ὀλολύζω

From LSJ
Revision as of 04:45, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Ὑπὲρ σεαυτοῦ μὴ φράσῃς ἐγκώμιον → Noli ipse laudis facere tibi praeconium → Dich selbst bedenke nicht mit einem Lobgedicht

Menander, Monostichoi, 516
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλολύζω Medium diacritics: ὀλολύζω Low diacritics: ολολύζω Capitals: ΟΛΟΛΥΖΩ
Transliteration A: ololýzō Transliteration B: ololyzō Transliteration C: ololyzo Beta Code: o)lolu/zw

English (LSJ)

Od.22.411, etc. : fut.

   A -ύξομαι E.El.691, later -ύξω LXX Is.16.7, Am.8.3 : aor. ὠλόλυξα, Ep. . (v. infr.) :—cry with a loud voice, in Hom. esp. of women crying aloud to the gods in prayer or thanksgiving, ὣς εἰποῦσ' ὀλόλυξε· θεὰ δέ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς Od.4.767, cf. h.Ap.445 ; αἱ δ' ὀλόλυξαν, at a sacrifice, Od.3.450 ; of a cry of exultation, ἴθυσέν ῥ' ὀλολύξαι 22.408, cf. 411 ; also of the cries of goddesses, h.Ap.119 ; so later, mostly of women crying to the gods, ὀλολύξατε νῦν ἐπὶ μολπαῖς A.Eu.1043 (lyr.) ; ὠλόλυξεν ἐν μέσαις σταθεῖσα Βάκχαις E.Ba.689 ; mostly in sign of joy (cf. ὀλολυγή), ἢν μὲν ἔλθῃ πύστις εὐτυχὴς σέθεν, ὀλολύξεται πᾶν δῶμα Id.El.691, cf. Ar.Eq.1327, Theoc. 17.64 ; μὴ φλαῦρον μηδὲν γρύζειν, ἀλλ' ὀ. Ar.Pax97 ; ἐπὶ τῷ μηδένα πώποτε τηλικοῦτ' ὀλολύξαι σεμνυνόμενος D.18.259 ; ὠλόλυξαν μὲν αἱ γυναῖκες, ἠλάλαξαν δὲ οἱ ἄνδρες Hld.3.5 ; of nymphs crying aloud to Hecate, A.R.3.1218.

German (Pape)

[Seite 325] (λύζω), fut. ὀλολύξω, mit lauter Stimme schreien; eigtl. von der ὀλολυγών, Eust. 1399, 49; bes. zu den Göttern schreien, sowohl um sie anzuflehen, als ihnen zu danken, αἱ δ' ὀλόλυξαν θυγατέρες τε νυοί τε καὶ αἰδοίη παράκοιτις, Od. 3, 450. 4, 767. 22, 408. 411 H. h. Apoll. 445, immer von Frauen gesagt, wie auch H. h. Apoll. 119 von schreienden Göttinnen; ὀλολύξατε νῦν ἐπὶ μολπαῖς, Aesch. Eum. 995, jauchzet auf, vor Freude; Eur. Bacch. 688; auch im med., ὀλολύξεται πᾶν δῶμα, El. 691; Ar. Pax. 97; bei Dem. 28, 259 est bes. der laute Ton des Schreiens damit bezeichnet, μὴ γὰρ οἴεσθ' αὐτὸν φθέγγεσθαι μὲν οὕτω μέγα, ὀλολύζειν δὲ οὐχ ὑπέρλαμπρον; in späterer Prosa, Luc. D. D. 12, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλολύζω: Ἀριστοφ. Εἰρ. 97, Δημ.· μέλλ. -ύξομαι Εὐρ. Ἠλ. 691, -ύξω, Ἑβδ.: ἀόρ. ὠλόλυξα, Ἐπικ. ὀλ-, ἴδε κατωτ.· ― πρβλ. ἀν-, ἐπολολύζω. Ἐκπέμπω λιγυρὰν φωνήν, κράζω μεγαλοφώνως, ὁ Ὅμ. ἀείποτε ἐπὶ γυναικῶν ἐπικαλουμένων τοὺς θεοὺς ἐν δεήσεσιν ἢ εὐχαριστίαις, ὡς εἰποῦσ’ ὀλόλυξε· θεὰ δὲ οἰ. ἔκλυεν ἀρῆς Ὀδ. Δ. 767· αἱ δ’ ὀλολύξαν, ἐν θυσίᾳ, Γ. 450· ἴθυσέν ῥ, ὀλολύξαι Χ. 408, ἔνθα σημαίνει κραυγὴν χαρᾶς, πρβλ. 411, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 445· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς φωνῆς τῶν θεαινῶν, ὁ αὐτ. 119· ― οὕτω καὶ μεθ’ Ὅμ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ γυναικῶν εὐχομένων πρὸς τοὺς θεοὺς, ὀλολύξατε νῦν ἐπὶ μολπαῖς Αἰσχύλ. Εὐμ. 1043· ὠλόλυξεν ἐν μέσαις, σταθεῖσα Βάκχαις Εὐρ. Βάκχ. 689 καὶ τὸ πλεῖστον εἰς σημεῖον χαρᾶς (πρβλ. ὀλολυγή), ἢν μὲν ἔλθῃ πύστις εὐτυχὴς σέθεν, ὀλολύξεται πᾶν δῶμα ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 691, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 1327, Θεόκρ. 17. 64· μὴ φλαῦρόν τι γρύζειν, ἀλλ’ ὀλ. Ἀριστοφ. Εἰρ. 97· ἐπὶ τῷ μηδένα πώποτε τηλικοῦτ’ ὀλολύξαι σεμνυνόμενος Δημ. 313. 20· ὠλόλυξαν μὲν αἱ γυναῖκες, ἠλάλαξαν δὲ οἱ ἄνδρες Ἠλιόδ. 3. 5· ― σπανίως ἐπὶ λύπης, ὡς τὸ Λατ. ululare, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1218. (Πρβλ. ὀλολῡγή, ὀλολυγμός, -μα, ὀλολυγών· Σανσκρ. ulul-is (ululatus), ulûk-as (γλαῦξ, Ἀγγλ. owl), Λατ. ulul-o, ulul-atus, ulul-a (ὀλολύζω, Ἀγγλ. howl).) ― Σημ. Καὶ νῦν ἔτι ἐν Παλαιστίνῃ καὶ Αἰγύπτῳ αἱ γυναῖκες καὶ ἐν χαρᾷ καὶ ἐν πένθει ὀλολύζουσιν ἐκπέμπουσαι διὰ τοῦ λάρυγγος ὀξεῖς ὀλολυγμοὺς.

French (Bailly abrégé)

f. ὀλολύξομαι, réc. ὀλολύξω, ao. ὠλόλυξα, épq. ὀλόλυξα, pf. inus.
1 pousser des cris aigus et prolongés;
2 pousser des cris de joie ou de douleur.
Étymologie: ὀλυγ-, avec redoubl. ; cf. lat. ulalo, mot formé par onomatopée.

English (Autenrieth)

aor. ὀλόλυξα: cry out aloud, only of women, either with jubilant voice or in lamentation, Od. 22.408, , Od. 4.767.

English (Strong)

a reduplicated primary verb; to "howl" or "halloo", i.e. shriek: howl.

English (Thayer)

an onomatopoetic verb (cf. the similar ὀιμώζειν, αἰάζειν, ἀλαλάζειν, πιπίζειν, κοκκύζειν, τίζειν. Compare the German term.-zen, as in grunzen, krächzen, ächzen), to howl, wail, lament: Homer down of a loud cry, whether of joy or of grief; the Sept. for הֵילִיל.) (Synonym: cf. κλαίω, at the end.)

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀλολύζω και ολολύττω)
βγάζω θρηνητικές κραυγές, θρηνώ γοερά, οδύρομαι, ολοφύρομαι, σκούζω
αρχ.
κραυγάζω, φωνάζω δυνατά, ιδίως για επίκληση γυναικών προς τους θεούς ή ως εκδήλωση χαράς («ὡς εἰποῡσ' ὀλόλυξε
θεὰ δὲ οἱ ἔκλυεν ἀρῆς», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρήμα που έχει προέλθει από ονοματοποιία με αναδιπλασιαμό και κατάλ. -ύζω, η οποία απαντά και σε άλλα ρ. ανάλογης σημ. (πρβλ. βαΰζω, γογγύζω, ιΰζω, κοκκύζω). Ανάλογα παραδείγματα ονοματοποιημένων λ. μαρτυρούνται και σε άλλες ΙΕ γλώσσες, πρβλ. λατ. ululo «ουρλιάζω, ολολύζω», ulula «κουκουβάγια», αρχ. ινδ. ululi- «αυτός που ουρλιάζει», ulūka- «κουκουβάγια», λιθουαν. ulula (baňgos) «ουρλιάζουν τα κύματα» (βλ. και λ. υλώ). Οι τύποι αυτοί ανάγονται πιθ. σε κοινή ρίζα ul- «κλαίω, ουρλιάζω». Αν θεωρηθεί ότι το ρ. ὀλολύζω ανάγεται σ' αυτήν τη ρίζα, θα πρέπει να έχει σχηματιστεί με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ο- και αναδιπλασιασμό. Σύμφωνα με άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με το επιφών. ἐλελεῦ «πολεμική κραυγή, κραυγή πόνου, χαράς», οπότε η διαφορά στον φωνηεντισμό θα πρέπει να οφείλεται σε ετεροίωση. Το ρ. ὀλολύζω έχει ιδιαίτερη τελετουργική αξία, χρησιμοποιείται για θρησκευτικές τελετές προκειμένου να δηλώσει τις κραυγές χαράς και σπανιότερα πόνου ή οδύνης που προέρχονται κυρίως από γυναίκες, ενώ για τους άντρες χρησιμοποιείται το ρ. ἀλαλάζω.

Greek Monotonic

ὀλολύζω: μέλ. -ύξομαι· Επικ. αόρ. αʹ ὀλόλυξα· κραυγάζω επικαλούμενος τους θεούς, φωνάζω δυνατά, λέγεται για γυναίκες που φωνάζοντας με λαρυγγισμούς, επικαλούνται τους θεούς στις προσευχές ή στις δημόσιες εκφράσεις ευχαριστιών στους ναούς, σε Ομήρ. Οδ., Ύμν. σε απόλ.· ομοίως, επίσης, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλολύζω: атт. ὀλολύττω (fut. ὀλολύξομαι, aor. ὠλόλυξα - эп. ὀλόλυξα) издавать крики (радости или скорби), кричать, вопить Hom., Aesch., Eur.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: to cry out loudly; to call, to shout with joy, to moan (to the gods), esp. of women (mostly poet.).
Other forms: (-ύττω Men.), aor. ὀλολ-ύξαι (Od.), fut. -ύξομαι (E.), -ύξω (LXX).
Compounds: Also w. prefix, esp. ἀν-, ἐπ-.
Derivatives: ὀλολυγ-ή f. (Z 301) with -αία f. surn. of the νυκτερίς (tomb-epigr.), -μός m. (A.), -μα (E.) loud outcry (of joy), mostly of women, that invoke a God; -ών, -όνος f. quacking of a frog etc. (Arist., Ael., Plu.), also name of an unknown animal (bird), Lat. acredula (Eub., Theoc., Arat.), s. Harder Glotta 12, 137 ff., also Thompson Birds s.v.; ὀλολύκ-τρια f. professional mourning woman (Pergam. IIa), -τόλης m. crier (An. Ox.; cf. e.g. σκωπτόλης, ὑλα-κτ-έω). Backformations ὄλολοι m. pl. = δεισι-δαίμονες (Theopomp. Com., Men.), ὄλολυς m. after Phot. = ὁ γυναικώδης καὶ κατάθεος καὶ βάκηλος (Anaxandr., Men.).
Origin: ONOM [onomatopoia, and other elementary formations]
Etymology: Onomatopoetic reduplicated formation with the same ending as in ἰύζω, βαΰζω etc. (Schwyzer 716); on the reduplication Schw. 423, Chantraine Gramm. hom. 1, 376. Similar, genetically or elementarily cognate, formations are Lat. ululāre howl, ulula f. owl, Skt. ululí- loudly crying, úlūka- m. owl, Lith. ulula (bañgos) (the waves) howl, all with u; s. WP. 1, 194, W.-Hofmann s. ulula w. further forms. Besides ὀλολύζω with dissimilation ο--υ or ablauting to ἐλελεῦ (s. v.), cf. Pok. 306 a. 1105. Cf. also Theander Eranos 15, 98ff. with debatable or rejectable combinations (s. on ἔλεγος w. lit., also v. Windekens Le Pelasgique 63 a. 65); Deubner BerlAkAbh. 1941 : 1. -- Cf. ὀλοφύρομαι.

Middle Liddell


to cry to the gods with a loud voice, cry aloud, of women crying aloud to the gods in prayer or thanksgiving, Od., Hhymn. Apoll.; so also in Aesch., Eur., etc.