λειμώνας

From LSJ
Revision as of 07:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (22)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

ο (AM λειμών, -ῶνος)
τόπος γεμάτος χλόη, κατάλληλος για βοσκή, λιβάδι, βοσκοτόπι («ἐν μαλακῷ λειμῶνι καὶ ἄνθεσιν ἐαρινοῑσι», Ησίοδ.)
αρχ.
1. συνεκδ. κάθε λαμπρή και ανθηρή επιφάνεια
2. το γυναικείο αιδοίο
3. στον πληθ. οἱ λειμῶνες
τα άνθη
4. φρ. α) «λειμών θαλάσσης» — ο σπόγγος, το σφουγγάρι
β) «Λειμών λέξεων» — τίτλος έργου του Παμφίλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει επίθημα -μων, -μωνος
(πρβλ. χει-μών) και έχει άμεση σχέση με τα λιμήν, λίμνη. Ο τ. λειμών με σημ. «υγρασία, λιμνάζοντα ύδατα» συνδέεται με λατ. limus «λάσπη, βούρκος», ισλανδ. slim «βλέννα», αρχ. άνω γερμ. slīm, με την ίδια σημ. (πρβλ. λείμαξ), οπότε ανάγεται στην ΙΕ ρίζα (s)lei- «βλεννώδης». Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με λατ. limus επίθ. «λοξός, πλάγιος», λεττον. leja «κοιλάδα, κοιλότητα», καθώς και με το λιάζομαι «απομακρύνομαι, ξεφεύγω» — σ' αυτή την περίπτωση πρέπει να αναχθεί σε ΙΕ ρίζα lei- (με παρέκταση -m-) «κάμπτω, λυγίζω».
ΠΑΡ. λείμαξ, λειμώνιος, λιμήν, λίμνη
αρχ.
λειμωνήρης, λειμωνιάτης, λειμωνόθεν.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λειμωνοειδής. (Β συνθετικό) αρχ. βαθύλειμος, βαθυλείμων, εύλειμος, ευλείμων, ευρυλείμων, ποικιλείμων.