ἄνομος

From LSJ
Revision as of 07:50, 15 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>NT</b>" to "NT")

ἔστιν οὖν τραγῳδία μίμησις πράξεως σπουδαίας καὶ τελείας μέγεθος ἐχούσης, ἡδυσμένῳ λόγῳ χωρὶς ἑκάστου τῶν εἰδῶν ἐν τοῖς μορίοις, δρώντων καὶ οὐ δι' ἀπαγγελίας, δι' ἐλέου καὶ φόβου περαίνουσα τὴν τῶν τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν → Tragedy is, then, a representation of an action that is heroic and complete and of a certain magnitude—by means of language enriched with all kinds of ornament, each used separately in the different parts of the play: it represents men in action and does not use narrative, and through pity and fear it effects relief to these and similar emotions.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄνομος Medium diacritics: ἄνομος Low diacritics: άνομος Capitals: ΑΝΟΜΟΣ
Transliteration A: ánomos Transliteration B: anomos Transliteration C: anomos Beta Code: a)/nomos

English (LSJ)

ἄνομον,
A lawless, impious, τράπεζα Hdt.1.162; of persons, S. OC142, al.; στρατός Tr.1096; Ἐχίονος γόνος E.Ba.995; of things, θυσία A.Ag.151; πάθη E Or.1455; μοναρχία Pl.Plt. 302e: τὰ ἄνομα lawless acts, Hdt.1.8: Comp. ἀνομώτερος Pl.Hp.Ma.285a. Adv. ἀνόμως E.Med.1000, Antipho4.1.2, Th.4.92.
2 c. gen., ἀ. θεοῦ, i.e. without (the Mosaic) Law and therefore without God, 1 Ep.Cor.9.21. Adv. ἀνόμως = χωρὶς νόμου, Ep.Rom.2.12.
3 illegal, κατοχή POxy. 237 vii 11 (ii A.D.).
II (νόμος ΙΙ) unmusical, νόμος ἄ. A.Ag.1142 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ον
I 1impío de abstr. y n. de acción θυσία A.A.150, πάθη E.Or.1455, φόνος E.Andr.491, θάνατος Isoc.10.27
fig. τράπεζα Hdt.1.162
de pers. Hes.Th.307, S.OC 142, Ἐχίονος γόνος E.Ba.995, στρατός S.Tr.1096
subst. neutr. plu. cosas mal vistas, desafueros Hdt.1.8.
2 que no se sujeta a las leyes de pers. τοὺς ... ἀνομωτάτους πιστοτάτους ἐνόμιζον Isoc.4.111, op. νόμιμος X.Mem.4.4.13, Cyr.1.3.17
de abstr. μοναρχία Pl.Plt.502e, ἐπιθυμιῶν εἶδος Pl.R.572b, del amor PMag.4.1777
c. gen. ἄνομος Θεοῦ ἀλλ' ἔννομος Χριστοῦ que esta fuera de la ley mosaica pero dentro de la de Cristo, 1Ep.Cor.9.21
juego de palabras νόμος ἄνομος un canto que no es un canto de un canto de duelo, A.A.1142
injusto por op. δίκαιος, ἄνομα δρῶντα κοὐ δίκαια E.IA 399, ἄ. ἔργον Gorg.B 11a.36, ἡμῖν ἄνομα παθοῦσιν ἀνταπόδοτε χάριν δικαίαν Th.3.67.
3 ilegal de cosas κατοχή POxy.237.7.11 (II d.C.).
II adv. -ως en forma ilegal, ilegalmente ἀ. ἄλλᾳ ξυνοικεῖ πόσις συνεύνῳ E.Med.1000, ὅστις ... ἀ. τινὰ ἀποκτείνει Antipho 4.1.2, τὸ ἱερὸν ἀ. ... νέμονται Th.4.92, ἐδήλου ἀ. πεπραμένον εἶναι τοῦτον τὸν κη[πό] ταφον SB 10044.9 (I d.C.).

German (Pape)

[Seite 241] gesetzlos, gesetzwidrig, Soph. O. C. 140; Her. 1, 8; τράπεζα, ruchloses Mahl, 1, 162; ὕβρις Anyt. 17 (VII, 492); öfter bei Att., s. bes. Xen. Mem. 4, 4, 13; μοναρχία, ohne Gesetze, Plat. Polit. 302 e. – Adv., ἀνόμως ζῆν Isocr. 4, 39. ohne Melodie, νόμος Aesch. Ag. 1113; θυσία 147.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον, sans lois, illégitime, impie, criminel ; ἄνομα THC actes illégaux ou arbitraires, illégalités;
NT: inique ; païen (sans la loi juive).
Étymologie: , νόμος.
2ος, ον, sans rythme : ἄνομος νόμος ESCHL air qui n'en est pas un, càd chant de malheur.
Étymologie: , νόμος.

Russian (Dvoretsky)

ἄνομος:
1 беззаконный, противозаконный (μοναρχία Plat.; ἔργον Plut.): τὰ ἄνομα (sc. ἔργα) Thuc., Eur. беззакония;
2 нечестивый, преступный (θυσία Aesch.; τράπεζα, sc. τοῦ Ἀστυάγους Her.; βία Eur.; πολῖται Xen.);
3 (о песне) не настоящий: νόμος ἄ. Aesch. песнь скорби.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνομος: -ον, ἄνευ νόμου, παράνομος, ἀσεβής, τὸν ὁ Μήδων βασιλεὺς Ἀστυάγης ἀνόμῳ τραπέζῃ ἔδαισε, ἀνοσίῳ δείπνῳ, Ἡρόδ. 1. 162˙ συχνάκις παρὰ Τραγ. ἐπί τε προσώπων καὶ πραγμάτων, π.χ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 151, Σοφ. Ο. Κ. 142, Τρ. 1096, Εὐρ. Βάκχ. 995, Ὀρ. 1455˙ ἄνομος μοναρχία, ἡ ἄνευ νόμων, Πλάτ. Πολιτ. 302F˙ τὰ ἄνομα, παράνομοι πράξεις, Ἡρόδ. 1. 8: - Ἐπίρρ. -μως Εὐρ. Μήδ. 1000, Ἀντιφῶν 125. 25, Θουκ. 4. 92. - Συγκρ. -ώτερον Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 285Α. 2) ἐν τῇ πρὸς Ρωμ. ἐπιστολῇ β΄, 12, ἀνόμως = χωρὶς νόμου. ΙΙ. (νόμος ΙΙ.) ὁ μὴ κατὰ μουσικὸν νόμον γινόμενος, ὁ μὴ μελωδικός, ἀμφὶ δ’ αὐτᾶς θροεῖς νόμον ἄνομον Αἰσχύλ. Ἀγ. 1142.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and νόμος; lawless, i.e. (negatively) not subject to (the Jewish) law; (by implication, a Gentile), or (positively) wicked: without law, lawless, transgressor, unlawful, wicked.

English (Thayer)

ἄνομον (νόμος);
1. destitute of (the Mosaic) law: used of Gentiles, 4:17u], where ἄνομοι ἀπερίτμητοι and ἀλλότριοι are used together).
2. departing from the law, a violator of the law, lawless, wicked; (Vulg. iniquus; (also injustus)): R L Tr brackets); ὁ δίκαιος, ὁ ἄνομος (κατ' ἐξοχήν), he in whom all iniquity has as it were fixed its abode, ἀνόμοις ἔργοις, unlawful deeds, free from law, not subject to law (Vulg. sine lege): μή ὤν ἄνομος θεοῦ (Buttmann, 169 (147)) (Rec. θεῷ), Sept.) (Synonym: see ἀνομία, at the end.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄνομος, -ον)
(για πρόσωπα)
1. αυτός που δεν τηρεί τους νόμους, άδικος, παράνομος
2. (για πράγματα) α) ασεβής, μιαρός, φαύλος
β) αυτός που γίνεται παράνομα, άδικος
αρχ.
1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα άνομα
παράνομες πράξεις, ανομίες
2. αυτός που δεν γίνεται σύμφωνα με τους νόμους της μουσικής, μη μελωδικός, μη αρμονικός.

Greek Monotonic

ἄνομος: -ον, I. αυτός που δεν έχει νόμο, άνομος, παράνομος, σε Ηρόδ., Τραγ. κ.λπ.· επίρρ. -μως, σε Ευρ. κ.λπ.· συγκρ. -ώτερον, σε Πλάτ.
II. (νόμος II), μουσικός, σε Αισχύλ.

Middle Liddell


I. without law, lawless, Hdt., Trag., etc.:— adv. -μως, Eur., etc.; comp. -ώτερον, Plat.
II. (νόμος II) musical, Aesch.

Chinese

原文音譯:¥nomoj 阿-挪摩士
詞類次數:形容詞(10)
原文字根:不-律法(的) 相當於: (פָּשַׁע‎) (מֵרֵעַ‎ / רָעַע‎) (רָשָׁע‎) (שָׁוְא‎)
字義溯源:不法的,無神的,無法的,犯法的,罪犯,沒有律法的;由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不)與(νόμος)=律法,分出)組成;而 (νόμος)出自(νέκρωσις)Y*=分配)
出現次數:總共(10);可(1);路(1);徒(1);林前(4);帖後(1);提前(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 沒有律法的人(3) 林前9:21; 林前9:21; 林前9:21;
2) 不法的(2) 徒2:23; 提前1:9;
3) 罪犯(2) 可15:28; 路22:37;
4) 那些不法的(1) 彼後2:8;
5) 沒有律法(1) 林前9:21;
6) 不法的人(1) 帖後2:8

English (Woodhouse)

horrible, lawless, unjust, unlawful

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Léxico de magia

-ον 1 que no está sujeto a ley, ingobernable gener. de Tifón σοὶ λέγω, τῷ ἀώρῳ, τῷ κληθέντι καὶ παρειλημμένῳ ὑπὸ τοῦ ἀνόμου Τυφῶνος a ti te hablo, el muerto prematuramente, el llamado y arrebatado por el ingobernable Tifón P LVIII 9 σὲ καλέω, Τυφῶν', ὥραις ἀνόμοις, ἀμετρήτοις a ti te invoco, Tifón, en momentos que no están sujetos a ley ni a medida P IV 268 σὺ ... νεώτατε, ἄνομε tú, el más joven, que no estás sujeto a ley P IV 1776 2 impío παράλαβε τόνδε τὸν ἄνομον toma a este impío P LVIII 11