ὀσφραίνομαι
Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut
English (LSJ)
fut. A ὀσφρήσομαι Ar.Pax152: aor. 2 ὠσφρόμην Hdt. (v. infr.), Ar.Ach.179; inf. ὀσφρέσθαι Eup.10; part. ὀσφρόμενος Philonid.3 (the aor. 1 form ὤσφραντο in Hdt.1.80, Aristid.2.308 J. seems to be an error of the copyists for ὤσφροντο which is v.l. in Aristid.):—Pass., aor. ὠσφράνθην Hp.Superf.25, Arist.de An.424b4, Pr.887a10, LXX Ge.8.21: fut. ὀσφρανθήσομαι ib.To.6.18, Ps.134(135).17: the forms ὀσφρᾶται, -ῶνται, etc. only in late writers, as Ph. 1.617 (dub. l.), Paus.9.21.3, Luc.Pisc.48, Anon.Lond.33.30 (f.l. in Antiph.147.6, Philem.79.26): aor. ὠσφρήσαντο Arist. ap. Ael.NA9.54 (om. Rose), Arat.955, Ael.NA5.49, etc., ὀσφρηθῆναι Anon.Lond. 34.49, ὠσφρήθη Hsch.:—catch scent of, smell, c. gen., Hdt.1.80, Ar.Ra.654, X.Mem.2.1.24, etc.: abs., Pl.Phd.96b, etc.; ἡ αἴσθησις ἡ τοῦ ὀσφραίνεσθαι Arist.Sens.445a5: c. acc. only in late writers, ὀ. θρυαλλίδα ἐσβεσμένην Arist. ap. Ael.NA9.54; for in E.Cyc.154 (εἶδες γὰρ αὐτήν;—οὐ μὰ Δί', ἀλλ' ὀσφραίνομαι) , αὐτῆς must be supplied, cf. Ar.Ra.489; and in Id.Pl.896, ὀσφραίνει τι; τι is adverbial, at all. 2 metaph., get scent of, τῆς Ἱππίου τυραννίδος Id.Lys.619; τοῦ χρυσίου Luc.Tim.45. II causal in Act., ὀσφραίνειν τινά τινι make one smell at a thing, Gal.12.795; cf. ἀπ-, προσοσφραίνω.
German (Pape)
[Seite 401] fut. ὀσφρήσομαι, aor. ὠσφρόμην, ὀσφρέσθαι, selten ὠσφράμην, Her. ὄσφραντο, Sp. auch ὠσφρησάμην, Arat. Dios. 223, u. in späterer Prosa, Lob. Phryn. p. 741; ὅταν ὀσφρανθῶσι Philem. bei Ath. VII, 289, wie ὀσφράνθητι Mach. ibid. XIII, 577f; – riechen, wittern, spüren; Eur. Cycl. 154; ὤσφροντο Ar. Ach. 179; ὀσφρόμενος Vesp. 792; gew. c. gen., ὡς ὄσφραντο τάχιστα τῶν καμήλων οἱ ἵπποι, Her. 1, 80, wie Xen. Mem. 2, 1, 24; absolut, Plat. Phaed. 96 b Theaet. 165 d u. Folgende; übertr., ὀσφραίνομαι τοῦ χρυσίου, Luc. Tim. 45. – Spätere Aerzte haben auch das act. ὀσφραίνω, zu riechen geben, riechen lassen, τινά τι, Einen an Etwas riechen lassen, Lob. Phryn. p. 468; dah. pass. ὀσφραίνομαι, gerochen werden. – Die Präsensformen ὀσφρέω u. ὀσφράω sind wohl nie gebraucht, ὀσφρᾶται Luc. Pisc. 48 zweifelhaft, vgl. Lob. zu Soph. Ai. p. 220.
Russian (Dvoretsky)
ὀσφραίνομαι: (fut. ὀσφρήσομαι, aor. 2 ὠσφρόμην, ион. aor. 1 ὠσφράμην; adj. verb. ὀσφραντός)
1 нюхать, обонять (ὀδμήν Her.; ἀκούειν καὶ ὁρᾶν καὶ ὀ. Plat.; ἡ αἴσθησις ἡ τοῦ ὀσφραίνεσθαι Arst.): ὀ. τινος Her., Arph., Xen., Luc. вдыхать запах чего-л., обонять что-л.;
2 перен. чуять, ощущать присутствие (τῆς τυραννίδος Arph.; χρυσίου Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀσφραίνομαι: μέλλ. ὀσφρήσομαι Ἀριστοφ. Εἰρ. 152: ἀόρ. ὠσφρόμην, ὀσφρέσθαι, ὀσφρόμενος Ἡρόδ., Ἀττικ.· (οἱ τοῦ Ἰων. μέσ. ἀορ. α΄ τύποι ὤσφραντο, ὄσφραντο παρ’ Ἀριστείδ. 2. 308, Ἡρόδ. 1. 80 ἴσως εἶναι σφάλματα τῶν ἀντιγραφέων ἀντὶ ὤσφροντο, ὄσφροντο)· - Παθητ. ἀόριστ. ὠσφράνθην Ἱππ. 262. 49· ὅταν ὀσφρανθῶσι Φιλήμων ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 26, Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 12, 5, Προβλ. 7. 6: μέλλ. ὀσφρανθήσομαι Ἑβδ. (Τωβ. Ϛ΄, 18)· - οἱ τύποι ὀσφρᾶται, -ῶνται, κτλ., μόνον παρὰ μεταγεν., ὡς Παυσ. 9. 21, 3, Λουκ. Ἁλ. 48, Φίλων 1. 617. (ὠσφρῶντο ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 179, καὶ ὀσφρᾶσθαι ἐν Ἀντιφάνους «Λύκωνι» 1, 6, διωρθώθησαν ὑπὸ τοῦ Elmsl.)· ἀόρ. ὠσφρήσαντο Ἄρατ. 955, Αἰλ., κλ.· ἀποθ. Ὀσφραίνομαι μετὰ γενικ., κρομμύων ὀσφραίνομαι Ἀριστοφ. Βάτρ. 654· τίνων ὀσφραινόμενος ἡσθείης Ξενοφ. Ἀπομν. 2. 1, 24, κτλ.· ἀπολ., Πλάτ. Φαίδων 96Β, κτλ.· ἡ αἴσθησις ἡ τοῦ ὀσφραίνεσθαι Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5. 27· - μετὰ συστοίχ. αἰτ., τὴν ὀσμὴν ὀσφραινόμενος Ἡρόδ. 1. 80· - μετ’ αἰτιατ. μόνον παρὰ τοῖς μεταγενεστ., ὀσφρ. θρυαλλίδα ἐσβεσμένην Αἰλ. π. Ζ. 9. 54· - διότι ἐν Εὐρ. Κύκλ. 154 (εἶδες γὰρ αὐτήν; - οὐ μὰ Δι’, ἀλλ’ ὀσφραίνομαι), τὸ αὐτῆς πρέπει νὰ νοηθῇ, πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 489· καὶ ἐν Ἀριστοφ. Πλ. 897· ὀσφραίνει τι; τὸ τι κεῖται ἐπιρρηματικῶς = καθόλου, διόλου. 2) μεταφορ., «παίρνω μυρωδιά», τῆς τυραννίδος Ἀριστοφ. Λυσ. 619· τοῦ χρυσίου Λουκ. Τίμ. 45. ΙΙ. Μεταβατ. ἐν τῷ ἐνεργ., ὀσφραίνειν τινά τινι, κάμνω τινα νὰ μυρίσῃ τι, Γαλην. 10. 595., 13. 454· οὕτω καὶ ἀπ-, προσ- ορσφραίνω. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 530.
Greek Monolingual
(Α ὀσφραίνομαι και ὀσφραίνω)
1. αισθάνομαι την οσμή από κάτι, μυρίζω, μού μυρίζει κάτι («κρομμύων ὀσφραίνομαι», Αριστοφ.)
2. μτφ. αντιλαμβάνομαι, μυρίζομαι, παίρνω μυρωδιά («ὀσφραινόμενος τοῦ χρυσίου», Λουκιαν.)
νεοελλ.
προαισθάνομαι, προμαντεύω («οσφραίνομαι τον κίνδυνο»)
αρχ.
1. έχω όσφρηση («τὰς αἰσθήσεις τοῦ ἀκούειν... καὶ ὀσφραίνεσθαι», Πλάτ.)
2. (ενεργ. μτβ.) ὀσφραίνω τινά τινι
κάνω κάποιον να μυρίσει κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀσ-φραίνομαι (< οδ-σ-φραίνομαι) ανάγεται σε ΙΕ ρίζα od- «αισθάνομαι, μυρίζω» (πρβλ. όζω) με ένσιγμο επίθημα -es- (πρβλ. λατ. odor, -ōris «μυρωδιά», τα σύνθ. σε -ώδης, τη λ. οσμή), το οποίο εμφανίζεται στη μηδενισμένη του βαθμίδα, ενώ το β' συνθετικό -φραίνομαι φέρεται ως παράγωγο της λ. φρήν (πρβλ. ευ-φραίνω) από όπου και η σημ. του ρήματος «αισθάνομαι την οσμή, αντιλαμβάνομαι, παίρνω μυρωδιά». Μορφολογικά προβλήματα, ωστόσο, γεννά η ύπαρξη στην αττ. διάλ. του μέλλ. ὀσφρήσομαι και του αορ. ὠσφρόμην, που πολλοί τους θεώρησαν αναλογικούς σχηματισμούς προς τα αἰσθήσομαι και ἠσθόμην του ρήματος αἰσθάνομαι. Η σύνδεση, τέλος, τοῦ ὠσφρόμην με αρχ. ινδ. jighrati «αισθάνομαι» ή η αναγωγή τών τύπων του μέλλ. και του αορ. σε αμάρτυρο όσ-φρος δεν φαίνονται πιθανές].
Greek Monotonic
ὀσφραίνομαι: (ὄζω), μέλ. ὀσφρήσομαι, αόρ. βʹ ὠσφρόμην, απαρ. ὀσφρέσθαι, μτχ. ὀσφρόμενος· συλλαμβάνω το άρωμα, μυρίζω, αντιλαμβάνομαι με την όσφρηση, ανιχνεύω, με γεν., σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· απόλ., σε Πλάτ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to smell, to sniff; rare a. late caus. ὀσφραίνω, also w. ἀπ-, συν-, παρ- a.o., to give to smell, to make smell (Gal., Gp.).
Other forms: Aor. ὀσφρ-έσθαι (Att.; ὤσφραντο Hdt. 1, 80), fut. ὀσφρ-ήσομαι (Att.), also ὀσφρανθῆναι (Hp., Arist.), -θήσομαι (LXX), younger pres. ὀσφρ-ᾶται (Paus., Luc.), aor. ὠσφρ-ήσαντο, -ήθη (Arat., Ael.).
Compounds: Rarely w. περι-, ὑπ-, κατ-. Comp. καπν-οσφράν-της m. "smoke smeller" (Com. Adesp., Alciphr.).
Derivatives: 1. ὄσφρ-ησις f. olfactory sense, olf. organ (Pl., Arist.), 2. -ασία f. smell, the smelling (LXX, Arr.), 3. -ανσις f. olfactory sense (Clearch.). 4. backformation ὄσφραι f. pl. flavours, smell (Ach. Tat.) with ὀσφράδιον n. bunch of flowers (Eust.). 5. ὀσφρ-αντήριος smelling, sniffing (Ar.), 6. -αντικός smelling, able to smell (Arist.), -ητικός id. (Gal., D. L.); 7. -αντός (Arist.). -ητός (S. E., Gal.) smellable.
Origin: IE [Indo-European] [772] *h₃ed- smell + ?
Etymology: The complex is clearly built after comparable fomations, but the attestations do not allow certains conclusions on their relative chronology. With ὀσφρέσθαι : ὀσφρήσομαι : ὀσφρητός agree the semantically related, much more frequent αἰσθέσθαι : αἰσθήσομαι : αἰσθητός. ὀσφραίνομαι may have followed it after formal examples like ἀλιτέσθαι : ἀλιταίνομαι, βήσομαι : βαίνω, πεφήσεται : φαίνω etc.; further ὀσφρανθῆναι after εὑφρανθῆναι; ὤσφραντο (Hdt.) prob. after ἠνείκαντο a.o. (cf. Wackernagel Verrn. Beitr. 48 = Kl. Schr. 1, 809). So there is no ground to consider the diff. forms as inherited (thus e.g. Fraenkel Nom. ag. 2, 82f.). -- That the initial syllable is connected with ὄζω, ὀδμή, ὀσμή, is since long accepted (s. Curtius 244 w. lit.); since Wackernagel KZ 33, 43 (Kl. Schr. 1, 722) one supposes in it a zero grade σ-stem *ὀδσ- (cf. -ώδης a.o. s. ὄζω). Against W.s further identification of ὀσ-φραίνομιαι with ἀ-, εὑ-φραίνω (to φρήν) speak esp. the non-present forms ὀσ-φρέσθαι, -φρήσασθαι, with which ἀ-, εὑ-φραίνω give nothing comparable. Instead Brugmann (e.g. IF 6, 100ff.) a.o. try to connect Skt. jí-ghr-ati, ghrā-ti smell, ghrāṇa-m n. scent, nose ( = Toch. A krāṃ id.; cf. Duchesne-Guillemin BSL 41, 154). The details remain meanwhile unclear; Schwyzer 644 n. 5 is inclined, with Brugmann4 302 n. 1 a.o. to start from a noun *ὄσ-φρ-ος detect a smell; against this with good arguments Debrunner IF 21, 42 . -- Older lit. in Bq.
Middle Liddell
[ὄζω]
to catch scent of, smell, scent, track, c. gen., Hdt., Ar., etc.; absol., Plat.
Frisk Etymology German
ὀσφραίνομαι: (ion. att.),
{osphraínomai}
Forms: Aor. ὀσφρέσθαι (att.; ὤσφραντο Hdt. 1, 80), Fut. ὀσφρήσομαι (att.), auch ὀσφρανθῆναι (Hp., Arist. u.a.), -θήσομαι (LXX), jünger Präs. ὀσφρᾶται (Paus., Luk. u.a.), Aor. ὠσφρήσαντο, -ήθη (Arat., Ael. u.a.),
Grammar: v.
Meaning: riechen, wittern; selten u. sp. kaus. ὀσφραίνω, auch m. ἀπ-, συν-, παρ- u.a., zu riechen geben, riechen machen (Gal., Gp. u.a.).
Composita : sehr vereint m. περι-, ὑπ-, κατ-,
Derivative: Davon 1. ὄσφρησις f. ‘Geruchssinn, -organ’ (Pl., Arist. usw.), 2. -ασία f. Geruch, das Riechen (LXX, Arr.), 3. -ανσις f. Geruchssinn (Klearch.). 4. Rückbildung ὄσφραι f. pl. Düfte, Geruch (Ach. Tat.) mit ὀσφράδιον n. Blumenstrauß (Eust.). 5. ὀσφραντήριος rie chend, witternd (Ar.), 6. -αντικός ‘riechend, des Riechens fähig (Arist. usw.), -ητικός ib. (Gal., D. L.); 7. -αντός (Arist. u.a.). -ητός (S. E., Gal. u.a.) riechbar. Zusammenbildung καπνοσφράντης m. "Rauchriecher" (Kom. Adesp., Alkiphr.) u.a.
Etymology : Der Formenkomplex ist offenbar nach Muster ähnlicher Bildungen ausgebaut worden, aber die Belege lassen keine sicheren Schlüsse über ihre relative Chronologie zu. Zu ὀσφρέσθαι : ὀσφρήσομαι : ὀσφρητός stimmen die sinnverwandten, weit geläufigeren αἰσθέσθαι : αἰσθήσομαι : αἰσθητός. Daran konnte sich ὀσφραίνομαι schließen nach formalen Vorbildern wie ἀλιτέσθαι : ἀλιταίνομαι, βήσομαι : βαίνω, πεφήσεται : φαίνω u.a.m.; des weiteren ὀσφρανθῆναι nach εὐφρανθῆναι; ὤσφραντο (Hdt.) wohl nach ἠνείκαντο u.a. (vgl. Wackernagel Verrn. Beitr. 48 = Kl. Schr. 1, 809). Man hat somit keinen Anlaß, die verschiedenen Formen als altererbt zu betrachten (so z.B. Fraenkel Nom. ag. 2, 82f.). — Daß die Anfangssilbe mit ὄζω, ὀδμή, ὀσμή zusammenhängt, ist schon längst angenommen worden (s. Curtius 244 m. Lit.); seit Wackernagel KZ 33, 43 (Kl. Schr. 1, 722) wird darin ein schwundstufiger σ-Stamm *ὀδσ- (vgl. -ώδης u.a. s. ὄζω) vermutet. Gegen W.s weitere Gleichsetzung von ὀσφραίνομιαι mit ἀ-, εὐφραίνω (zu φρήν) sprechen namentlich die außerpräs. Formen ὀσφρέσθαι, -φρήσασθαι, zu denen ἀ-, εὐφραίνω nichts Vergleichbares bieten. Dafür suchen Brugmann (z.B. IF 6, 100ff.) u.a. Anschluß an aind. jí-ghr-ati, ghrā-ti riechen ghrāṇa-m n. Geruch, Nase ( = toch. A krāṃ ib.; vgl. Duchesne-Guillemin BSL 41, 154). Die Einzelheiten bleiben indessen unklar; Schwyzer 644 A. 5 ist geneigt, mit Brugmann4 302 A. 1 u.a. von einem Nomen *ὄσφρος einen Geruch witternd auszugehen; dagegen mit triftigen Argumenten Debrunner IF 21, 42 . — Ältere Lit. bei Bq.
Page 2,438-439
Mantoulidis Etymological
(=παίρνω μυρωδιά). Ἀπό ἀρχικό οδσ- τοῦ ὄζω + φρήν (=καρδιά, νοῦς, αἰσθήσεις). Θέμα ὀδσφράν-j-ομαι → ὀσφραίνομαι.
Παράγωγα: ὄσφρανσις, ὀφραντέον, ὀσφραντήριος, ὀσφραντήριον (φάρμακο = δυνατή μυρωδιά πού ἀναζωογονεῖ λιποθυμισμένο), ὀσφραντικός, ὀσφραντός, ὄσφρησις, ὀσφρητικός.