περισπερχής

From LSJ
Revision as of 10:21, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περισπερχής Medium diacritics: περισπερχής Low diacritics: περισπερχής Capitals: ΠΕΡΙΣΠΕΡΧΗΣ
Transliteration A: perisperchḗs Transliteration B: perisperchēs Transliteration C: perisperchis Beta Code: perisperxh/s

English (LSJ)

ές, A very hasty, π. πάθος a rash, overhasty death (such as the selfslaughter of Ajax), S.Aj.982; π. βοή Trag.Adesp.254; πικρὸς καὶ π. Plu.2.59d. 2 π. ὀδύνῃσι goaded by pains, Opp.C.4.218, H.5.145.

German (Pape)

[Seite 592] ές, sehr eilig, geschwind, dringend; περισπερχὲς πάθος, bei Soph. Ai. 982, ist ein überschnelles Leid, wie der Schol. auch erklärt, περισσῶς κατεπεῖγον, weil Ajar noch zu retten gewesen wäre, wenn er nicht mit seiner Entleibung so sehr geeilt hätte. Die gew. Erkl. der VLL. περιώδυνος, schmerzend, ist falsch, obwohl sp. D. es ähnlich gebraucht zu haben scheinen, Opp. Hal. 5, 145 Cyn. 4, 218, περισπ. ὀδύνῃσι, von Schmerzen gedrängt.

Greek (Liddell-Scott)

περισπερχής: -ές, (σπέρχω) βίαιος, ὁρμητικός, ὦ περισπερχὲς πάθος, «βαρύ, ἀμηχανίαν ἐμποιοῦν, περισσῶς κατεπεῖγον» (Σχόλ.), Σοφ. Αἴ. 982· πικρὸς καὶ π. Πλούτ. 2. 59D· ― π. ὀδύνῃσι, κεντούμενος ὑπὸ τῶν ὀδυνῶν, Ὀππ. Κυν. 4. 218, πρβλ. Ἁλ. 5. 145.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 pressant, qui ne laisse pas de repos, ou, selon d’autres qui se précipite, impétueux;
2 emporté, irascible.
Étymologie: περί, σπέρχω.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. πολύ ταχύς, βίαιος, ορμητικός, βιαστικός («ὦ περισπερχές πάθος» — βιαστικό, ξαφνικό κακό, Σοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «περιώδυνος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -σπερχής (< σπέρχος < σπέρχω, -ομαι «θέτω σε ταχεία κίνηση, είμαι οργισμένος»), πρβλ. επι-σπερχής].

Greek Monotonic

περισπερχής: -ές (σπέρχω), πολύ ορμητικός, περισπερχὲς πάθος, παράτολμος, πολύ βίαιος, θάνατος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

περισπερχής:
1) бурный, стремительный (πάθος Soph.);
2) вспыльчивый, резкий (πικρὸς καὶ π. Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περισπερχής -ές [περισπέρχω] overhaast.

Middle Liddell

περι-σπερχής, ές σπέρχω
very hasty, π. πάθος a rash, overhasty death, Soph.

English (Woodhouse)

rash

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)