δρύπτω
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
English (LSJ)
E.El.150: fut. δρύψω (κατα-) v.l.in AP5.42 (Rufin.): aor. ἔδρυψα, Ep. A δρύψα Il.16.324:—Med., Hes.Sc.243 (κατα-, tm.), E.Hec. 655 (lyr.): aor. δρυψάμενος Od.2.153:—Pass., AP7.2 (Antip. Sid.): plpf. δέδρυπτο Q.S.14.391:—tear, strip, βραχίονα δουρὸς ἀκωκὴ δρύψ' ἀπὸ μυώνων Il. l. c.:—Med., δρυψαμένω δ' ὀνύχεσσι παρειὰς ἀμφί τε δειράς tearing each other's cheeks and necks all round, Od. l. c.: mostly in sign of mourning, δρύπτεν κάρα E.El.150 (lyr.); ἑκάτερθε παρειάς A.R.3.672; also δρύπτεσθαι παρειάν to tear one's cheek, E. Hec.655; without παρειάν, X.Cyr.3.1.13. 2 metaph., τὴν δὲ χοῖρον αὐονὴ δρύπτει Herod.8.2.—Poet., X. and later Prose, as Philostr. VA3.38.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. sin aum. δρύψα Il.16.324; v. med. plusperf. δέδρυπτο Q.S.14.391]
1 arañar, rasgar, desgarrar c. ac. de la parte del cuerpo βραχίονα δουρὸς ἀκωκὴ δρύψ' ἀπὸ μυώνων Il.16.324, δρύψε δέ οἱ βλέφαρον A.R.2.109, en señal de duelo δρύπτε κάρα E.El.150, cf. Erinn.SHell.401.35, ἐμαυτήν Philostr.VA 3.38, en v. pas. δρύπτετο δὲ πρόσωπ' ὄνυξι Tim.15.166, c. ac. de rel. (Ἕκτωρ) πώλοις ὀστέα ... δρυπτόμενος AP 7.2.8 (Antip.Sid.)
•fig. τὴν δὲ χοῖρον αὐονὴ δρύπτει la sed desgarra a la cerda, e.d., la está matando Herod.8.2
•en lit. crist. abrir la herida de ἁμαρτάδα Gr.Naz.M.37.1274.
2 en v. med. desgarrarse, arañarse, lacerarse δρυψαμένω δ' ὀνύχεσσι παρειὰς ἀμφί τε δειράς desgarrándose una a otra con las garras las caras y los cuellos (las dos águilas) Od.2.153, en señal de duelo δρύπτεται ... παρειάν se araña la mejilla E.Hec.655, cf. Opp.C.3.214, Nonn.D.2.642, στήθεα Orph.A.596, χρόα Q.S.3.554, γυναῖκες ἀναβοήσασαι ἐδρύπτοντο X.Cyr.3.1.13, cf. Opp.H.4.259
•arrancarse, mesarse en señal de duelo χαῖτας Milet 6(2).742.4 (IV a.C.), ἐθείρας SEG 44.779.5 (Ragusa II d.C.).
• Etimología: De *drHu̯2°-pi̯ō, de la r. que da lugar en P/ø (o sin alarg.) a δέρω q.u. y en ø/ø alargado a δρῦς q.u.
German (Pape)
[Seite 669] (vgl. δρέπω), kratzen, zerkratzen; bei Homer vielleicht nur in compos., ἀμφιδραπτω, ἀποδρύπτω, περιδρύπτω, vgl. ἀμφίδρυφος u. ἀμφιδρυφής; Odyss. 2, 153 von Weissagerögeln δρυψαμένω δ' ὀναχεσσι παρειὰς ἀμφί τε δειράς, kann ἀμφιδρύπτω in tmes. sein; Odyss. 5, 426 ἔνθα κ' ἀπὸ ῥινοὺς δρύφθη u. Iliad. 16, 324 πρυμνὸν δὲ βραχίονα δουρὸς ἀκωκὴ δρύψ' ἀπὸ μυώνων werden wohl entschieden besser zu ἀποδραπτω gerechnet. – Als Aeußerung der Trauer u. des Schmerzes δρύπτε κάρα Eur. El. 150; μάτηρ δραπτεται παρειάν Hec. 655; αἱ γυναῖκες ἀναβοήσασαι ἐδρύπτοντο Xen. Cyr. 3, 1, 13; βλέφαρον, auskratzen, Ap. Rh. 2, 109; Ἕκτορα πώλοις όστέα δρυπτόμενον, abgeschunden werden, Antp. Sid. 69 (VII, 2). Nach den Gramm. eigtl. vom Abschälen der Rinde von den Bäumen.
French (Bailly abrégé)
Act. seul. ao. ἔδρυψα;
Pass. ao. ἐδρύφθην, pqp. ἐδεδρύμμην;
écorcher, égratigner, déchirer;
Moy. δρύπτομαι écorcher, déchirer sur soi : δ. παρειάν EUR se déchirer la joue en signe de douleur ; en parl. de deux aigles δ. παρειάς OD se déchirer mutuellement la face.
Étymologie: R. Δρυφ, écorcher.
Russian (Dvoretsky)
δρύπτω: (aor. ἔδρυψα - эп. δρύψα; поздн. aor. pass. ἐδρύφθην)
1 отрывать, сдирать (βραχίονα ἀπὸ μυώνων Hom.);
2 раздирать, расцарапывать (κάρα Eur.); med. раздирать себе (παρειάν Eur.) или раздирать друг другу (παρειὰς ὀνύχεσσι Hom.);
3 med. раздирать себе лицо (в знак скорби) (αἱ γυναῖκες ἀναβοήσασαι ἐδρύπτοντο Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
δρύπτω: Εὐρ. Ἠλ. 150· μέλλ. δρύψω (κατα-) Ἀνθ. Π. 5. 43· ἀόρ. ἔδρυψα, Ἐπ. δρύψα Ἰλ., πρβλ. ἀποδρύφω. ― Μέσ., Ἡσ., Εὐρ.· ἀόρ. δρυψάμενος Ὀδ. ― Παθ., Ἀνθ. Π. 7, 2· ἀόρ. ἐδρύφθην Βάβρ. 36. 10· ὑπερσυντ. δέδρυπτο Κόϊντ. Σμ. 14. 391· πρβλ. ἀμφι-, ἀπο-δρύπτω. (Ἐκ τῆς √ΔΡΥΦ, ἥτις φαίνεται ἐν τῷ συνθέτῳ ἀποδρύφω, καὶ ἐν τῷ δρυφή, δρυφάζω). Ξέω. «τσουγγρανίζω», σπαράττω, σχίζω, βραχίονα δουρὸς ἀκωκὴ δρύψ’ ἀπὸ μυώνων Ἰλ. Π. 324· καὶ ἐν τῷ μέσ., δρυψαμένω δ’ ὀνύχεσσι παρειὰς ἀμφί τε δειράς, σπαράττοντες ἀλλήλων…, Ὀδ. Β. 153· ― κατὰ τὸ πλεῖστον εἰς ἔνδειξιν πένθους, δρύπτειν κάρα Εὐρ. Ἠλ. 150· ἑκάτερθε παρειὰς Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 672· καὶ ἐν τῷ μέσ., δρύπτεσθαι παρειάν, σπαράττω, κατασχίζω τὴν παρειάν μου, Λατ. genas lacerare, Εὐρ. Ἑκ. 655· καὶ οὕτως ἄνευ τοῦ παρειάν, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 13· πρβλ. καταδρύπτω.
English (Autenrieth)
aor. δρύψε, aor. mid. part. δρυψαμένω, aor. pass. δρύφθη: lacerate, tear; mid., reciprocal, παρειάς, ‘each other's cheeks,’ Od. 2.153.
Greek Monolingual
δρύπτω (Α)
1. σχίζω, ξεσχίζω, σπαράζω
2. (σε πένθος) κόπτομαι
3. επιδρώ επιβλαβώς στην υγεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λέξη που ανάγεται στη ρίζα der- «γδέρνω, ξεσχίζω» του δέρω και συνδέεται με το δρέπω. Ο τ. εμφανίζει σύνθετα σε -δρυφής (πρβλ. αμφιδρυφής) και -δρυφος (πρβλ. αμφίδρυφος), που είναι νεώτεροι αναλογικοί σχηματισμοί].
Greek Monotonic
δρύπτω: (√ΔΡΥΦ), μέλ. δρύψω, αόρ. αʹ ἔδρυψα, Επικ. δρύψα — Παθ. αόρ. αʹ ἐδρύφθην, σε Βάβρ.· σχίζω, απογυμνώνω, γδέρνω, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., δρυψαμένω παρειάς, ξεσχίζοντας τα μάγουλα ο ένας του άλλου, σε Ομήρ. Οδ.· ως ένδειξη πένθους και θρήνου, δρύπτεσθαι παρειάν, ξεσχίζω το μάγουλό μου, σε Ευρ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: scratch, esp. as sign of mourning (Il.).
Other forms: Aor. δρύψαι, opt. ἀπο-δρύφοι Ψ 187 = Ω 21 (present?; δρυφόμενοι φθειρόμενοι H.)
Derivatives: ἀμφι-δρυφής, ἀμφί-δρυφος on both sides (cheeks) scratched (Il.) (Schwyzer 513); δρυπίς f. name of a thorn-bush (Thphr.), cf. Strömberg Pflanzennamen 76. Only lexical δρυφή ἀμυχή, καταξυσμή, δρυφάδες ὄνυχες, καταξύσματα. λῦπαι, ὀδύναι. η τὰ ἀπὸ πληγῶν πελιώματα, δρύφη ξέσματα H. δρυφάξαι θακεῖν H. With -s: δρύψαλα )leaves, δρύψελα πέταλα δρυώδη H., δρύψια shavings; δρυψόπαιδα την λαμυράν οἱ δε ἁπαλόπαιδα η ἐλεεινόν H.; δρυψογέροντας τοὺς ἀτόπους πρεσβύτας καὶ οἱονεὶ ἀτίμους H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Expressive form connected with δέρω, δρέπω (s. vv.). But hardly after θρύπτω (s. v.). The variants δρυφ- δρυψ- and δρυμ-άσσω (q.v.) clearly point to a Pre-Greek word (it is therefor ε improbable that it is a derivative of IE δέρω); Fur. 326, 348 etc. (Therefore not Iranian with Schwarz, Henning Memorial Volume, 1970, 386.
Middle Liddell
[Root !δρυφ]
to tear, strip, Il.:—Mid., δρυψαμένω παρειάς tearing each other's cheeks, Od.; in sign of mourning, δρύπτεσθαι παρειάν to tear one's cheek, Eur.
Frisk Etymology German
δρύπτω: {drúptō}
Forms: Aor. δρύψαι, Opt. ἀποδρύφοι Ψ 187 = Ω 21 (wohl Präsens; δρυφόμενοι· φθειρόμενοι H.)
Grammar: v.
Meaning: zerkratzen, insbes. als Zeichen der Trauer (poet. seit Il., X., späte Prosa).
Derivative: Seltene Ableitungen: ἀμφιδρυφής, ἀμφίδρυφος ‘an beiden Seiten (Wangen) zerkratzt’ (Il.) mit verbalem Hinterglied (Schwyzer 513); δρυπίς f. N. eines Dornenstrauches (Thphr.), vgl. Strömberg Pflanzennamen 76. Außerdem die nur lexikalisch belegten δρυφή· ἀμυχή, καταξυσμή, δρυφάδες· ὄνυχες, καταξύσματα. λῦπαι, ὀδύναι. ἢ τὰ ἀπὸ πληγῶν πελιώματα, δρύφη· ξέσματα H.
Etymology: Expressive Erweiterung bzw. Umbildung von δέρω, δρέπω (s. dd.), etwa nach θρύπτω (s. d.). Die φ-Formen sind analogische Neuerungen. Nach Specht Sprache 1, 48 wäre das u "sakral" (?).
Page 1,420-421