σαρκικός

From LSJ
Revision as of 10:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σαρκικός Medium diacritics: σαρκικός Low diacritics: σαρκικός Capitals: ΣΑΡΚΙΚΟΣ
Transliteration A: sarkikós Transliteration B: sarkikos Transliteration C: sarkikos Beta Code: sarkiko/s

English (LSJ)

ή, όν,= sq. 1, χρώς, δέρμα, Sotad.19; = sq. 3, 1 Ep.Cor.9.11, Ep.Rom. 7.14 (v.l.), Cod.Just.1.3.41.4.

German (Pape)

[Seite 863] = σάρκινος, Arist. H. A. 10, 2; – bei den K. S. fleischlich, sinnlich, Ggstz des Geistigen.

Greek (Liddell-Scott)

σαρκικός: -ή, -όν, = σάρκινος Ι (ὅπερ εἶναι διάφορ. γραφ.) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 2, 7, ἐν τῷ συγκρ. ΙΙ. ἐκ σαρκὸς ἀποτελούμενος, εἰς τὴν σάρκα ἀνήκων, προσηλωμένος εἰς τὰ τῆς σαρκός, ὑλικός, ἀντίθετον τῷ πνευματικός, Ἀνθ. Π. 1. 107. - Ἐπίρρ. -κῶς, Ἰγνάτ. πρὸς Ἐφέσ. 10· συγκρ. -ώτερον, Κλήμ. Ἀλεξ. 802.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 de chair;
2 qui concerne la chair, charnel;
3 adonné à la chair, sensuel.
Étymologie: σάρξ.

English (Strong)

from σάρξ; pertaining to flesh, i.e. (by extension) bodily, temporal, or (by implication) animal, unregenerate: carnal, fleshly.

English (Thayer)

σαρκικῇ, σαρκικον (σάρξ), fleshly, carnal (Vulg. carnalis);
1. having the nature of flesh, i. e. under the control of the animal appetites (see σάρξ, 3), (see σάρκινος, 3); governed by mere human nature (see σάρξ, 4) not by the Spirit of God, R G; having its seat in the animal nature or roused by the animal nature, αἱ σαρκικαι ἐπιθυμίαι, human: with the included idea of weakness, ὅπλα, σαρκικά σοφία (i. e. πανουργία, Anthol. Pal. 1,107; cf. ἀπέχου τῶν σαρκικῶν καί σωματικῶν ἐπιθυμιῶν, ' Teaching etc. 1,4 [ET]). Cf. Trench, Synonyms, § lxxi.)
2. pertaining to the flesh, i. e. to the body (see σάρξ, 2): relating to birth, lineage, etc., ἐντολή, τά σαρκικά, things needed for the sustenance of the body, Aristotle, h. anim. 10,2, p. 635a, 11; Plutarch, de placit. philos. 5,3, 7; once in the Sept., Complutensian).

Greek Monolingual

-ή, -ό / σαρκικός, -ή, -όν, ΝΜΑ σάρξ, σαρκός]
1. αυτός που αποτελείται από σάρκα, ο σάρκινος
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην σάρκα, δηλαδή στην υλική υπόσταση του ανθρώπου, σε αντιδιαστολή προς το πνεύμα και την ψυχή, ο σωματικός (α. «σαρκικός έρωτας» β. «ἐγὼ δὲ σαρκικός εἰμι πεπραμένος ὑπὸ τὴν ἁμαρτίαν», ΚΔ)
νεοελλ.
1. συνεκδ. υλιστικός, ματεριαλιστικός
2. φρ. «σαρκικό φρόνημα»
εκκλ. η ροπή του ανθρώπου προς την αμαρτία.
επίρρ...
σαρκικώς / σαρκικῶς, ΝΜΑ, και σαρκικά Ν
με σαρκικό τρόπο.

Greek Monotonic

σαρκῐκός: -ή, -όν (σάρξ), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη σάρκα, σάρκινος, υλικός, αισθησιακός, αυτός που είναι προσηλωμένος στις υλικές απολαύσεις, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σαρκικός -ή -όν [σάρξ] vlees-, vleselijk:; σαρκικαὶ ἐπιθυμίαι vleselijke begeerten NT 1 Pet. 2.11; overdr., tegenover geestelijk. σαρκικοί ἐστε gij zijt nog aan deze wereld gebonden NT 1 Cor. 3.3; τὰ σαρκικά het materiële NT Rom. 15.27.

Russian (Dvoretsky)

σαρκικός:
1) мясной: σ. τὴν χρόαν Arst. имеющий цвет мяса;
2) плотский (μολύσματα Anth.; ἐπιθυμίαι NT).

Middle Liddell

σαρκῐκός, ή, όν σάρξ
fleshly, sensual, Anth.