παρακαλώ

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λόγοις δ' ἐγὼ φιλοῦσαν οὐ στέργω φίλην → I do not care for the friend who loves in word alone

Sophocles, Antigone, 543

Greek Monolingual

-έω και -άω / παρακαλῶ, -έω, ΝΜΑ
1. ζητώ ικετευτικά και επίμονα από κάποιον να κάνει κάτι για χάρη μου, χωρίς να είναι υποχρεωμένος, διατυπώνω παράκληση («μη, παρακαλώ σας, μη λησμονάτε τη χώρα μου», Οδ. Ελύτης)
2. απευθύνω δέηση, ικεσία στον Θεό ζητώντας βοήθεια ή συγγνώμη, επικαλούμαι τον Θεό
νεοελλ.
1. (συχνά χρησιμοποιείται απολύτως ως ευγενική συγκατάθεση ή συναίνεση σε κάτι που έχει ζητηθεί) ορίστε («μπορώ να καθίσω κοντά σας;» - «παρακαλώ»)
2. φρ. «παρακαλώ» ή «σέ [ή σάς] παρακαλώ»
α) τυπικές φράσεις με τις οποίες διατυπώνει κανείς αίτημα σε κάποιον ή επιτρέπει σε κάποιον να κάνει κάτι ή δίνει εντολή σε κάποιον ευγενικά
β) τυπική απάντηση σε ευχαριστία που μάς έχει απευθύνει κάποιος προηγουμένως
3. φρ. «σέ παρακαλώ εγώ και η σκούφια μου» — παράκληση που απευθύνεται με φιλική ή ειρωνική διάθεση
αρχ.
1. καλώ κάποιον να μετάσχει σε κάτι, προσκαλώ («εἰς θήραν αὐτὸν παρακαλέσας», Ξεν.)
2. καλώ κάποιον σε βοήθεια, ζητώ τη βοήθεια ή τη συνδρομή κάποιου
3. (ενεργ. και μέσ.) καλώ κάποιον να μέ υποστηρίξει σε δίκη, κλητεύω κάποιον ως μάρτυρα
4. παρακινώ, παροτρύνω, ενθαρρύνω, προτρέπω («τάδ' ἠγόρευον παρακαλοῡντες εἰς μάχην», Ευρ.)
5. διεγείρω («παρακέκληται ή διάνοια», Αριστοτ.)
6. (για τη φωτιά ή για εύφλεκτα αντικείμενα) υποδαυλίζω, προκαλώ έξαψη, αναφλέγω («πίτταν καὶ στυππεῑον ἅ ταχὺ πολλὴν παρακαλεῑ φλόγα» Ξεν.)
7. παρηγορώ, ανακουφίζω ψυχικά («μακάριοι οἱ πενθοῡντες ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται», ΚΔ)
8. συμβουλεύω, παραινώ
9. απαιτώ, αξιώνω, ζητώ επιτακτικά
10. παθ. παρακαλοῡμαι, -έομαι
α) κάμπτομαι, συγκατανεύω σε κάτι για χάρη κάποιου («παρεκλήθη Κύριος ἐπὶ τῇ κακίᾳ καὶ εἶπε... ἄνες τὴν χεῑρά σου», ΠΔ)
β) δηλώνω υποταγή, υφίσταμαι ταπείνωση ενώπιον κάποιου
γ) μετανιώνω
11. (το ουδ. πληθ. της μτχ. παθ. ενεστ.) τὰ παρακαλούμενα
οι αιτήσεις, οι απαιτήσεις, οι αξιώσεις
12. φρ. α) «παρακαλῶ εἴς τι» — παρασύρω κάποιον σε κάτι («κἀμὲ παρακαλῶν εἰς δάκρυα», Ευρ.)
β) «παρακαλῶ ἐπὶ τι» — εξεγείρω, προτρέπω, παρακινώ σε κάτι.