ἐκζητέω
ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop
English (LSJ)
A seek out, Aristid.1.488 J., PMag. Osl.1.354 ; τινάς POxy. 1465.11 (i B.C.) ; περίτινος 1 Ep.Pet. 1.10. II demand an account of, τὸ αἷμα LXX 2 Ki.4.11, al., cf. Ev.Luc.11.50 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 759] heraussuchen, aufsuchen, Sp.; – verfolgen, rächen, LXX. u. N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκζητέω: ἀναζητῶ, Ἀριστείδ. 1. 488· περί τινος Ἐπιστολ. Πέτρ. Α΄, α΄, 10. ΙΙ. ἀπαιτῶ λόγον παρά τινος διά τι, καὶ νῦν ἐκζητήσω τὸ αἷμα αὐτοῦ ἐκ χειρὸς ὑμῶν Ἑβδ. (Βασιλ. Β΄, δ΄, 11), Εὐαγγ. κ. Λουκ. ια΄, 50.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
1 rechercher;
2 demander compte de;
3 réclamer;
4 rechercher ; suivre ; avec un rég. de ch. obéir à, suivre fidèlement.
Étymologie: ἐκ, ζητέω.
Spanish (DGE)
• Grafía: graf. ἐξη- IAphrodisias 1.9.7 (I a.C.)
I como verbo de acción
A c. ac. de pers.
1 buscar hasta el final, exacta o exhaustivamente τοὺς α[ἰτίο] υς POxy.1465.11 (I a.C.), ἐργάτας εἰς ἐπένχωσιν PBremen 14.6 (II d.C.), τοὺς πεινῶντας Herm.Vis.3.9.5, en un encantamiento amoroso ἐκζήτησον τὴν δεῖνα PMag.36.354.
2 ref. a la divinidad rendir culto τὸν κύριον θεόν LXX 2Pa.14.4, Ps.13.2, ἐκζητήσω τοὺς θεοὺς Δαμασκοῦ LXX 2Pa.28.23, τί ἐκζητοῦσιν περὶ τῶν ζώντων τοὺς νεκρούς; LXX Is.8.19, τὰ πρόσωπα τῶν ἁγίων Didache 4.2, ἐπίτασιν τὸ ἐ. δηλοῖ Didym.in Ps.196.21
•c. ac. de abstr. τὸν νόμον observar la ley LXX 1Ma.14.14, cf. Ps.24.10, νόμον ἐκζητήσουσι ἐκ στόματος αὐτοῦ (sc. τοῦ ἱερέως) LXX Ma.2.7, τὰ δικαιώματά σου LXX Ps.118.94, cf. T.Aser 5.4, οὐκ ἐκζητήσομεν ὑμῖν κακόν no os buscaremos males LXX 1Ma.7.15, cf. 9.71, καρδία ἀνόμου ἐκζητεῖ κακά LXX Pr.27.21a, αὐτήν (μετάνοιαν) Ep.Hebr.12.17, τὴν ἀγαθὴν μονάδα Clem.Al.Prot.9.88
•c. ac. de espacio rastrear, buscar por ὅλην τὴν Σεντώ POxy.2986.3 (II/III d.C.)
•c. compl. instr. ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς ἐ. Basil.Hex.1.2
•c. inf. ἐξεζήτησεν ... ὑψῶσαι τὸν λαὸν αὐτοῦ trató de levantar a su pueblo LXX 1Ma.14.35.
3 investigar c. ac. de cosa τὰ ἔργα τοῦ κυρίου LXX Ps.110.2, τὸ ῥῆμα LXX 2Es.10.16, πάντα Aristid.Or.9.37, τὰ ἔτη Vett.Val.336.1
•c. περί y gen. περὶ ἧς σωτηρίας ἐξεζήτησαν ... προφῆται 1Ep.Petr.1.10
•c. interr. indir. τὸ δ' ἐκζητεῖν εἴτ' ... εἴτ' ... Gal.5.668, ἐκζητοῦντες τί ζητεῖ κύριος ἀφ' ἡμῶν Ep.Barn.21.6
•abs. realizar una investigación ἐπιμελέστατα ἐξζητήσας tras una concienzuda investigación, IAphrodisias l.c., cf. BGU 1141.41 (I a.C.), Herm.Vis.3.3.5.
II como verbo de lengua
1 exigir, reclamar, pedir c. ac. de abstr. o cosa ἐκζητῆσαι κρίσιν παρὰ τοῦ θεοῦ solicitar una sentencia de parte de Dios LXX Ex.18.15, ἐξεζήτησα ἀγαθά σοι he impetrado bienes para ti LXX Ps.121.9, τίς γὰρ ἐξεζήτησεν ταῦτα ἐκ τῶν χειρῶν ὑμῶν; LXX Is.1.12, cf. Mi.6.8, ἐκζητήσατε τὸν κύριον περὶ ἐμοῦ ... περὶ τῶν λόγων τοῦ βιβλίου impetrad al Señor por mí respecto de las palabras del libro LXX 4Re.22.13.
2 pedir cuentas a c. ac. de pers. κύριος ἐχθροὺς τοῦ Δαυιδ LXX 1Re.20.16
•c. ac. de cosa o abstr. pedir cuentas por τὸ αἷμα LXX Ge.9.5, ἐκ χειρὸς ἀνθρώπου ἀδελφοῦ ἐκζητήσω τὴν ψυχὴν τοῦ ἀνθρώπου LXX Ge.9.5, cf. 2Re.4.11, Dial.Tim.et Aquil.138ue., ἐκζητήσει τὴν βεβήλωσιν αὐτῶν ἐκ τοῦ αἵματος ἡμῶν LXX Iu.8.21, οὗ (sc. τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ) τὸ αἷμα ἐκζητήσει ὁ θεὸς ἀπὸ τῶν ἀπειθούντων αὐτῷ Polyc.Sm.Ep.2.1
•en v. pas. LXX Ge.42.22, ἵνα ἐκζητηθῇ τὸ αἷμα ... τῶν προφητῶν ... ἀπὸ τῆς γενεᾶς ταύτης Eu.Luc.11.50
•c. complet. de inf. τὸ ἐκείνῳ ἐπιβεβληκέναι τὰς χεῖρας ὑμῶν Iust.Phil.Dial.95.4.
3 denunciar un delito ὁ ἐκζητήσας el denunciante, TAM 3(1).285 (Termeso, imper.), IGR 4.834 (Hierápolis, imper.).
English (Strong)
from ἐκ and ζητέω; to search out, i.e. (figuratively)investigate, crave, demand, (by Hebraism) worship: en- (re-)quire, seek after (carefully, diligently).
English (Thayer)
ἐκζήτω; 1st aorist ἐξεζήτησα; passive, 1st aorist ἐξεζητήθην; 1future ἐκζητηθήσομαι; (ἐκ out from a secret place, from all sides); the Sept. very often for דָּרַשׁ, also for בִּקֵּשׁ, etc.;
a. to seek out, search for: properly, τινα, τόν κύριον, τόν Θεόν, to seek the favor of God, worship him, Tr marginal reading WH marginal reading ζητῶν); to seek out i. e. investigate, scrutinize: τί, περί τίνος, to examine into anything, ἐξερευναν (to seek out and search out), as in to seek out for oneself, beg, crave: to demand back, require: τό αἷμα τῶν προφητῶν ἀπό τῆς γενεάς ταύτης, to take vengeance on this generation for the slaughter of the prophets (after the Hebrew, cf. ἐκ, I:7): Luke 11:50 (51). (In secular authors thus far only a single passage has been noted in which this word appears, Aristid. or. 8, i., p. 488 (i. e. orat. 38, i., p. 726, Dindorf edition).)
Greek Monotonic
ἐκζητέω: μέλ. —ήσω ·
I. αναζητώ, ανακαλύπτω, ερευνώ, σε Καινή Διαθήκη
II. απαιτώ, ζητώ το λόγο για ένα πράγμα, με αιτ., στο ίδ.