άμαξα

From LSJ
Revision as of 20:40, 22 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "πρβλ." to "πρβλ.")

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source

Greek Monolingual

η (Α ἅμαξα και ἄμαξα)
1. τροχοφόρο που σύρεται από υποζύγια και χρησιμοποιείται για μεταφορά ανθρώπων ή πραγμάτων από τόπο σε τόπο (στα αρχ., ειδικότερα, ο σκελετός, το πλαίσιο της άμαξας, το αμάξωμα
πρβλ. και ἀπήνη)
2. φρ. «του λέω (ή του ψέλνω) τα εξ αμάξης», τον περιλούω με ένα σωρό βρισιές (αρχ. «ὑβρίζω ἐξ ἁμάξης», για τις χλευαστικές εκφράσεις και τα σκώμματα, που επιτρέπονταν στις γυναίκες, όταν αυτές πήγαιναν με άμαξες στα Ελευσίνια μυστήρια)
νεοελλ.
1. κάθε ατμοκίνητο ή ηλεκτροκίνητο τροχοφόρο για χερσαίες μεταφορές (και του οποίου το είδος ή ο προορισμός προσδιορίζονται επιθετικά
«ταχυδρομική, σιδηροδρομική κ.λπ. άμαξα»)
2. είδος παιδικού παιχνιδιού που το παίζουν δύο ή περισσότερα παιδιά με τα χέρια
3. φρ. «ο πέμπτος (ή ο τελευταίος) τροχός της αμάξης», για ανθρώπους στους οποίους ανατίθεται ασήμαντη εργασία ή υπηρεσία και γι' αυτό ελάχιστα μόνο υπολογίζονται
αρχ.
1. φορτίο άμαξας, αυτό που χωράει και μεταφέρει μια άμαξα
2. δρόμος για άμαξες, αμαξιτός
3. άμαξα αρότρου
4. πλοίο, καράβι
5. φρ. «βοῡς ὑφ' ἁμάξης», υποζύγιο, βόδι
«ἡ ἅμαξα τὸν βοῡν» — για κάτι που γίνεται παράλογα κι ανάποδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη της τεχνικής ορολογίας, γνωστή ήδη από τον Όμηρο. Ετυμολογικά είναι σύνθετη από το επίρρ. ἅμα «συγχρόνως, μαζί» και το ουσ. ἄξων με κατάλ. , δηλ. ανάγεται σε αρχικό τ. ἅμ-αξ-ya. Αρχικά η λ. δήλωνε τον «διάξονο» και επομένως τετράτροχο σκελετό, πλαίσιο οχήματος πάνω στο οποίο στηρίζεται το αμάξωμα. Κατ' επέκταση δήλωνε «τετράτροχο όχημα» σε αντιδιαστολή με τις λ. δίφρος «πολεμικό άρμα» και ἅρμα.
ΠΑΡ. ἁμάξιον
αρχ.
ἁμαξεύς, ἁμαξιαῑος, ἁμαξίς, ἁμαξίτης
αρχ.-μσν.
ἁμαξεύω
μσν.
ἁμαξάριον, ἁμαξάριος
νεοελλ.
αμαξάδα, αμάξωμα.
ΣΥΝΘ. αμαξόβιος, αμαξοπηγός, αμαξουργός
αρχ.
ἁμαξήλατος, ἁμαξήρης, ἁμαξιτός, ἁμάξοικος, ἁμαξοκυλιστής, ἁμαξοπληθής, ἁμαξοφόρητος
μσν.
ἁμαξελάτης, ἁμαξηγός
μσν.- νεοελλ.
ἁμαξηλάτης, ἁμαξοειδής
νεοελλ.
αμαξαγώγιο, αμαξαγωγός, αμαξόποδες, αμαξοποιός, αμαξοπώλης, αμαξοστάσιο, αμαξόστρατα, αμαξοφοβία, αμαξοφόρτωμα].