εὕρεμα
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
English (LSJ)
εὑρέματος, τό, later form of εὕρημα, v.l. in Hp.Vict.1.2, SIG 1012.11 (Cos, ii/i B.C.), PMag.Leid.W.7.34, Str.16.2.24, AP7.411 (Diosc.), Babr.Prooemia ii 2.
German (Pape)
[Seite 1092] τό, Fund, Sp. für das att. εὕρημα, von den Atticisten verworfen, s. Lob. zu Phryn. p. 445 sequ.; Diosc. 17 (VII, 411); D. Hal. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εὑρέματος (τό) : c. εὕρημα.
Russian (Dvoretsky)
εὕρεμα: εὑρέματος τό Babr., Anth. = εὕρημα.
Greek (Liddell-Scott)
εὕρεμα: τό, μεταγεν. καὶ ἡμαρτημένος τύπος ἀντὶ τοῦ εὕρημα., Ἀνθ. Π. 7. 411, Βαβρ. ἐν Προοιμ. 108 ἴδε Λοβέκ. ἐν Φρυν. 446.
Greek Monolingual
και εύρεμα και ηύρεμα, το (ΑΜ εὕρημα και εὕρεμα) ευρίσκω
1. οτιδήποτε βρίσκεται ή ανακαλύπτεται μετά από σκέψη και έρευνα (α. «τα ευρήματα της έρευνάς του στον έλεγχο τών αρχείων» β. «τα ευρήματα τών ανασκαφών» γ. «ἀριθμῶν καὶ μέτρων εὑρήματα»
2. κάτι που βρίσκεται τυχαία και απροσδόκητα, ανέλπιστο απόκτημα ή κέρδος (α. «ηύρεμά μου!» — εγώ το βρήκα, εμένα ευνόησε η τύχη να το βρω
β. «ὁ Βακχεῖος θεός... σ' εὕρημα δέξατ' ἔκ του Νυμφᾱν» — ο Βάκχος είχε την τύχη να σέ αποχτήσει ανέλπιστα από κάποια Νύμφη, Σοφ.)
3. επινόηση προς όφελος κάποιου
μσν.
ανταμοιβή.
Translations
find
Arabic: لَقِيَّة; Azerbaijani: tapıntı; Bulgarian: находка; Danish: fund; Dutch: vondst; Esperanto: trovaĵo, trovitaĵo; Finnish: löytö, löydös; French: trouvaille; Galician: achado; German: Fund; Greek: ανακάλυψη, εύρημα; Ancient Greek: εὕρημα, εὕρεμα; Hebrew: מציאה; Hungarian: lelet; Icelandic: fundur; Italian: scoperta, chicca, scovamento; Latin: inventus; Macedonian: наод; Norwegian: funn; Polish: znalezisko; Portuguese: achado; Romanian: descoperire; Russian: находка; Slovak: nález; Spanish: hallazgo; Swedish: fynd; Turkish: buluntu
remedy
Arabic: تِرْيَاق; Moroccan Arabic: دْوا; Asturian: remediu; Azerbaijani: tibb; Bashkir: дауа; Bengali: দাওয়াই, এলাজ; Bulgarian: лекарство; Catalan: remei; Chinese Mandarin: 治療/治疗, 療法/疗法; Czech: lék, léčba; Dutch: remedie; Finnish: lääke, parannuskeino, hoito; French: remède; Galician: remedio; German: Heilmittel; Greek: γιατρικό; Ancient Greek: ἀδιουτώριον, ἄκεσις, ἄκεσμα, ἄκεστρον, ἄκημα, ἄκος, ἀλαλκτήριον, ἀλέα, ἀλέξημα, ἀλέξησις, ἀλεξητήριον, ἀλέξιον, ἀλεξιφάρμακον, ἀλθεστήρια, ἄλθος, ἄλκαρ, ἀλκτήριον, ἀλκτήριον φάρμακον, ἀντίδοτον, ἀντίλυτρον, ἀντιπάθιον, ἀντίτομον, ἁρμονία, ἀφορμία, βοήθημα, βοήθησις, δύναμις, ἐγκυητήριον, ἔλαρ, ἐξάλειπτρον, εὕρεμα, εὕρημα, ἴαμα, ἴασις, ἰατρεῖον, ἰάτρευμα, ἰάτρευσις, ἴημα, ἴησις, ἰητρεῖον, μῆχος, παρηγόρημα, σχετήριον, τὸ ἀλεξητήριον, τὸ ἀντιπαθές, τὸ ἄρκιον, τὸ βοηθηματικόν, φαρμακεία, φαρμάκευμα, φαρμάκιον, φάρμακον, χραισμήϊον, χραίσμημα, χραίσμησις; Haitian Creole: remèd; Hebrew: מָזוֹר; Hindi: दरमन, इलाज, औषध; Hungarian: orvosság; Italian: rimedio, medicamento; Japanese: 療法; Korean: 요약(療藥); Latin: remedium; Malay: pengubat, rawatan; Maori: rongoā; Norman: r'miède; Occitan: remèdi; Persian: درمان; Polish: lekarstwo, lek; Portuguese: remédio; Romanian: remediu; Russian: лекарство, средство; Sanskrit: भेषज; Scottish Gaelic: leigheas, cungaidh, ìoc; Sindhi: عِلاجُ; Spanish: remedio; Swedish: botemedel; Tagalog: gamot, medisina, remedyo; Tocharian B: sāṃtke; Turkish: tıp; Walloon: riméde