς means rolled up, crouching.