ἀπεννέπω

From LSJ
Revision as of 18:10, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπεννέπω Medium diacritics: ἀπεννέπω Low diacritics: απεννέπω Capitals: ΑΠΕΝΝΕΠΩ
Transliteration A: apennépō Transliteration B: apennepō Transliteration C: apennepo Beta Code: a)penne/pw

English (LSJ)

Trag. word, also ἀπενέπω (only lyr. E.IA552),A forbid: abs., A.Th.1058, E.Ph.1657; ἀ. τι forbid it, S.OC209; more freq. c. acc. et inf., ἀ. τινὰ ποιεῖν E.Med.813, Heracl.556; ἀ. τινὰ μὴ ποιεῖν Id.Ion1282, HF1295; ἀ. τινὰ θαλάμων order him from the chamber, Id.IA552(lyr.). 2 c. acc.rei, deprecate, ἀνδροκμῆτας δ' . . ἀπεννέπω τύχας A.Eu.957(lyr.).

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἀπενέπω E.IA 552
1 prohibir, decir que no abs. ἀπεννέπω δ' ἐγώ A.Th.1053, κἂν ἀπεννέπῃ πόλις E.Ph.1657
c. ac. int. OI. ἀλλὰ μή -XO. τί τόδ' ἀπεννέπεις, γέρον; ED. Pero no ... CO. ¿A qué dices que no, viejo? S.OC 209.
2 apartar, impedir, vetar c. ac. de cosa ἀνδροκμῆτας δ' ἀώρους ἀπεννέπω τύχας A.Eu.957, c. ac. de pers. y gen. ἀπενέπω νιν ἀμετέρων ... θαλάμων rechazo a esta ... lejos de mi tálamo E.IA 552
c. ac. e inf. prohibir, impedir a uno hacer algo δρᾶν σ' ἀπεννέπω τάδε E.Med.813, οὐδ' ἀπεννέπω ... θνῄσκειν σ' E.Heracl.556, c. μή no traducible ἀπεννέπω σε μὴ κατακτείνειν ἐμέ E.Io 1282, ἀπεννέπουσά με μὴ θιγγάνειν γῆς E.HF 1295.

French (Bailly abrégé)

v. ἀπενέπω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπεννέπω: Eur. тж. ἀπενέπω
1) запрещать (τι Soph.; τινὰ ποιεῖν или μὴ ποιεῖν τι Eur.);
2) запрещать или закрывать доступ, не допускать, отгонять (τινά τινος Aesch., Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπεννέπω: τραγ. λέξις, ὡσαύτως ἀπενέπω (ἀλλὰ μόνον ἐν Λυρ. χωρίῳ, Εὐρ. Ι. Α. 553): - ὡς τὸ ἀπαυδάω, ἀπαγορεύω: ἀπολ., Αἰσχύλ. Θήβ. 1053, κτλ.· ἀπενν. τι, ἀπαγορεύειν, μὴ ἐπιτρέπειν, τί τόδ’ ἀπεννέπεις, γέρον; Σοφ. Ο. Κ. 209· συνηθέστερον μετὰ αἰτ. καὶ ἀπαρ. ἀπενν. τινὰ ποιεῖν Εὐρ. Μήδ. 813, Ἡρακλ. 556· ἀπ. τινὰ μὴ ποιεῖν ὁ αὐτ. Ἴων. 1282, κτλ.: - ἀπ. τινὰ θαλάμων, ἀποδιώκειν αὐτὸν ἐκ τῶν θαλάμων, ὁ αὐτ. Ι. Α. 553. 2) ὡσαύτως μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀποστέργω, ἀνδροκμῆτας δ’… ἀπεννέπω τύχας Αἰσχύλ. Εὐμ. 957.

Greek Monolingual

ἀπεννέπω κ. ἀπενέπω (Α)
1. απαγορεύω, δεν επιτρέπω
2. αποδοκιμάζω, αποστέργω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + εννέπω ή ενέπω «λέγω, αποτείνω τον λόγο»].

Greek Monotonic

ἀπεννέπω: σπανίως ἀπ-ενέπω·
I. απαγορεύω, σε Αισχύλ.· ἀπεννέπω τι, απαγορεύω κάτι, σε Σοφ.· με αιτ. και απαρ., ἀπεννέπω τινὰποιεῖν ή μὴ ποιεῖν τι, σε Ευρ.· ἀπεννέπω τινὰ θαλάμων, τον αποβάλλω, τον εκδιώκω από το δωμάτιο, στον ίδ.
II. αποστέργω, απεύχομαι, τι, σε Αισχύλ.

Middle Liddell


I. to forbid, Aesch.; ἀπ. τι to forbid it, Soph.; c. acc. et inf., ἀπ. τινὰ ποιεῖν or μὴ ποιεῖν τι Eur.:— ἀπ. τινὰ θαλάμων to order him from the chamber, Eur.
II. to deprecate, τι Aesch.