ἐφορμίζω

From LSJ
Revision as of 15:39, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφορμίζω Medium diacritics: ἐφορμίζω Low diacritics: εφορμίζω Capitals: ΕΦΟΡΜΙΖΩ
Transliteration A: ephormízō Transliteration B: ephormizō Transliteration C: eformizo Beta Code: e)formi/zw

English (LSJ)

(ὅρμος)

   A bring a ship to her moorings, bring to shore, in Med., ἀμφὶ ταύτην θῖνα AP7.636 (Crin.):—Med. and Pass., come to anchor, ἐς [λιμένα] Th.4.8:—in Med. also, = ἐφορμέω, -ορμιούμενος τοῖς πολεμίοις App.BC5.108.    II intr. in Act., seek refuge in, [ἔλαφοι] ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν AP9.244 (Apollonid.), cf. 254 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1123] das Schiff in die Bucht einlaufen lassen, u. med. in den Hafen einlaufen, ἐς λιμένα, Thuc. 4, 8; bei App. B. C. 5, 108, ὡς ἐφορμιούμενος τοῖς πολεμίοις, blokirend, = ἐφορμέω, auch wie das act., ἀμφὶ δὲ ταύτην θῖνά με ῥοιβδήσας Εὖρος ἐφωρμίσατο Crinag. 39 (VII, 636). – Intr., ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν, sie gingen zu den Flüssen, Apolldns. 15 (IX, 244); ἀλλοτρίαις ὠδῖσιν ἐφώρμισα Philp. 65 (IX, 254), ich nehme zu fremden Kindern meine Zuflucht.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφορμίζω: φέρω τὸ πλοῖον εἰς ὅρμον, φέρω εἰς τὴν ἀκτήν, ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, ἀμφὶ ταύτην θῖνά με ῥοιβδήσας Εὖρος ἐφωρίσατο Ἀνθ. Π. 7. 636· - Μέσ. καὶ Παθ., ἔρχομαι εἰς ὅρμον, ἀγκυροβολῶ, εἰς τόπον Θουκ. 4. 8· πρβλ. ἐφορμέω ἐν τέλ.: - ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ ὡσαύτως, = ἐφορμέω, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 108. ΙΙ. ἀμετάβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ζητῶ καταφύγιον ἔν τινι τόπῳ ἔλαφοι ποταμοῖσιν ἐφώρμισαν Ἀνθ. Π. 9. 244, πρβλ. 254.

French (Bailly abrégé)

f. ἐφορμίσω, att. ἐφορμιῶ;
aborder : ἐς λιμένα THC à un port.
Étymologie: ἐπί, ὁρμίζω.

Greek Monolingual

ἐφορμίζω) [[[έφορμος]] II]
1. ορμίζω, οδηγώ πλοίο σε όρμο, προσορμίζω
2. (μέσ. και παθ.) εφορμίζομαι
εισπλέω σε όρμο, μπαίνω σε λιμάνι, προσορμίζομαι, αράζω
αρχ.
1. ζητώ καταφύγιο σε κάποιον τόπο ή σε κάτι
2. μέσ. εφορμώ, επιτίθεμαι.

Greek Monotonic

ἐφορμίζω: Αττ. -ιῶ,
I. φέρνω πλοίο στο λιμάνι, προσορμίζω (ὅρμος) — Μέσ. και Παθ., έρχομαι στο λιμάνι, προσορμίζομαι, αγκυροβολώ, προσλιμενίζομαι, σε Θουκ.
II. αμτβ., στην Ενεργ., αναζητώ καταφύγιο σ' έναν τόπο, προσφεύγω, καταφεύγω, με δοτ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἐφορμίζω: (fut. ἐφορμίσω - атт. ἐφορμιῶ)
1) подплывать, приплывать (ποταμοῖσιν Anth.);
2) med. (о судах) входить, становиться на якорь (ἐς λιμένα Thuc.);
3) med. (к берегу) прибивать, пригонять (τινα ἀμφὶ τὴν θῖνα Anth.);
4) искать убежища, прибегать (ἀλλοτρίαις ὠδῖσιν Anth.).

Middle Liddell

attic ιῶ
I. to bring a ship to its moorings (ὅρμοσ):—Mid. and Pass. to come to anchor, Thuc.
II. intr. in Act. to seek refuge in a place, c. dat., Anth.