ἔσχατος
ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship
English (LSJ)
η, ον, also ος, ον Arat.625 (prob. fr. ἐκ, ἐξ, perh. eĝhzκατος (cf. ἐχθός)
A like ἔγ-κατα) : I of Space, as always in Hom., farthest, uttermost, extreme, θάλαμος ἔ. the hindmost chamber, Od.21.9 ; ἔσχατοι ἄλλων at the end of the lines, Il.10.434, cf.8.225 ; ἔσχατοι ἀνδρῶν, of the Aethiopians, Od.1.23 ; οἰκέομεν..ἔσχατοι 6.205 ; ἐσχάτη τῶν οἰκεομένων ἡ Ἰνδική Hdt.3.106, cf. Th.2.96, etc.; τὸ ἔ. τῆς ἀγορᾶς X.HG3.3.5 ; ὑπ'..ἐσχάτην στήλην S.El.720 ; τάξις ἐ. the farthest part of the army, Id.Aj.4 : pl., ἔσχατα γαίης Hes.Th.731 ; τὰ ἔ. τῶν στρατοπέδων Th.4.96 ; ἐπ' ἔσχατα χθονός S.Fr.956 ; αἱ ἐπ' ἔσχατα τοῦ ἄστεως οἰκίαι Th.8.95 ; ἐξ ἐσχάτων ἐς ἔσχατα ἀπικέσθαι from end to end, Hdt.7.100, cf. X.Vect.1.6 ; παρ' ἔσχατα λίμνης Pl.Phd.113b, cf. Th.3.106:—in various senses, uppermost, ἐ. πυρά S.El.900 ; lowest, deepest, ἀΐδας Theoc.16.52 ; ἅλς AP13.27 (Phal.) ; innermost, σάρκες S.Tr. 1053 ; last, hindmost, ἤλαυνε δ' ἔ. Id.El.734 ; ἐπ' ἐσχάτῳ at the close of a document, PTeb.68.54 (ii B.C.), etc. 2 of Degree, uttermost, highest, τὸ ἔ. κορυφοῦται βασιλεῦσι Pi.O.1.113 ; ἀνορέαι ἔ. Id.I.4(3).11 ; σοφία Lib.Or.59.88 ; of misfortunes, sufferings, etc., utmost, last, worst, πόνος, ἀδικία, κίνδυνοι, Pl.Phdr.247b, R.361a, Grg.511d ; ὀδύναι αἱ ἔ. Id.Prt.354b ; δῆμος ἔ. extreme democracy, Arist.Pol.1296a2. b Subst., τὸ ἔ., τὰ ἔ., the utmost, ἐς τὸ ἔ. κακοῦ ἀπιγμένοι Hdt.8.52 ; τετρῦσθαι ἐς τὸ ἔ. κακοῦ Id.1.22 ; without Art., ἐπ' ἔσχατα βαίνεις S. OC217 (lyr.) ; προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους Id.Ant.853 (lyr.) ; ἐπ' ἔ. ἐλθεῖν ἀηδίας Pl.Phdr.240d, cf. R.361d, etc.; ὃ πάντων κακῶν ἔσχατόν ἐστι, τοῦτο πάσχει Id.Phd.83c ; οἱ τὰ ἔ. πεποιηκότες X.Cyr.8.8.2 ; ζημιοῦσθαι πᾶσι τοῖς ἐ., Lat. extremis suppliciis, Pl.Plt.297e ; ἔσχατ' ἐσχάτων κακά worst of possible evils, S.Ph.65, cf. Philem.178 ; εἰς τὰ ἔ. ἐληλυθώς UPZ60.12 (ii B.C.) : Comp.οὔτε γὰρ τοῦ ἐσχάτου -ώτερον εἴη ἄν τι Arist.Metaph.1055a20 : Sup. -ώτατος f.l. in X.HG2.3.49, cf. Phryn.51 ; τὰ -ώτατα Phld.Hom.p.320. 3 of Persons, lowest, meanest, D.S.8.18, D.C.42.5, Alciphr.3.43 : prov., οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔ., i.e. the meanest of mankind, Magnes 5, cf. Philem.77 ; in Pl.Tht.209b it seems to mean the remotest of mankind, cf. πρὸς ἐσχάτην Μυσῶν v.l. in App.Prov.2.85 (παρὰ τοῖς ἐ. τῆς Μυσίας Apostol.8.1); similarly οὐδὲ τὸν ἔσχατον Καρῶν Plu.2.871b. 4 of Time, last, ἐς τὸ ἔ. to the end, Hdt.7.107, Th.3.46; ἔ. πλόος, ναυτιλίαι, the end of it, Pi.P.10.28, N.3.22 ; ἐσχάτας ὑπὲρ ῥίζας over the last scion of the race, S.Ant.599 (lyr.); ἔ. Ἑλλήνων, Ῥωμαίων, Plu.Phil.1, Brut.44 : neut. ἔσχατον, as Adv., for the last time, S.OC1550 ; finally, best of all, 1 Ep.Cor.15.8; at the latest, ἔ. ἐν τρισὶ μησίν SIG1219.11 (Gambreion, iii B. C.), cf. Inscr.Prien.4.45 (iv B. C.); εἰς τὴν ἐσχάτην at the last, LXXEc.1.11 ; ἐπ' ἐσχάτῳ ib.2 Ki.24.25, al.: Subst. ἐσχάτη, ἡ, end, οὐχ ἕξεις ἐ. καλήν Astramps.Orac.21.4, cf. 40.3. 5 in the Logic of Arist., τὰ ἔ. are the last or lowest species, Metaph.1059b26, or individuals, ib.998b16, cf. AP0.96b12, al.; τὸ ἔ. ἄτομον Metaph.1058b10. b ὁ ἔ. ὅρος the minor term of a syllogism, EN1147b14. c last step in geom. analysis or ultimate condition of action, τὸ ἔ. ἀρχὴ τῆς πράξεως de An.433a16. II Adv. -τως to the uttermost, exceedingly, πῦρ ἐ. καίει Hp.de Arte8; ἐ. διαμάχεσθαι Arist.HA613a11 ; ἐ. φιλοπόλεμος X.An.2.6.1 ; φοβοῦμαί σ' ἐ. Men.912, cf. Epicur.Ep. 1p.31U. b -τως διακεῖσθαι to be at the last extremity, Plb.1.24.2, D.S.18.48 ; ἔχειν Ev.Marc.5.23 ; ἀπορεῖν Phld.Oec.p.72J. 2 so ἐς τὸ ἔ.,=ἐσχάτως, Hdt.7.229; εἰς τὰ ἔ. X.HG5.4.33 ; εἰς τὰ ἔ. μάλα Id.Lac.1.2 ; τὸ ἔ. finally, in the end, Pl.Grg.473c ; but, τὸ ἔ. what is worst of all, ib.508d.
German (Pape)
[Seite 1046] η, ον (auch 2 Endgn, Arat. Phaen. 625. 628 u. Lesart der mss. Strab. 2, 5, 14), der äußerste, letzte, entlegenste; bei Hom. nur örtlich, der z. B. die Aethiopen ἔσχατοι ἀνδρῶν nennt, die am äußersten Rande der Erde wohnten, Od. 1, 23; ähnl. von den Phäaken, 6, 205; vgl. auch Il. 10, 434; ναυτιλία, πλοῦς, Pind. N. 3, 21 P. 10, 28; γᾶς ἔσχατον τόπον Aesch. Prom. 416; ὅροι 669, vgl. Pers. 848; so auch Soph. Tr. 1090; τάξιν ἐσχάτην ἔχει Ai. 4; στήλη, am äußersten Ziele, El. 710; πρὸς τὴν ἕω ἐσχάτη τῶν οἰκουμένων ἡ Ἰνδική Her. 3, 106; τὰ ἔσχατα τοῦ ἄστεος, τῶν στρατοπέδων, Thuc. 8, 95. 4, 96; ἔσχατοι τῆς ἀρχῆς ἦσαν, sie wohnten an den äußersten Gränzen, 2, 96; ἕως ἐξ ἐσχάτων εἰς ἔσχατα ἀπίκετο καὶ τῆς ἵππου καὶ τοῦ πεζοῦ, von einem Ende zum andern, Her. 7, 100; παρ' ἔσχατα τῆς Αχερουσιάδος λίμνης Plat. Phaed. 113 h; σάρκες Soph. Tr. 1042, das Innerste. – Oft übertr., das Aeußerste, Letzte, Höchste, τὸ ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσι P^ind. Ol. 1, 113; ἐλπίδες I. 6, 36; προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους Soph. Ant. 846; ἔσχατ' ἐσχάτων κακά, die allergrößten, Phil. 65; πόνος καὶ ἀγών Plat. Phaedr. 247 d; ἀδικία, die äußerste Ungerechtigkeit, Rep. II, 361 a; τὸ πάντων μέγιστόν τε καὶ ἔσχατον πάσχειν Phaed. 83 c; ἐπ' ἔσχατον ἐλθεῖν ἀηδίας Phaedr. 240 d; ἐπὶ τὸ ἔσχ. τοῦ ἀγῶνος ἐλθεῖν Thuc. 4, 92; ἐς τὸ ἔσχ. τοῦ κακοὺ ἀπιγμένοι Her. 8, 52; κίνδυνος Dem. 59, 1; – τὰ ἔσχατα παθεῖν, das Aergste, gew. den Tod erleiden, Xen. u. A., u. so vorzugsweise von schlimmen Dingen. – Der Letzte, Niedrigste, Schlechteste, ἀνδράποδον Alciphr. 3, 43. – Von der Zeit, zuletzt, ἔσχατόν σου τοὐμὸν ἅπτεται δέμας Soph. O. C. 1547; διεκαρτέρεε ἐς τὸ ἔσχατον, bis zuletzt, Her. 7, 107; Thuc. 3, 46; τὸ ἔσχατον, adverbial, zuletzt, Plat. Gorg. 473 c u. öfter. – Comp. ἐσχατώτερος, Arist. metaph. 10, 4; τὰ ἐσχατώτατα παθών Xen. Hell. 2, 3, 49. – Adv. ἐσχάτως, äußerst, höchst, z. B. φιλοπόλεμος Xen. An. 2, 6, 1; διακεῖσθαι, ἔχειν, sich in der elendesten Lage befinden, Pol. 1, 24, 2 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἔσχατος: -η, -ον, ὡσαύτως, ος, ον, Ἄρατ. 625: (πιθαν. ἐκ τῆς προθ. ἐκ, ἐξ, ὡς εἰ ἦν ἔξατος, ἐξώτατος): Ι. ἐπὶ τόπου, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ., ὁ μάλιστα ἀπέχων, ἐξώτατος, τελευταῖος, θάλαμος ἔσχ., ὁ τελευταῖος πρὸς τὰ ὀπίσω θαλ., Ὀδ. Φ. 9· ἔσχατοι ἄλλων, ἐπὶ τῶν Θρακῶν, οἵτινες ἦσαν οἱ τελευταῖοι ἐν ταῖς τάξεσι τῶν Τρώων, Ἰλ. Κ. 434, πρβλ. Θ. 225, Λ. 8· ἔσχατοι ἀνδρῶν, ἐπὶ τῶν Αἰθιόπων, Ὀδ. Α. 23· οἰκέομεν... ἔσχατα, λέγουσιν οἱ Φαίακες, Ζ. 205· ἐσχάτη τῶν οἰκουμένων ἡ Ἰνδικὴ Ἡρόδ. 3. 106, πρβλ. Θουκ. 2. 96, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ., τὸ ἔσχατον τῆς ἀγορᾶς Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 5, κτλ.· ἀλλὰ συχν. ἐν συμφωνίᾳ πρὸς τὸ ὄνομα, ὑπ᾿... ἐσχάτην στήλην Σοφοκλ. Ἠλ. 720· τάξιν ἐσχ., τὸ ἀπώτατον μέρος τοῦ στρατοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Αἴαντ. 4: ― ἐν τῷ πληθυντ., ἔσχατα γαίης Ἡσ. Θ. 731· τὰ ἔσχατα τοῦ ἄστεως, τοῦ στρατοπέδου Θουκ. 8. 95., 4. 96· καὶ ἄνευ τοῦ ἄρθρου, ἐπ’ ἔσχατα χθονὸς Σοφ. Τρ. 655· ἐξ ἐσχάτων ἐς ἔσχατα ἐπικέσθαι, ἀπὸ ἄκρου εἰς ἄκρον, Ἡρόδ. 7. 100, πρβλ. Ξεν. Πόρ. 1. 6· παρ’ ἔσχατα λίμνης Πλάτ. Φαίδων 113Β, πρβλ. Θουκ. 3. 106. ― Κατὰ τὰς διαφόρους ἀποστάσεις πράγματός τινος ἔχει καὶ διαφόρους σημασ., ὡς π.χ., ἐσχάτη πυρά, τὸ ἀνώτατον μέρος αὐτῆς, ἡ κορυφὴ τῆς πυρᾶς, Σοφ. Ἠλ. 900· κατώτατος, βαθύτατος, Λατ. imus, ἀΐδαν τ’ εἰς ἔσχατον ἐλθών, εἰς τὰ κατώτατα τοῦ ᾅδου, Θεόκρ. 16. 52· ἐσχάτην ἅλα Ἀνθ. Π. 13. 27: ἐσώτατος, Λατ. intimus, σάρκες Σοφ. Τρ. 1053· ἐπὶ ἀνθρώπου, τελευταῖος, ἔλαυνε δ’ ἔσχ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 734. 2) ἐπὶ βαθμοῦ, ἀνώτατος, ὕψιστος, Πινδ. Ο. 1. 182, Ι. 4. 19 (3. 29)· ἐπὶ παθημάτων, κλ., δεινότατος, χείριστος, κάκιστος, πόνος, ἀδικία, κίνδυνος Πλάτ. Φαῖδρ. 247Β, Πολ. 361Α· ὀδύναι αἱ ἔσχ. ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 354Β· δῆμος ἔσχ., ἡ χειρίστη δημοκρατία, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 11. β) ὡς οὐσιαστ., τὸ ἔσχατον, τὰ ἔσχατα, ὁ ὕψιστος βαθμός, ἐς τὸ ἔσχ. κακοῦ ἀπικέσθαι Ἡρόδ. 8. 52· τετρῦσθαι ἐς τὸ ἔσχ. κακοῦ ὁ αὐτ. 1. 22· διακαρτερέειν ἐς τὸ ἔσχ. ὁ αὐτ. 7. 107· ἐπ’ ἔσχατα βαίνεις Σοφ. Ο. Κ. 217· προβᾶσ’ ἐπ’ ἔσχατον θράσους ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 753· ἐπ’ ἔσχ. ἐλθεῖν ἀηδίας Πλάτ. Φαῖδρ. 240D, πρβλ. Πολ. 301D, κτλ.· ὃ πάντων... ἔσχατόν ἐστι, πάσχειν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 83C· τὰ ἔσχατα πονεῖν Ξεν. Κύρ. 8. 8, 2· πᾶσι τοῖς ἐσχ. ζημιοῦσθαι, extremis suppliciis, Πλάτ. Πολιτικ. 297Ε· ἔσχατ’ ἐσχάτων κακά, τὰ χείριστα τῶν χειρίστων κακῶν, Σοφ. Φιλ. 65, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 87 (Meineke σ. 423)· οὕτως ἐν τῷ Ὑπερθ., τὰ πάντων ἐσχατώτατα παθεῖν, τὰ χείριστα..., Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 49· ἂν καὶ τοῦτο δὲν εἶναι ὀρθόν, ὡς παρατηρεῖ ὁ Ἀριστ., οὐ γὰρ τοῦ ἐσχάτου ἐσχατώτερον εἴη ἄν τι Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 4, 4, πρβλ. Φρύν. 135 Lob. 3) ἐπὶ προσώπων, ταπεινότατος, προστυχώτατος, μηδαμινώτατος, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 9, Δίων Κ. 42. 5, Ἀλκίφρων 3. 43: ― παροιμ., οὐδείς, οὐδ’ ὁ Μυσῶν ἔσχατος, ἐπὶ τῶν εὐτελεστάτων ἀνθρώπων, Μάγνης ἐν «Ποαστρίᾳ» 1, πρβλ. Φιλήμονα ἐν τῷ «Σικελικῷ» 3, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 481· τὸ ἐν Πλάτ. Θεαίτ. 209Β χωρίον, Μυσῶν τῶν ἔσχατον, φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸν μάλιστα ἀπομεμακρυσμένον κάτοικον τῆς γῆς. Ἴδε Παροιμιογρ. σ. 38 ἔκδ. Gaisf. 4) ἐπὶ χρόνου, τελευταῖος, ἐς τὸ ἔσχ., μέχρι τέλους, Ἡρόδ. 7. 107· Θουκ. 3. 46· ἔσχ. πλοῦς, ναυτιλία, τὸ τέλος αὐτῆς, Πινδ. Π. 10. 45, Ν. 3. 39· ἐσχάτας ὑπὲρ ῥίζας, ὑπεράνω τῆς τελευταίας ῥίζης τοῦ γένους, Σοφ. Ἀντ. 599· ἔσχ. Ἑλλήνων, Ρωμαίων Πλούτ. Φιλοπ. 1, Βροῦτ. 44: ― οὐδ., ἔσχατον, ὡς Ἐπίρρ., διὰ τελευταίαν φοράν, Σοφ. Ο. 1550· τὸ ἔσχ. Πλάτ. Γοργ. 473C. 5) ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστ. τὰ ἔσχατα εἶναι τὰ τελευταῖα τῶν κατωτάτων ὑποδιαιρέσεων, τὰ ἄτομα, Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 3, 5, πρβλ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 13, 5, π. Ζ. Μορ. 1. 3, 20, κ. ἀλλ.· οὕτω, τὸ ἔσχ. ἀρχὴ τῆς πράξεως π. Ψυχῆς 3. 10, 2, κτλ. β) ὁ ἔσχ. ὅρος, ἐν τῷ συλλογισμῷ, Ἠθ. Νικ. 7. 10, 13. ΙΙ. -τως, μέχρις ἐσχάτων, καθ’ ὑπερβολήν, Ἱππ. 5. 33· ἐσχ. διαμάχεσθαι Ἀριστοτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 6· ἐσχ. φιλοπόλεμος Ξεν. Ἀν. 2. 6, 1. 2) οὕτως, ἐς τὸ ἔσχ. = ἐσχάτως, Ἡρόδ. 7. 229, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 33· εἰς τὰ ἔσχ. μάλα ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 1. 2· οὕτω, τὸ ἔσχατον Πλάτ. Γοργ. 473 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
qui est à l’extrémité, extrême, dernier :
I. avec idée de lieu;
1 au propre θάλαμος ἔσχατος OD la chambre la plus reculée ; ἔσχατοι ἀνδρῶν OD les plus lointains des hommes, ceux qui habitent aux extrémités du monde (les Éthiopiens) ; τὰ ἔσχατα τοῦ ἄστεος, τοῦ στρατοπέδου THC l’extrémité de la ville, du camp ; ou sans art. παρ’ ἔσχατα PLAT à l’extrémité ; adv. • ἔσχατα IL aux extrémités (du camp);
2 la partie la plus haute ou la plus basse ; ἐσχάτη πυρά SOPH le sommet d’un bûcher ; ἐσχάτας σάρκας SOPH l’intérieur des chairs;
3 fig. qui est au plus haut degré, extrême, dernier : ἔσχατ’ ἐσχάτων κακά SOPH les derniers des derniers des maux ; ἀπικέσθαι ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ HDT en être arrivé, au dernier degré du malheur ; ἐπ’ ἔσχατον θράσους SOPH au dernier degré d’audace ; ἐπ’ ἔσχατα βαίνειν SOPH s’avancer jusqu’au dernier degré (de misère, d’infortune, etc.);
II. avec idée de temps ἔσχατοι Ἑλλήνων, Ῥωμαίων PLUT le dernier des Grecs, des Romains ; ἐς τὸ ἔσχατον HDT jusqu’à la fin ; adv. • τὸ ἔσχατον PLAT, • ἔσχατον SOPH pour la dernière fois;
Cp. ἐσχατώτερος, Sp. ἐσχατώτατος.
Étymologie: ἐξ.
English (Autenrieth)
(ἐξ): furthest, remotest, extremest, last, only of place; of the Aethiopians, ἔσχατοι ἀνδρῶν, Od. 1.23, cf. 24; ἔσχατοι ἄλλων, ‘outside of the others,’ Il. 10.434; neut. pl. as adv., ἔσχατα, at the outside, at the ends, Il. 8.225, Il. 11.8.