ἀποδημέω

From LSJ
Revision as of 11:59, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδημέω Medium diacritics: ἀποδημέω Low diacritics: αποδημέω Capitals: ΑΠΟΔΗΜΕΩ
Transliteration A: apodēméō Transliteration B: apodēmeō Transliteration C: apodimeo Beta Code: a)podhme/w

English (LSJ)

Dor. ἀποδαμέω, pf. ἀπεδήμηκα dub. in Hermipp.66:—
A to be away from home, be abroad or be on one's travels, Hdt.1.29,4.1,152, Ar.Nu.371, etc.; of foreign service, Id.Lys.101; opp. ἐπιδημεῖν, X.Cyr.7.5.69: metaph., to be absent, Pi.P.10.37; ὁ νοῦς παρὼν ἀποδημεῖ Ar.Eq.1120: sometimes c. gen., ἀποδημεῖν οἰκίας Pl.Lg.954b; ἀπὸ τῆς ἑωυτῶν Hdt.9.117; ἐκ τῆς πόλεως Pl.Cri.53a; οὐκ ἔξεστι ἀποδημεῖν τοῖς Λακεδαιμονίοις Arist.Fr.543.
2 go abroad, παρά τινα to visit him, Hdt.3.124; ἀποδημέω ἐς Αἴγιναν κατὰ τοὺς Αἰακίδας go abroad to Aegina to fetch the Aeacidae, Id.8.84; ἀ. ἐπὶ δεῖπνον εἰς Θετταλίαν Pl.Cri.53e; ἐνθένδε εἰς ἄλλον τόπον Id.Ap.40e; κατ' ἐμπορίαν Lycurg.21,57 (v.l. ἐπί) ; πρὸς τὰ ἱερά X.HG4.7.3; ποῖ γῆς ἀπεδήμεις; Ar.Ra.48; ἄλλοσε ἀ. Pl.Lg.579b; ἐκεῖσε Id.Phd.61e.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. -δᾱμέω Pi.P.10.37
• Morfología: [perf. ἀπεδημηκότες Hermipp.66]
1 ausentarse, estar ausente, viajar por el extranjero c. ac. int. ἀποδημῆσαι ... ἀποδημίαν E.Ep.5.58, abs. οὐκ ἐξεῖναί φησιν ἀποδημεῖν τοῖς Λακεδαιμονίοις Arist.Fr.543, cf. SEG 26.691.5, ἀπεδήμησε ἔτεα δέκα Hdt.1.29, τὸ ἀποδημεῖν PMich.629.13 (II d.C.), POxy.2727.13, ἑταῖρος ἀποδημῶν Hierocl.Facet.17, cf. X.Cyr.8.5.1, Aen.Gaz.Ep.3
c. ἐκ o ἀπό y gen. ἐκ τῆς πόλεως Pl.Cri.53a, cf. Lys.3.10, ἀπὸ τῆς πατρίδος D.L.8.2, ἀπὸ ... τῆς ἑωυτῶν ἀποδημέοντες Hdt.9.117
c. ἐκ y gen. y εἰς y ac. ἐκ τοῦ ἄστεος ... εἰς τὴν ὑπερορίαν Pl.Phdr.230c
c. adv. de direcc. viajar ποῖ γῆς ἀπεδήμεις; Ar.Ra.48, ἀ. οὐδαμόσε Pl.R.579b, μέλλοντα ἐκεῖσε ἀποδημεῖν Pl.Phd.61d
c. prep. de ac. estar ausente para, de donde ausentarse, marchar (para el extranjero) παρὰ τὸν Ὀροίτεα Hdt.3.124, εἰς Θετταλίαν Pl.Cri.53e, de un muerto ἐνθένδε εἰς ἄλλον τόπον Pl.Ap.40e, εἰς Θρᾴκην Is.2.6, κατ' ἐμπορίαν Lycurg.57, εἰς χώραν μακράν Eu.Luc.15.13, εἰς Ῥόδον Hierocl.Facet.126, cf. Hdt.8.84
c. παρά y dat. ἀ. παρὰ βασιλεῖ estar junto al rey D.49.29.
2 en gener. estar ausente abs. πάσαισι ὑμῖν ἐστὶν ἀποδημῶν ἀνήρ todas vosotras tenéis un marido ausente Ar.Lys.101, c. gen. οἰκίας Pl.Lg.954b, c. πρός y ac. πρὸς τὰ ἱερά para hacer sacrificios X.HG 4.7.3
fig. μοῦσα οὐκ ἀποδαμεῖ τρόποις ἐπὶ σφετέροισι Pi.P.10.37, ὁ νοῦς ... παρὼν ἀποδημεῖ Ar.Eq.1120, καὶ ἀποδημεῖν ἐνίοτε λέγει εἰς τὴν ἀπειρίην Hp.Ep.10.
3 morir τῆς σαρκὸς ἀ. Mart.Pol.2.2, τοῦ βίου Clem.Al.Strom.7.11.64.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἀπεδήμησα;
1 être absent de son pays, voyager ; παρά τινα se rendre au loin près de qqn;
2 être absent (même sans quitter son pays) : ἐπὶ δεῖπνον PLAT pour souper.
Étymologie: ἀπόδημος.

German (Pape)

abwesend, in der Fremde sein, verreisen, Her. 1.29 und öfter; ἀπό τινος, ἐκ τῆς γῆς, 9.117; Plat. Crit. 53a; μοῖσα οὐκ ἀποδαμεῖ τρόποις ἐπὶ σφετέροις Pind. P. 10.37; Gegensatz ἐπιδημέω, daheim sein, Xen. Cyr. 7.5.69; ἐκεῖσε, εἰς Θετταλίαν Plat. Phaed. 61e; Crit. 53e; οἰκίας Legg. XII.954b; ποῖ γῆς Ar. Ran. 48; B.A. 419 ist aus Hermipp. ἀπεδημηκότες angeführt.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδημέω: дор. ἀποδᾱμέω быть за границей, находиться в отсутствии или уезжать (παρά τινα и ἀπὸ τῆς ἑωυτῶν Her.; πρὸς τὰ ἱερά Xen.; ἐκ τῆς πόλεως и εἰς Θετταλίαν Plat.; τῆς πατρίδος Diog. L.): ἀπεδήμησε ἔτεα δέκα Her. он путешествовал 10 лет; ἀ. ἐκεῖσε Plat. отправиться туда, т. е. умереть; ὁ νοῦς δέ σου παρὼν ἀποδημεῖ Arph. у тебя ум за разум заходит.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδημέω: Δωρ. -δᾱμέω: μέλλ. -ήσω: πρκμ. ἀπεδήμηκα Ἕρμιππ. ἐν «Φορμοφόροις» 8 (ἔνθα ἴδε Meineke). Εἶμαι μακρὰν τοῦ δήμου, μακρὰν τῆς πατρίδος μου, τῆς οἰκίας μου, εἶμαι ἐν τῇ ἀλλοδαπῇ, εἰς τὰ ξένα, «ταξειδεύω», Ἡρόδ. 1. 29., 4. 1, 152, Ἀριστοφ. Νεφ. 371, κτλ.· εὑρίσκομαι εἰς ἐκστρατείαν ἐν τῷ ἐξωτερικῷ, εὖ γὰρ οἶδ΄ ὅτι πάσαισιν ὑμῖν ἐστὶν ἀποδημῶν ἀνὴρ ὁ αὐτ. Λυσ. 101· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἐπιδημεῖν, εἴτ’ ἐπιδημῶν... εἴτε καὶ ἀποδημῶν Ξεν. Κύρ. 7, 5, 69· μεταφ. ἀπουσιάζω, δὲν εἶμαι παρών, Μοῖσα δ’ οὐκ ἀποδαμεῖ, «ἡ δὲ μοῦσα οὐκ ἔστιν ἀπόδημος ἀπὸ τῶν τρόπων καὶ τῶν ἠθῶν αὐτῶν· οἷον οὐκ εἰσὶν ἄμουσοι» (Σχόλ.), Πινδ. ΙΙ. 10. 57· ὁ νοῦς παρών ἀποδημεῖ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1120: - ἐνίοτε μετὰ γεν., ἀποδημεῖν οἰκίας Πλάτ. Νόμ. 954Β· ὡσαύτως, ἀπὸ τῆς ἑωυτῶν Ἡρόδ. 9. 117· ἐκ τῆς πόλεως Πλάτ. Κρίτων 53Α· οὐκ ἔξεστιν ἀποδημεῖν τοῖς Λακεδαιμονίοις Ἀριστ. Ἀποσπ. 500. 2) ἀπέρχομαι εἰς τὴν ἀλλοδαπήν, παρά τινα, πρὸς ἐπίσκεψίν τινος, Ἡρόδ. 3. 124· ἀπέρχομαι εἰς τόπον τινὰ πρὸς τινα σκοπὸν, τὴν κατὰ τοὺς Αἰακίδας ἀποδημήσασαν (τριήρη) ἐς Αἴγιναν ὁ αὐτ. 8. 84· οὕτως, ἀποδ. ἐπὶ δεῖπνον εἰς Θετταλίαν Πλάτ. Κρίτων 53· ἐνθένδε εἰς ἄλλον τόπον ὁ αὐτ. Ἀπολ. 40Ε· ἐπὶ ἐμπορίαν Λυκοῦργ. 155. 10· κατ’ ἐμπορίαν αὐτόθι 21· πρὸς τὰ ἱερὰ Ξεν. Ἑλ. 4. 7, 3· ποῖ γῆς ἀπεδήμεις; Ἀριστοφ. Βάτρ. 48· οὐδαμόσε ἀπ. Πλάτ. Νόμ. 579Β· ἐκεῖσε ὁ αὐτ. Φαίδων 61Ε.

English (Strong)

from ἀπόδημος; to go abroad, i.e. visit a foreign land: go (travel) into a far country, journey.

English (Thayer)

ἀποδήμω; 1st aorist ἀπεδήμησα; (ἀπόδημος, which see); to go away to foreign parts, go abroad: εἰς χώραν); Herodotus down.)

Greek Monotonic

ἀποδημέω: Δωρ. -δᾱμέω, μέλ. -ήσω (ἀπόδημος
1. είμαι μακριά από το δήμο, το σπίτι, την πατρίδα μου, βρίσκομαι στα ξένα, ταξιδεύω, σε Ηρόδ., Αττ.
2. αναχωρώ προς την αλλοδαπή· ἀποδημέω παράτινα, επισκέπτομαι κάποιον, σε Ηρόδ.· ἀποδημέω ἐς Αἴγιναν κατά τι, αναχωρώ για την Αίγινα προκειμένου να φέρω κάτι, στον ίδ.

Middle Liddell

ἀπόδημος
1. to be away from home, be abroad or on one's travels, Hdt., Attic
2. to go abroad, ἀπ. παρά τινα to visit him, Hdt.; ἀπ. ἐς Αἰγίναν κατά τι to go abroad to Aegina to fetch a thing, Hdt.

Chinese

原文音譯:¢podhmšw 阿坡-得姆哦
詞類次數:動詞(6)
原文字根:從-公眾
字義溯源:往國外去,出國去,離去,去了,不在,離鄉外出;源自(ἀπόδημος)=遠離本地民眾);由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(δῆμος)=公眾)組成,其中 (δῆμος)出自(δέω)*=捆綁)。這字使用六次,全用在前三福音書中。
同義字:1) (ἀποδημέω)到國外去 2) (ὁδεύω)行路 3) (πορεύομαι)走過,去
出現次數:總共(6);太(3);可(1);路(2)
譯字彙編
1) 出國去了(2) 太21:33; 太25:15;
2) 離鄉外出(1) 路20:9;
3) 去了(1) 路15:13;
4) 往國外去了(1) 可12:1;
5) 往國外去(1) 太25:14